Νταρ αλ Ισλάμ και Νταρ αλ Χαρμπ, δηλαδή ο κόσμος του Ισλάμ και ο κόσμος του πολέμου. Ακριβώς μέσω αυτής της διχοτομίας εκλαμβάνουν οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους τον σύγχρονο κόσμο. Οι ακραίοι φονταμενταλιστές αντικρίζουν τις σύγχρονες διεθνείς σχέσεις με άκρως μανιχαϊστικό τρόπο. Στο παρανοϊκό μυαλό τους υπάρχει η ζώνη του Ισλάμ, στην οποία πρέπει να προσηλυτιστεί η υπόλοιπη ανθρωπότητα, και η ζώνη του πολέμου, στην οποία ανήκουν οι εχθροί τους, οι οποίοι αρνούνται να αποδεχτούν τα ιδεολογικά τους πιστεύω. Συνεπώς, οι τζιχαντιστές θεωρούν ότι νομιμοποιούνται να διενεργήσουν τζιχάντ, ήτοι ιερό πόλεμο, για να εξαναγκάσουν διά της βίας όλους τους απίστους να γίνουν μουσουλμάνοι.
Οι εξτρεμιστές αντάρτες που μάχονται στο Ιράκ και τη Συρία ενστερνίζονται την ακραία ιδεολογία του σαλαφισμού η οποία έλκει τις ρίζες της από το κίνημα του Salafiyyah που ήκμασε στις αρχές του 20ού αιώνα και επιζητεί την επιστροφή στις ρίζες του προφήτη Μωάμεθ.
Ποια είναι όμως η γενεαλογία των τζιχαντιστών και πώς κατάφεραν να εδραιωθούν ως μια τόσο σημαντική δύναμη στη Μέση Ανατολή; Οι τζιχαντιστές ανδρώθηκαν κατά τη διάρκεια της πρώτης-πρώτης περιόδου της αμερικανικής επέμβασης στο Ιράκ, το 2003-2006. Προέρχονται από την εξτρεμιστική οργάνωση Αλ Κάιντα του Ιράκ, του Ιορδανού Αμπού Μπουσάμπ Αλ Ζαρκάουι, ο οποίος υπήρξε ο πιο σφοδρός πολέμιος των συμμαχικών στρατευμάτων στο Ιράκ μέχρι το θάνατο του το 2006, όταν δολοφονήθηκε από αμερικανική επιδρομή στην πόλη Μπακούμπα στο βορειανατολικό τμήμα της χώρας.
Οι ακραίοι τζιχαντιστές του ΙΚ υποστηρίχτηκαν και από άλλες εξτρεμιστικές οργανώσεις παρόμοιας ιδεολογίας, και ενδυναμώθηκαν κατά τη διάρκεια του συριακού εμφυλίου που άρχισε το 2011. Η Τουρκία και το Κατάρ στήριξαν την εξτρεμιστική οργάνωση στο πλαίσιο της δικής τους ατζέντας για ανατροπή του αλαουίτη προέδρου Μπασάρ Αλ Άσαντ.
Οι Αμερικανοί το 2003 ανέτρεψαν τον σουνίτη Σαντάμ Χουσέιν και το κυβερνών κόμμα Μπάαθ, το οποίο κυβερνούσε για δεκαετίες το Ιράκ καταδυναστεύοντας τη σιιτική πλειοψηφία, την οποία υπέβαλλε σε καθεστώς διακρίσεων.
Όταν οι Αμερικανοί επέβαλαν διά της βίας τη σιιτική ελίτ στην εξουσία, τότε δεκαετίες απωθημένων γύρισαν αντανακλαστικά ως μπούμερανγκ στους σουνίτες. Αυτό, σε συνδυασμό με την κακή αμερικανική διακυβέρνηση της Προσωρινής Διοίκησης του Ιράκ, που περιθωριοποίησε τους σουνίτες, δημιούργησε γόνιμο έδαφος για την εκκόλαψη τζιχαντιστών ανταρτών οι οποίοι άρχισαν να επιτίθενται εναντίον των σιιτών, των Αμερικανών, και σε αρκετές περιπτώσεις εναντίον των ομοθρήσκων τους, των σουνιτών.
Είναι γεγονός που κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει ότι η δράση των τζιχαντιστών αποτελεί πρωτοφανές φαινόμενο στην ιστορία των διεθνών σχέσεων. Έχουν επιδείξει σε τακτικό επίπεδο μια αξιοσημείωτη ικανότητα κατάληψης εδαφών, με αποτέλεσμα να θέσουν υπό απειλή όλο το κρατικό οικοδόμημα που προέκυψε με τις μυστικές αγγλογαλλικές συμφωνίες του Σάικς-Πικό του 1916 και οριστικοποιήθηκε στο συνέδριο του Σαν Ρέμο το 1920. Η ντε φάκτο ανακήρυξη Χαλιφάτου τον Ιούνιο του 2014, η δυνατότητα αυτοχρηματοδότησης του ιδίου ως πολιτικής οντότητας στα εδάφη που εξουσιάζει, αλλά και των πολεμικών του ενεργειών, εκπλήσσει τους στρατηγικούς αναλυτές.
Οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους πολιορκούν εδώ και ενάμιση μήνα περίπου την κουρδική πόλη Κομπάνι στη Βόρεια Συρία, και παρά τον από αέρος στρατηγικό βομβαρδισμό από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους δεν έχουν νικηθεί, ενώ συνεχίζουν να σημειώνουν νίκες στο Ιράκ. Στην Εγγύς Ανατολή εκτυλίσσεται ένα μείζον στρατηγικό παίγνιο με την εμπλοκή μεγάλων δυνάμεων με συγκρουόμενα συμφέροντα. Τις Δυτικές δυνάμεις, ΗΠΑ και συμμάχους από τη μια, και τη Ρωσία από την άλλη. Ο ρόλος της Άγκυρας στην καταπολέμηση των τζιχαντιστών αναδεικνύεται για ακόμη μια φορά κομβικός για τα Δυτικά συμφέροντα με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα ελληνοκυπριακά συμφέροντα. Αυτές οι εξελίξεις, όμως, θα αποτελέσουν αντικείμενο σχολιασμού σε επόμενο άρθρο μας.