Σαν σήμερα το 1899 είχε γεννηθεί στα Βουρλά η Φιλιώ Χαϊδεμένου. Η γιαγιά Φιλιώ, όπως την ξέραμε όλοι εμείς Μικρασιάτες και μη, Έλληνες που μάθαμε την ιστορία των ανθρώπων της Ιωνίας και της προσφυγιάς από εκείνην που στο πρόσωπό της καθρεφτιζόταν η ζωή πριν και μετά την Καταστροφή.
Γνώρισα τη γιαγιά Φιλιώ με αφορμή μια τηλεοπτική συνέντευξη για το πρακτορείο Netnews πριν από χρόνια. Ήταν 103 ετών και απίστευτα θαλερή. Όσο για κοκέτα…
Μπαίνοντας σε μια αίθουσα του Δήμου Νέας Φιλαδέλφειας, που την ένιωθε σπίτι της μια και συγκέντρωνε εκεί τα κειμήλια των Μικρασιατών –εκεί θέλησε να μας συναντήσει– το πρώτο πράγμα που με ρώτησε είναι αν κάθεται καλά το μαντίλι στο λαιμό της και αν τα μαλλιά της ήταν επαρκώς φροντισμένα.
Βουρλά μου αγαπημένα
Με τα χέρια σταυρωμένα στην ποδιά της άρχισε να εξιστορεί τη ζωή της στα λατρεμένα της Βουρλά, εκεί όπου ο Γιώργος Σεφέρης, το πρώτο μας Νόμπελ, περνούσε τα καλοκαίρια του. Όταν μιλούσε για την πατρίδα, το σχολείο και τη μαθητική ποδιά, τις συγκομιδές, τις γιορτές και τις επισκέψεις που αντάλλασσαν με τους γείτονες Τούρκους Χριστούγεννα, Πάσχα και μπαϊράμια, τα μάτια της αποκτούσαν μια ξεχωριστή λάμψη.
«Εμείς την τιμούσαμε την πατρίδα», μου είπε απαγγέλλοντας μάλιστα κάνα-δυο παιδικά ποιήματα που ακόμα τα θυμόταν η αθεόφοβη, σε ηλικία 103 ετών.
Κι έπειτα ο ζόφος…
Με εμφανή τον πόνο στο πρόσωπό της άρχισε να διηγείται πώς οι τσέτες μπήκαν και τους έκαψαν – μας έκαψαν, τους Έλληνες.
Είκοσι τριών χρονών κοπέλα ήταν όταν ξεριζώθηκε, και μέχρι που έφυγε δεν μπόρεσε να ξεχάσει ούτε στιγμή από το χαμό που της στέρησε μέλη της οικογένειάς της και μια πατρίδα. Την ξανάχτισε με αγώνα δουλεύοντας σκληρά για να μεγαλώσει τα παιδιά της, αλλά κυρίως προσφέροντας στον ελληνισμό σπουδαία παρακαταθήκη (εκτός από το Μουσείο και το βιβλίο της Τρεις αιώνες μια ζωή) το πρότυπο ενός ανθρώπου που δεν γονάτισε, αντιθέτως σηκώθηκε, στάθηκε και πρόκοψε διδάσκοντας στάση ζωής.
Η γιαγιά Φιλιώ δεν ορκιζόταν, με εξαίρεση δύο φορές στη ζωή της. Η πρώτη ήταν όταν, κρυμμένη σε κάτι αποκαΐδια τις μέρες της μεγάλης φυγής, όταν η πατρίδα Σμύρνη τυλιγόταν στις φλόγες από τους διώκτες του ελληνισμού, έδωσε όρκο στην Παναγιά να μη φορέσει ποτέ ξανά χρυσά κοσμήματα αν σωθεί.
Είχε ακούσει και είχε δει τσέτες να κόβουν δάχτυλα και αυτιά κοριτσιών για να τους πάρουν τα τζοβαΐρια.
Η δεύτερη ήταν όταν εγκατέλειπε της Σμύρνης το γιαγκίνι μέσα στο πλοίο. Με δάκρυα στα μάτια μού είπε: «Έβλεπα τη Σμύρνη και τα Βουρλά να καίγονται και έδωσα έναν όρκο. Είπα, Βουρλά μου αγαπημένα δεν θα σας ξεχάσω ποτέ». Το είπε και το έκανε. Κατάφερε μάλιστα σε πολύ μεγάλη ηλικία να επιστρέψει στα άγια χώματα, να πάρει μια χούφτα από τα μέρη της και να το βάλει στα ριζά του Μνημείου στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Τσι καλοσύνες μου, αν είναι, να τις πάρεις
Κουβέντα στην κουβέντα έμαθα και την ημερομηνία γέννησής της. «Είμαστε γεννημένες ίδια μέρα!» της είπα έκπληκτη, σαν να ήταν κάτι αδιανόητο.
«Ε, άμα έχω καλοσύνες μπορεί να τσι έχεις κι εσύ. Τέτοια δε λένε αυτοί που διαβάζουν τα άστρα;».
Ώρες κράτησε η συνέντευξη, και η γιαγιά Φιλιώ δεν έλεγε να εγκαταλείψει την κουβέντα. Μέχρι που από σεβασμό της πρότεινα να ολοκληρώσουμε για να πάει να ξεκουραστεί και της πρόσφερα ένα φλουρί κωνσταντινάτο ζητώντας της να το δεχτεί εκ μέρους όλων των Μικρασιατών τρίτης γενιάς, όπως εγώ, που μας βοήθησε να κάνουμε τη γονιδιακή μας μνήμη στάση ζωής. Το κράτησε στα χέρια και συγκινημένη μου ζήτησε συγνώμη που δεν μπορεί να το βάλει επάνω της. Ο όρκος βλέπετε…
Της δημοσιογράφου Έρσης Βατού.