Δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη η τουρκική εισβολή στην κυπριακή ΑΟΖ για την αρπαγή του φυσικού αερίου της Κύπρου. Για όσους ήθελαν να δουν, τα προμηνύματα ήταν σαφή. Η Άγκυρα κλιμάκωνε συνεχώς τις προκλήσεις της στην Κύπρο και την Ελλάδα. Ενίσχυε με συστηματικούς αεροναυτικούς εξοπλισμούς το στρατιωτικό δυναμικό της για να ανατρέψει την ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο και να αποκτήσει ελευθερία δράσεως. Δοκίμασε επανειλημμένα τις αντοχές της πολιτικής ηγεσίας στην Ελλάδα και την Κύπρο. Εξασφάλισε κατανόηση από τον μεγάλο εταίρο της Δυτικής συμμαχίας, που άρχισε να δηλώνει κατάμουτρα στην ελληνική πλευρά ότι πρέπει να υπάρχει «συμμετοχή» της Τουρκίας στον ενεργειακό πλούτο της Ανατολικής Μεσογείου.
Στην ΑΟΖ ποιων χωρών; Προφανώς, στην ΑΟΖ της Ελλάδος και της Κύπρου. Οι ηγεσίες όμως της Κύπρου και της Ελλάδος δεν ήθελαν να καταλάβουν ή –να το πούμε κατά την Ευαγγελική ρήση– «ουκ ηβουλήθησαν συνιέναι». Αντιθέτως, ο Πρόεδρος της Κύπρου Νίκος Αναστασιάδης έσπευσε ν’ ακολουθήσει τα βήματα και την πολιτική του προκατόχου του Δημήτρη Χριστόφια, ο οποίος απεδείχθη ο χειρότερος Πρόεδρος στην ιστορία της Κύπρου. Προέβη σε ολέθριες υποχωρήσεις στο Κυπριακό και υπονόμευσε όσο κανένας άλλος το αγωνιστικό φρόνημα του λαού, αποπροσανατολίζοντάς τον με παράδοξα και ανεδαφικά ιδεολογήματα ότι δήθεν το Κυπριακό θα λυθεί με τους υποτελείς της Άγκυρας και ότι πρέπει γι’ αυτό η Κύπρος ν’ ακολουθήσει πολιτική «προσεγγίσεως» μ’ αυτούς, εμπνεόμενη από δήθεν «διεθνιστικό» πνεύμα. Η πολιτική αυτή, που συγκαλύπτει μια πολιτική συνθηκολογήσεως, παρουσιάσθηκε ως «προοδευτική» πολιτική.
Στο πνεύμα αυτών των υποχωρήσεων, ο πρώην Πρόεδρος έφτασε στο σημείο, για να δείξει δήθεν την καλή του πίστη προς τους Τουρκοκυπρίους, ν’ ανοίξει πρώτος, από του βήματος της Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωμένων Εθνών, θέμα «δικαιωμάτων» των Τουρκοκυπρίων στην ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου, «ακόμη και πριν τη λύση»! Δικαιούνται δηλαδή να κατέχουν τη βόρεια Κύπρο και έχουν επιπλέον «δικαιώματα» στην ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου.
Ο ίδιος συμπλήρωσε το σχέτλιο έργο του με την καταστροφή της κυπριακής οικονομίας, την οποία είχε παραλάβει με πλεόνασμα 3,7%. Έστρωσε έτσι το χαλί στους αρχιτέκτονες του σχεδίου Ανάν, που επιδιώκουν μια νέα ευκαιρία, και έπληξαν, μέσω του Eurogroup, την οικονομία της Κύπρου για να την αποδυναμώσουν και να δημιουργήσουν συνθήκες οικονομικού ελέγχου. Για να χρησιμοποιήσουν επίσης την κρίση ως καταλύτη για την επιβολή της απαράδεκτης «λύσεως» που επιδιώκουν και τα σχέδιά τους για το φυσικό αέριο της Κύπρου.
Ο νέος Πρόεδρος συνέχισε, δυστυχώς, την ίδια ολέθρια πολιτική και απεδέχθη ως βάση για τις νέες διακοινοτικές συνομιλίες ένα κοινό ανακοινωθέν με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Έρογλου, που ανατρέπει όλες τις κόκκινες γραμμές της ελληνικής πλευράς και υποσκάπτει επικίνδυνα την υπόσταση της ίδιας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Καλλιέργησε επίσης τη ψευδαπάτη ότι δήθεν ο αμερικανικός παράγων είναι στρατηγικός εταίρος και έρεισμα της Κύπρου, την ίδια ώρα που η αμερικανική πλευρά δήλωνε απροκάλυπτα ότι πρέπει και η Τουρκία να «συμμετάσχει» στα ενεργειακά κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου.
Δεν έδωσε επίσης, όπως και ο προκάτοχός του, συμπλέοντας σ’ αυτό πλήρως με την ηγεσία των Αθηνών, καμιά προσοχή και προτεραιότητα στην άμυνα. Το ίδιο το κόμμα του κατεψήφισε στη Βουλή την αγορά δύο πυραυλακάτων από το Ισραήλ ως έναν πρώτο στοιχειώδη πυρήνα για την περιφρούρηση της κυπριακής ΑΟΖ.
Η ηγεσία των Αθηνών ακολούθησε την ίδια πολιτική της απάθειας και της αδράνειας μπροστά στη γιγάντωση της τουρκικής απειλής. Προβάλλεται σήμερα ως άλλοθι η δεινή οικονομική θέση στην οποία βρίσκεται η χώρα και την οποία σπεύδει η Άγκυρα να εκμεταλλευθεί. Εάν η Ελλάδα είχε σήμερα στη θάλασσα τα τέσσερα υπερσύγχρονα υποβρύχιά της, τις δύο φρεγάτες Fremm, που συμφώνησε να πάρει από τη Γαλλία με ενοικιαγορά, και τα πέντε αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας τύπου «Ωρίων», που εγκληματικά απέσυρε πρόωρα από την υπηρεσία το 2009, ο συσχετισμός δυνάμεων θα ήταν πολύ διαφορετικός. Δεν ήταν οικονομικός ο λόγος που η Ελλάδα δεν έχει σήμερα στη διάθεσή της τα κρίσιμα αυτά οπλικά συστήματα.
Αποδεικνύεται, για άλλη μια φορά, ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η αναξιότητα και η ανεπάρκεια της πολιτικής ηγεσίας και οι ακολουθούμενες ενδοτικές, αυτοϋπονομευτικές και αυτοκαταστροφικές πολιτικές.
Ελλάδα και Κύπρος δεν έχουν σήμερα άλλο περιθώριο ψευδαπατών και ψευδαισθήσεων. Πρέπει να απαντήσουν με συγκεκριμένες πολιτικές σε τρία επίπεδα:
• Στο επίπεδο της ακολουθούμενης πολιτικής και στρατηγικής. Όχι επιστροφή της Κύπρου στις διακοινοτικές συνομιλίες. Προβολή του Κυπριακού ως θέματος εισβολής και κατοχής και όχι ως δήθεν διακοινοτικού θέματος.
• Στο επίπεδο των στρατηγικών σχέσεων και συμμαχιών. Ποια στρατηγική συμμαχία θα κάνει η Κύπρος με το Ισραήλ και την Αίγυπτο αν διαπραγματεύεται την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσα από μια «λύση» δύο ίσων «κρατών»;
Η Ρωσία του Πούτιν είναι φιλικός στρατηγικός παράγων για την Ελλάδα και την Κύπρο, από τον οποίο δεν πρέπει να αποξενώνονται, στο πλαίσιο μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, γιατί αντιτίθενται οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ. Εφόσον αυτοί δεν καλύπτουν την Ελλάδα και την Κύπρο έναντι του τουρκικού Αττίλα, η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν κάθε δικαίωμα να μεριμνήσουν για τα ύψιστα εθνικά τους συμφέροντα και την ασφάλειά τους.
• Στο επίπεδο επίσης των άμεσων αμυντικών μέτρων, Ελλάδα και Κύπρος δεν μπορούν να τηρούν παθητική στάση απέναντι στην τουρκική απειλή. Θα πρέπει να ενισχύσουν την άμυνά τους, έστω την έσχατη ώρα, με ό,τι μέσο μπορούν και με τη βοήθεια των στρατηγικών σχέσεων και συμμαχιών, που πρέπει κατεπειγόντως να προωθήσουν.