Μια «συγγνώμη» ζητούν οι συγγενείς των 36 θυμάτων για να αναπαυθούν οι ψυχές τους. Τελετή μνήμης έγινε χθες. Εξιστορεί ο Τάσος Κοντογιαννίδης*.
Όπως στο Χαϊδάρι στις 8 Σεπτεμβρίου 1944, φεύγοντας οι Γερμανοί από την Αθήνα εκτέλεσαν 72 Έλληνες πατριώτες, το ίδιο έκαναν και οι Βούλγαροι σύμμαχοι τους, τη επόμενη μέρα, (9-9-44) καθώς έφευγαν από το Καρυόφυτο Ξάνθης, όπου εκτέλεσαν 36 κατοίκους, ανάμεσα τους και παιδιά.
Εβδομήντα χρόνια πριν… Από τα ξημερώματα, έκαναν την εμφάνιση τους έξω από το χωριό αντάρτες, όταν έμαθαν ότι φεύγουν οι Βούλγαροι και η μεγάλη στιγμή της απελευθέρωσης πλησιάζει. Ο βουλγαρικός στρατός, ένας λόχος καλά εξοπλισμένος, μόλις αντελήφθη την παρουσία ανταρτών, άνοιξε πυρ εναντίον τους με αποτέλεσμα να γενικευθούν οι συγκρούσεις.
Οι Βούλγαροι νόμισαν προς στιγμήν, ότι είχαν περικυκλωθεί και δόθηκε τότε η διαταγή να ρίχνουν όπου δουν άνθρωπο να κινείται. Από ένα ανεξήγητο αμόκ, οι κατακτητές άρχισαν να ορμούν στα σπίτια, να πυροβολούν αδιακρίτως σε γυναικόπαιδα και υπερήλικες. Λίγο πριν από το μεσημέρι καταφθάνουν βουλγαρικές ενισχύσεις, πράγμα που ανάγκασε τους αντάρτες να υποχωρήσουν στα βουνά, παίρνοντας μαζί τους και πολλούς συγχωριανούς τους, αφήνοντας ταυτόχρονα ελεύθερο το πεδίο στους Βούλγαρους να αποχωρήσουν. Μεταξύ τους ήταν και μία επίτοκος, η οποία με την φροντίδα άλλων γυναικών έφερε στον κόσμο, ένα υγιέστατο αγοράκι, τον Ξενοφώντα Μπαλτά του Αθανασίου.
Ανενόχλητοι οι Βούλγαροι εξάντλησαν όλη την αγριότητα τους στον άμαχο πληθυσμό που παρέμεινε στο χωριό απροστάτευτος, σκοτώνοντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Κάποιοι έτρεξαν να βρουν καταφύγιο στην εκκλησιά. Όμως τους πρόλαβαν στο προαύλιο και με τα πολυβόλα τους θέρισαν.
Ήταν μεσημέρι, όταν σταμάτησαν οι σφαγές, αφού δεν έμεινε κανένας ζωντανός Έλληνας. Μόνο Βούλγαροι στρατιώτες με το δάκτυλο στην σκανδάλη περιπολούσαν… Λίγο μετά, ο επικεφαλής τους αξιωματικός δίδει το σύνθημα να κάψουν σπίτια και καταστήματα, ακόμα και την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου! Προηγουμένως φρόντισαν να τα λεηλατήσουν, συγκεντρώνοντας τρόφιμα και τιμαλφή, τα οποία φόρτωσαν σε μουλάρια και αποχώρησαν αφήνοντας πίσω τους νεκρά ανθρώπινα κορμιά, ερείπια, και καπνούς.
Από τα γύρω βουνά, οι δυστυχισμένοι κάτοικοι του Καρυοφύτου που έβλεπαν με δάκρυα στα μάτια φωτιές και καπνούς, κατέβηκαν μετά στο χωριό αφού το εγκατέλειψαν οι Βούλγαροι και βρέθηκαν μπροστά σ’ ένα τρομακτικό θέαμα. Πτώματα παντού! Στους δρόμους, στην πλατεία, στις αυλές, στα σπίτια, στον αυλόγυρο της εκκλησιάς! Παντού η φρίκη και η σφραγίδα της αγριότητας του κατακτητή. Παντού αντηχούσαν γοερές οι κραυγές των γυναικών στο αντίκρισμα των νεκρών τους…
Η ξεκληρισμένη οικογένεια Γεωργίου και Αναστασίας Καραβασοπούλου , δεξιά οι κόρες Κυριακή κι Ευτέρπη, αριστερά η επιζήσασα Στυλιανή Τσικοπούλου (φωτο εκτελεσθέντων από τον Παπα-Βασίλη).
Οι εκτελεσθέντες κάτοικοι του Καρυοφύτου (σε παρένθεση η ηλικία τους): Δημ. Αρβανιτίδης (20), Παν. Βουλιάκης (72), Αντ. Βερβερίδης (25), Χρήστος Βερβερίδης (65), Γεώργιος Βουδούρης (65), Ευανθία Βουδούρη (60), Βαρβάρα Γιαβρίδου (22), Χρήστος Γιαβρίδης (26), Βασ. Γιαντζουράκης (50) Ξανθούλης Ζαχαρόπουλος (70), Αικατερίνη Ζαχαροπούλου (68), Γεώργιος Καραβασόπουλος (50), Αναστασία Καραβασοπούλου (45) και τα παιδιά τους Ευτέρπη (17) Κυριακή (13) και Ειρήνη (12), Θεόφιλος Καραμπατζάκης (75), Πολυχρόνης Μακρίδης (50), Ανδρέας Μανιάκης (25), Ιωάννης Μούρθος (65), Μαρία Μούρθου (60), Ευανθία Νεοχωρίτου (42) και τα τρία παιδιά της Σύρμω (14), Κατίνα (12) και Ανθούλα (11), Αναστασία Πασχάλη (50), Ιορδάνης Πασχάλης (70), Ευανθία Πασχάλη (65) και τα παιδιά τους Φωτεινή (25), Δέσποινα (20), Σουλτάνα Πρωτοψάλτη (42), Χρήστος Σταθελόπουλος (50), Θεοδώρα Σταθελοπούλου (43), Ιωάννης Τσικόπουλος (33), το βρέφος Αννούλα Τσικοπούλου (1) και Γεώργιος Καϊσωφ, που ήταν ο Βούλγαρος πρόεδρος της κοινότητας, ο οποίος ικέτευε τους συμπατριώτες του, να λυπηθούν τα παιδιά!… Πού να εισακουστεί…
Ζητάμε μια συγγνώμη!
«Οι 36 εκτελεσθέντες, περιμένουν δικαίωση για να αναπαυθούν οι ψυχές τους», δήλωσε ενόψει της τελετής μνήμης που έγινε χθες στο Καρυόφυτο, ο αντιπεριφερειάρχης Ξάνθης Κώστας Ζαγναφέρης. «Και θα γίνει αυτό, υπογραμμίζει, με την καθυστερημένη συγγνώμη των Βουλγάρων που απαιτούμε. Χιλιάδες Βούλγαροι σιτίζονται από εμάς, τους αγκαλιάσαμε και ζουν ανάμεσα μας. Η συγγνώμη δεν ταπεινώνει αλλά εξαγνίζει. Μερικοί προβάλλουν τη λήθη και κάποιοι άλλοι λένε να μην ξύνουμε πληγές. Ν’ αφήσουν αυτές τις περίεργες απόψεις. Τις πληγές δεν τις προξενήσαμε εμείς. Θα τις σκαλίζουμε να ματώσουν για να υπενθυμίζουμε στους θύτες, ότι δεν ξεχνούμε!»
Το μνημείο στην πλατεία του χωριού με τα ονόματα των εκτελεσθέντων.
*Ο Τ. Κοντογιαννίδης είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας και ερευνητής ιστορικών θεμάτων. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Real News.