Τέτοια μέρα, το 1949, ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και ακαδημαϊκός, ο από Τραπεζούντος Χρύσανθος, άφηνε την τελευταία του πνοή σε ένα διαμερισματάκι της Γλυφάδας (επί Κατοχής διέμενε στην οδό Σουμελά 4 στην Κυψέλη). Η πάνδημη κηδεία του, παρουσία του βασιλιά Παύλου, έγινε με τιμές πρωθυπουργού.
Ο Χρύσανθος ήταν άνθρωπος και ιεράρχης αλύγιστος.
Δεν ήξερε τι θα πει ελαστικότης χαρακτήρος, τι θα πει ανάγκη ηθικής προσαρμογής προς τις περιστάσεις της οποίας ελατήριο θα ήταν το ατομικό συμφέρον. Ευλόγησε τα όπλα στο ΟΧΙ του 1940, στάθηκε δίπλα στους τραυματίες του πολέμου και δεν δέχθηκε συμβιβασμό με την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί με το στρατό κατοχής…
Στις 27/4/1941 οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα. Ο Έλληνας φρούραρχος Καβράκος του ζητούσε να πάνε μαζί να τους υποδεχτούν στους Αμπελοκήπους και να τους παραδώσουν την πόλη. Ο Χρύσανθος αρνήθηκε κατηγορηματικά λέγοντας «Έργον του Αρχιεπισκόπου είναι να ελευθερώνη και όχι να υποδουλώνη». Δυο μέρες μετά, ο επίτροπος του ναού της Μεταμορφώσεως Πλάκας, Πλάτων Χατζημιχάλης, του αναγγέλλει το σχηματισμό της κυβέρνησης Τσολάκογλου της οποίας ήταν μέλος, και ζητεί απο τον Χρύσανθο να τους ορκίσει. Του απαντά: «Η εθνική κυβέρνησις την οποία ώρκισα, εξακολουθεί να υφίσταται και να συνεχίζη τον πόλεμον. Άλλην κυβέρνησιν δεν δύναμαι να ορκίσω!», προσθέτοντας ότι «σε ύποπτες και αντεθνικές ενέργειες, που θα είναι εθνικώς ολέθριες, δεν μπορεί η εκκλησία να δώσει τον όρκο και την ευλογία της».
Λίγες ώρες μετά, καθώς έβγαινε από την Αρχιεπισκοπή για να κηδέψει τον φίλο του Κων. Σπανούδη, δημοσιογράφο στην Πόλη και πρόεδρο της ΑΕΚ, συναντά τον υπασπιστή του Τσολάκογλου (ταγματάρχη Δ. Γαργαρόπουλο) ο οποίος τον καλεί εκ μέρους του στρατηγού να πάει στην ορκωμοσία. «Εγώ δεν έρχομαι να ορκίσω κυβέρνησιν προβληθείσα υπό του εχθρού, τας Κυβερνήσεις ορίζει ο λαός ή ο Βασιλεύς. Η κυβέρνηση που ώρκισα εξακολουθεί να υπάρχη και να δίδη τον υπέρ της ελευθερίας και του Έθνους αγώνα στην Κρήτη».
Θαρραλέα στάση τήρησε όταν τον επισκέφθηκε την επομένη ο Γερμανός στρατηγός Στουμ, λέγοντάς του: «Προσέξατε στρατηγέ μου, να μην τραυματίσητε την υπερηφάνειαν του Ελληνικού Λαού». Λίγες μέρες μετά, ο μέγας αυτός ιεράρχης θα παυθεί και τη θέση του θα πάρει ο από Κορινθίας Δαμασκηνός, με τις ευλογίες του Τσολάκογλου.
Ο Χρύσανθος (κατά κόσμον Χαρίλαος Φιλιππίδης) γεννήθηκε στη Γρατινή Ροδόπης το 1881. Φοίτησε στο Γυμνάσιο Ξάνθης, σπούδασε στη Θεολογική σχολή Χάλκης, χειροτονήθηκε διάκονος το 1903 κι εστάλη στην Τραπεζούντα ως ιεροκήρυκας και καθηγητής στο εκεί Φροντιστήριο. Σπούδασε στη Λειψία και τη Λοζάνη, ορκίστηκε Μητροπολίτης Τραπεζούντος το 1913 και αγαπήθηκε από τον Ποντιακό Ελληνισμό. Όταν λίγο αργότερα οι Ρώσοι κατέλαβαν την Τραπεζούντα κι έφυγε η τουρκική διοίκηση, πήρε υπο την προστασία του τον μουσουλμανικό πληθυσμό.
Ο Χρύσανθος υποδέχεται τον δούκα Νικόλαο Νικολάγιεβιτς, αντιβασιλέα του Καυκάσου
όταν οι Ρώσοι κατέλαβαν την Τραπεζούντα
Κατά την ταραχώδη περίοδο 1915-1923 μεταβάλλεται σε εθνικό ηγέτη για τον ελληνισμό της «καθ’ ημάς Ανατολής» και αγωνίζεται στο Παρίσι για τα δίκαια της φυλής μας στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του 1919, με συναντήσεις και συνομιλίες που είχε με τον Αμερικανό πρόεδρο Ουίλσον και τον Γάλλο πρωθυπουργό Κλεμανσό. Εκεί έθεσε ενώπιόν τους την ανεξαρτησία του Πόντου, κέρδισε το θαυμασμό τους και βοήθησε σημαντικά τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο χειρισμό των θεμάτων της Ανατολής.
Το 1921 ο πρωθυπουργός Γούναρης καλεί τον Χρύσανθο να μετάσχει της ελληνικής αποστολής στο Λονδίνο, αλλά στην Τουρκία το «Δικαστήριο της Ανεξαρτησίας» το πληροφορείται και τον καταδικάζει ερήμην εις θάνατον! Το 1938 εκλέγεται αρχιεπίσκοπος Αθηνών σε επανεκλογή, με αντίπαλο τον από Κορινθίας Δαμασκηνό.
Ο Χρύσανθος στον Καύκασο, σε συνομιλίες με τους Αρμενίους. Αριστερά του ο εκπρόσωπος
της ελληνικής κυβέρνησης Σταυριδάκης και δεξιά ο Ν. Λεοντίδης
Η διαθήκη του Χρύσανθου
Ο Χρύσανθος με την από 10/7/1943 διαθήκη του ζητούσε συγγνώμη από όσους ελύπησε και συγχωρούσε όσους τον ελύπησαν. Περιουσία δεν είχε, και τα λίγα προσωπικά του είδη (σταυρό, αρχιερατικές ράβδους, άμφια και στυλογράφο) τα άφησε σε συνεργάτες του αρχιμανδρίτες και διάκους. Άφησε όμως κάτι άλλο στους οικείους του. Μια εντολή να μην αγγίξουν δημόσιο χρήμα. «Οι συγγενείς μου κατά σάρκα», έγραφε, «θα σεβαστούν τη μνήμη μου και δεν θα ζητήσουν συντάξεις και επιδόματα από το κράτος. Αν κανείς αθετήσει την τελευταίαν μου ταύτην θέλησιν, τον τοιούτον αποκηρύσσω από συγγενήν μου και παρακαλώ Εκκλησίαν και Πολιτείαν να απορρίψωσι τοιαύτην ασεβήν αίτησιν». Απεβίωσε στις 28/9/1949.
Τάσος Κ. Κοντογιαννίδης
- Κεντρική φωτογραφία: Η ταυτότητά του δείχνει τόπο κατοικίας την Κυψέλη της Αθήνας, και δη στην οδό Παναγίας Σουμελά.