Σαν σήμερα το 1922 κατέρρεε το Μέτωπο της Μικρασίας ανοίγοντας το δρόμο σε μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες της ελληνικής ιστορίας. Ο ελληνισμός ξεριζώθηκε από τη γη των Ιώνων, τον Πόντο και όλη την Ανατολή, και η Ελλάδα συρρικνώθηκε. Ο Σάββας Καλεντερίδης αντιπαραβάλλει τους ευφυείς –για την εξυπηρέτησή των στόχων του– χειρισμούς του Κεμάλ με τους ανύπαρκτους των Αθηνών την ώρα που το ελληνικό στράτευμα έδινε σκληρές μάχες στο Μέτωπο.
Ο Ελληνικός Στρατός βρέθηκε στη Μικρά Ασία τον Μάιο του 1919, περισσότερο ως ακολούθημα γεωπολιτικών σχεδιασμών της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, παρά ως αποτέλεσμα σόφρωνος ελληνικού στρατηγικού σχεδιασμού.
Είχε προηγηθεί, στις αρχές Ιανουαρίου, η αποστολή στην Κριμαία δύο μεραρχιών του Α΄ Σώματος Στρατού (ΙΙα και ΧΙΙΙη Μεραρχίες), υπό γαλλική διοίκηση και πάλι κάτω από το ίδιο πλαίσιο. Δηλαδή χωρίς εθνικό στρατηγικό σχεδιασμό και ως ακολούθημα γεωπολιτικών σχεδιασμών άλλων δυνάμεων.
Ελληνικά στρατεύματα στην Κριμαία
Τα αποτελέσματα της εκστρατείας στην Κριμαία ήταν τραγικά για τους 23.551 Έλληνες που εκστράτευσαν τυπικά εναντίον των Μπολσεβίκων και κατ’ ουσίαν εναντίον των Ρώσων, καταστροφικά για τη Μικρασιατική Εκστρατεία και τη Στρατιά της Μικράς Ασίας, καταστροφικά για τον Ελληνισμό του Πόντου και της Μικράς Ασίας, κατ’ επέκτασιν δε καταστροφικά για το σύνολο του Ελληνισμού και τη δύσμοιρη Ελλάδα.
Αμέσως μετά την αποβίβαση των Γάλλων και του ελληνικού στρατού στην Κριμαία, όπως ήταν φυσικό, οι Μπολσεβίκοι εστράφησαν προς τον Κεμάλ, καθιστώντας τον έτσι επίκεντρο του ενδιαφέροντος όλων των γεωπολιτικών παραγόντων που είχαν συμφέροντα και σχεδιασμούς στη Μικρά Ασία και την Ανατολή. Συγκεκριμένα, η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομιντέρν, σε ανακοίνωση που έδωσε στη δημοσιότητα την 1η Μαΐου 1919 η οποία απευθυνόταν προς τους «Εργάτες του Κόσμου», καλούσε το κίνημα του Κεμάλ «να ιδρύσει τον κόκκινο στρατό του και να ιδρύσει τα σοβιέτ των χωρικών». Ακολούθησαν κι άλλες επαφές των δύο πλευρών, οι οποίες επισημοποιήθηκαν με την επιστολή που έστειλε ο Μουσταφά Κεμάλ ως πρόεδρος της Μεγάλης Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης στον ίδιο τον Λένιν, στις 26 Απριλίου 1920, η οποία ήταν «η πρώτη πρόταση της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης προς την Σοβιετική Κυβέρνηση να ενώσουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις εναντίον των ιμπεριαλιστών».
Ακολούθησε η ανταλλαγή πρέσβεων, τα τέλη του 1920, η υπογραφή συμφωνίας φιλίας και συνεργασίας Σοβιετικής Ένωσης – Τουρκίας στις 16 Μαρτίου 1921, η οικονομική και στρατιωτική ενίσχυση του Κεμάλ, που τον βοήθησαν να κλείσει το Ανατολικό Μέτωπο, για να μείνει, ενισχυμένος πλέον, απερίσπαστος στην αντιμετώπιση του Ελληνικού Στρατού στο Δυτικό Μέτωπο.
Οι εξελίξεις αυτές κατέστησαν τον Κεμάλ καθοριστικό παράγοντα των εξελίξεων στην Μικρά Ασία.
Το γεγονός αυτό υποχρέωσε τη Γαλλία και την Ιταλία να αναθεωρήσουν την πολιτική τους και να στραφούν πλέον προς τον Κεμάλ και να εξομαλύνουν τις σχέσεις μαζί του, εγγράφοντας υποθήκες για την επόμενη μέρα στη Μικρά Ασία.
Η σύσφιξη των σχέσεων Κεμάλ-Μπολσεβίκων οδήγησε στη γεωπολιτική αναβάθμιση του κινήματός του, γεγονός που κατέστησε νεκρή, πριν ακόμα γεννηθεί, τη Συνθήκη των Σεβρών, την οποία δεν φαινόταν διατεθειμένο να επικυρώσει κανένα από τα μέρη που την συνομολόγησαν.
Η υπογραφή της τουρκοσοβιετικής συνθήκης, 1921
Από το καλοκαίρι του 1920, τότε που ήδη ο Μουσταφά Κεμάλ είχε στήσει γέφυρες συνεννόησης και συνεργασίας με τους Μπολσεβίκους, η Μεγάλη Βρετανία, που ήταν ο κύριος υποστηρικτής της Ελλάδας στο ριψοκίνδυνο μικρασιατικό εγχείρημα, άρχισε να αναζητεί κι αυτή τρόπους προσέγγισης και συνεννόησης με τον Μουσταφά Κεμάλ, αφού ήταν αδιανόητο να τον αφήσουν μόνο, στην «αγκαλιά» των Μπολσεβίκων.
Από τότε άρχισε να μετρά η αντίστροφη μέτρηση για τον ελληνισμό του Πόντου, της Ανατολικής Θράκης και της Ανατολής.
Για όσους αναζητούν τους λόγους που ώθησαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο να οδηγήσει τη χώρα σε εθνικές εκλογές, τον Νοέμβριο του 1920, εκτός από την απροθυμία όλων των μερών να επικυρώσουν τη Συνθήκη των Σεβρών, που σχετίζεται με τα τουρκοσοβιετικά πράγματα, ίσως θα έπρεπε να τους αναζητήσουν και στη διαφαινόμενη αλλαγή στάσης της Μεγάλης Βρετανίας απέναντι στον Μουσταφά Κεμάλ και άρα απέναντι και στην Ελλάδα.
Η κατάσταση, σε γεωπολιτικό επίπεδο, έγινε ακόμα πιο δύσκολη για την Ελλάδα, αφού η άνοδος στην εξουσία των φιλοβασιλικών και η παλινόρθωση της βασιλείας, μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, έδωσαν το άλλοθι που επιζητούσε το Λονδίνο, για να εγκαταλείψει στην τύχη της την Ελλάδα.
Όσο ο Κεμάλ υπέγραφε συμφωνίες με τους Μπολσεβίκους και διαχειριζόταν με ιδιαίτερη επιδεξιότητα το ενδιαφέρον που έδειχναν πλέον προς το κίνημά του η Γαλλία, η Ιταλία και η Αγγλία, η Ελλάδα μόνη και έρημη, παγιδευμένη στη γεωπολιτική της ένδοια, βούλιαζε μέρα με τη μέρα στο βούρκο του Μικρασιατικού Μετώπου.
Η παρουσία του διαδόχου Κωνσταντίνου στο Μικρασιατικό Μέτωπο και οι επικές νίκες του ελληνικού στρατού σε όλα τα μέτωπα, το 1921, δεν ήταν αρκετές για να βγάλουν την Ελλάδα από το αδιέξοδο, ελλείψει γεωπολιτικού και στρατηγικού σχεδιασμού και ερεισμάτων.