Διακινητές ιδεών και γεύσεων οι Έλληνες, όπου κι αν μετανάστευσαν.
Γράφει η Πόπη Παπαγεωργίου
«Ένας Έλληνας είναι αρκετός για να αλλάξει τον κόσμο» έλεγε η γιαγιά μου, όταν μιλούσε για τους συγγενείς μας που κατάφεραν να φθάσουν λαθρομετανάστες στην Αμερική και να «κάνουν προκοπή χωρίς να ξέρουν λέξη αγγλικά». Δεν ήταν και λίγο να φύγεις ξυπόλητος από το χωριό σου και κάποια μέρα να γυρίσεις έχοντας αλυσίδα εστιατορίων με δεκάδες υπαλλήλους και ένα όνομα, κομμένο μεν, με κύρος δε!
Ανάλογες ιστορίες συνοδεύουν και τους Έλληνες ομογενείς που έφυγαν από τα πάμφτωχα χωριά τους για να ριζώσουν στην Αυστραλία. Εκεί κάποιοι από αυτούς, αφού έκαναν δεκάδες δουλειές για να μαζέψουν χρήματα, άνοιξαν ελληνικά καφενεία με μια πιο εκλεπτυσμένη μορφή, όπου δεν προσέφεραν ελληνικό φαγητό αλλά αμερικανικές λιχουδιές και γαλακτοκομικά προϊοντα. Για αυτό και οι Αυστραλοί «χρεώνουν» στους Έλληνες τη γνωριμία με το αμερικανικό όνειρο και το… μιλκσέικ.
Έκθεση με άρωμα Ελλάδας
Και είναι τόσο σημαντική η προσφορά των ομογενών στη διάδοση των ιδεών και των γεύσεων στην Αυστραλία που το Εθνικό Μουσείο της χώρας στη Καμπέρα ήδη από το 2008 έχει διοργανώσει τη φωτογραφική έκθεση Selling an American Dream: Australia’s Greek Cafe [‘Πουλώντας ένα Αμερικανικό Όνειρο: Τα Πρώτα Ελληνικά Καφενεία της Αυστραλίας’].
Τα μιλκσέικ, στα ελληνικά καφενεία, σερβίρονταν σε χρωματιστά μεταλλικά ποτήρια (Effy Alexakis)
Η έκθεση ταξίδεψε σε όλες τις πόλεις της Αυστραλίας και από τις 2 Αυγούστου φέτος ξεκίνησε ξανά το ταξίδι της σε κάθε γωνιά της χώρας. Εμπνευστές της η γνωστή ομογενής φωτογράφος Έφη Αλεξάκη και ο ιστορικός Λέοναρντ Ζανιζέφσκι που με επιμονή συγκέντρωσαν σπάνιο αρχειακό υλικό.
Η φωτογραφική έκθεση καλύπτει μια περίοδο 140 περίπου χρόνων, από το 1870, παντρεύοντας μοναδικές ιστορικές και μοντέρνες ασπρόμαυρες φωτογραφίες από την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, την Αμερική και την Ελλάδα.
Φορείς ιδεών οι Έλληνες
Ο ιστορικός Λέοναρντ Ζανιζέφσκι στο Τμήμα Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Μακουάρι στη Νέα Νότια Ουαλία, λέει ότι οι Έλληνες άρχισαν να μεταναστεύουν στην Αυστραλία γύρω στα μέσα με τέλη του 19ου αιώνα. Τα ελληνικά καφενεία έγιναν συνώνυμα της κοινωνικής ζωής των αυστραλιανών πόλεων. Οι ντόπιοι έγιναν δέκτες καινούριων γεύσεων, αμερικανικών, όπως είναι το μιλκσέικ και το παγωτό, ενώ γνώρισαν τα γαλακτοπωλεία, δηλαδή τα μαγαζιά όπου πωλούνταν πρώτα απ’όλα γάλα και μετά ένα σωρό γαλακτοκομικά.
«Τα μιλκσέικ, στις ΗΠΑ, πωλούνταν στα φαρμακεία για να βοηθούν τους ανθρώπους να καταναλώνουν τα πικρά φάρμακα. Στην Αυστραλία, οι Έλληνες έφεραν την ιδέα αλλά τη διαφοροποίησαν και άρχισαν να τα πουλούν στα καφενεία και τα γαλακτοπωλεία».
Οι Έλληνες, σύμφωνα με τον ιστορικό, εφηύραν το γαλακτοπωλείο. Το πρώτο γαλακτοπωλείο άνοιξε το 1932 στο Μάρτιν Πλέις και την ημέρα των εγκαινίων προσήλθαν 5.000 άνθρωποι. Έπρεπε να παρέμβει η αστυνομία για να ρυθμίσει την κυκλοφορία, καθώς είχε προκληθεί κυκλοφοριακό κομφούζιο από τον πολύ κόσμο!
Το Capital Milk Bar στη Γουάγκα Γουάγκα (X.Stathis από τα Αρχεία του National Project)
Η συμβολή των ελληνικών καφενείων στη διάδοση των αμερικανικών και γαλακτοκομικών γεύσεων στην Αυστραλία είναι τέτοια που υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον από μουσεία και συλλέκτες για να αγοράσουν σπάνιο φωτογραφικό ή ηχητικό υλικό.
Προσφάτως το Εθνικό Μουσείο Αυστραλίας αγόρασε φωτογραφίες και αντικείμενα από το ελληνικό καφενείο Busy Bee στη Γκανέντα της Νέας Νότιας Ουαλίας, που έκλεισε πριν από μερικά χρόνια. «Άνοιγαν στις 7 το πρωί και έκλειναν στις 11 το βράδυ. Εάν ερχόσουν από τη δουλειά σου, μπορούσε να φας φρέσκο γεύμα οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας» λέει η Τζόαν Μπακ, επιμελήτρια της έκθεσης των φωτογραφιών και των αντικειμένων από το Busy Bee.
Και δεν ήταν εύκολη δουλειά να κρατάς ικανοποιημένους τόσους πελάτες. Με κάποιο τρόπο όμως οι ομογενείς τα κατάφερναν. Όπως πάντα.