Μεσολόγγι: Η μεγάλη έξοδος και δίοδος προς την ελευθερία!
Ξημερώματα 10ης Απριλίου… Έτος 1826…
Χιλιάδες Έλληνες πολιορκούμενοι επί 1 χρόνο ακριβώς… Στο πλευρό τους όλοι οι Έλληνες με μπροστάρηδες τον Καραϊσκάκη και τον Μιαούλη, οι οποίοι πάλευαν με κάθε τρόπο να το κρατήσουν όρθιο… Αλλά και οι Μεσολογγίτες δεν το έβαζαν κάτω. Μάχονταν σαν λιοντάρια προκαλώντας αναρίθμητες απώλειες στα στρατεύματα του Ιμπραήμ!
Όταν ο ανεφοδιασμός σταμάτησε η εύκολη λύση απέναντι στην αβάσταχτη πείνα και τις κακουχίες χωρίς τελειωμό ήταν η παράδοση…
Μια λέξη, όμως, άγνωστη στους Έλληνες…
Έτσι ξεπρόβαλε μια τρελή ιδέα, που αρμόζει στην “τρέλα” που μας χαρακτήριζε ανέκαθεν ως λαό! Μία ηρωική έξοδος που με μαθηματική ακρίβεια θα τους οδηγούσε στον θάνατο… Αλλά οι Έλληνες πάντα σε τέτοιες περιστάσεις πήγαιναν κόντρα στα προγνωστικά. Αψηφούσαν τον θάνατο μπρος σε μία ενδεχόμενη υποδούλωση…
Φυσικά, όπως συμβαίνει πάντα στην ιστορία μας, το σχέδιο της εξόδου διέρευσε από κάποιον καλοθελητή στον εχθρό, επικεφαλής του οποίου ήταν ο Κιουταχής.
Χιλιάδες Έλληνες σφαγιάστηκαν από το τουρκικό ταγάρι ενώ πολλοί επέλεξαν να τιναχθούν στον αέρα! Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Χρήστος Καψάλης, ο οποίος έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη του σπιτιού του, όπου είχαν συγκεντρωθεί τραυματίες, γέροντες και γυναικόπαιδα, όταν αυτό περικυκλώθηκε από Τούρκους.
Έτσι οι Πολιορκημένοι μεν Έλληνες παρέμειναν Ελεύθεροι μέχρι το τέλος, αρνούμενοι να σκύψουν το κεφάλι, γεγονός που αποτύπωσε πολύ ωραία ο Εθνικός μας ποιητής, Διονύσιος Σολωμός στο ομώνυμο έργο του. Ο υπέρμετρος ηρωισμός των Μεσολογγιτών ενέπνευσε πολλύς διανοούμενους σε όλη την Ευρώπη ενώ παράλληλα γέμισε με πείσμα και δύναμη όλους τους Έλληνες που συνέχισαν τον ιερό αγώνα τους με ακόμα μεγαλύτερο σθένος.
” (…) Στην πεισμωμένη μάχη
σφόδρα σκιρτούν μακριά πολύ τα πέλαγα κι οί βράχοι,
και τα γλυκοχαράματα, και μες στα μεσημέρια,
κι όταν θολώσουν τα νερά, κι όταν εβγούν τ’ αστέρια.
Φοβούνται γύρου τα νησιά, παρακαλούν καί κλαίνε,
κι οι ξένοι ναύκληροι μακριά πικραίνονται καί λένε:
“Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, σπαθί Τουρκιάς, μολύβι,
πέλαγο μέγα βράζ’ ο εχθρός προς το φτωχό καλύβι (…)
Ιδού, σεισμός καί βροντισμός, κι εβάστουναν ακόμα,
που ο κύκλος φθάνει ο φοβερός με τον αφρό στο στόμα·
κι εσκίστη αμέσως, κι έβαλε στης Μάνας τα ποδάρια,
της πείνας, του <μαρτύριου> τα λίγα απομεινάρια·
τ’ απομεινάρια ανέγγιαγα και κατατρομασμένα,
τα γόνατα και τα σπαθιά τα ‘ματοκυλισμένα». Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
Πηγή: pygmi.gr