Στον Πόντο ο Ιούλιος λεγόταν Χορτοθέρτς, γιατί ήταν ο μήνας του θερισμού των χόρτων έτσι έλεγαν:
«Έρθεν και ο Χορτοθέρτς. Έπαρ’ το καγάν’ (δρεπάνι) σο χερ’ τσ’ (χέρι σου)».
Στην Κερασούντα, Κοτύωρα, Τρίπολη, Χαλδία και Σάντα τον έλεγαν ο Χορτοθέρης, ενώ στην Τραπεζούντα Χορτοθέρ’ς, αλλά και Χορτοθέρης.
Στα Σούρμενα και στη Ματσούκα λεγόταν (Θερ’νός και στην Κρώμνη και με τα δύο ονόματα.
Θερ’νός μας παραδίδει και ο Φαίδων Κουκουλές ότι λεγότανε στον Πόντο, γράφοντας τα εξής: «Πόσον τούτο είναι ακριβές δεικνύει ότι κατά μεν τους βυζαντινούς χρόνους με τον θερισμόν σχετίζεται ο Ιούλιος, ο εν Πόντω Θερ’νός λεγόμενος».
Το όνομα Χορτοθέρης (Ιούλιος) παράγεται από το ουσιαστικό χόρτον και το ρήμα θερίζω. Από το όνομα αυτού του μήνα έχουμε και τα παράγωγα, το επίθετο χορτοθερέσιν, που σημαίνει αυτό που παράγεται κατά το μήνα Ιούλιο επίσης, το χορτοθέριν, που σημαίνει α) τόπος θερισμού, κατάλληλος για θέρισμα και β) τόπος θερισμένος.
Και όπως συνήθως το καθετί στην πατρίδα μας έδινε αφορμή για τραγούδι και για παροιμιώδεις φράσεις, έτσι έγινε και με τους μήνες, από τα ονόματα των οποίων φαίνεται και το ξεχωριστό χαρακτηριστικό του καθενός σχετικά με τις φυσικές του ενέργειες:
«Ο Μάρτ’ς μαραίν’ τα μάραντα, Απρίλτς τα μανουσάκια, ο Χορτοθέρτς τα χορτάρα κι Αύγουστον παλικάρα».
1) θέρισμα
Ο Ιούλιος λοιπόν ήταν ο μήνας του θερισμού.
Στο Βυζάντιο, όπως μαρτυρεί ο Φαίδων Κουκουλές, η πολιτεία, επειδή έδινε μεγάλη σημασία στο θερισμό για τη διατροφή του λαού, απαγόρευε με νόμο να οδηγούν αυτή την εποχή τους γεωργούς στα δικαστήρια, για να δικαστούν.
Στον Πόντο ο θερισμός έπαιρνε πανηγυρικό χαρακτήρα, όπως μαρτυρεί Δ. Κ. Παπαδόπουλος (Σταυριώτης). Κύριο όργανο του θερισμού ήταν το καγάν’ ή δρεπάν’ (το) και πιο σπάνια δερπάν’.
Στον Όφη το λέγανε δροπάν’ και στη Νικόπολη δερπάντιν, ένα μικρό δρεπάνι με μακρουλό χέρι.
Πιο σπάνια χρησιμοποιούσαν την κερεντή, ένα μεγάλο δρεπάνι με λαβή, με την οποία θέριζαν όρθιοι και συνήθως τη χρησιμοποιούσαν για χόρτα ή τριφύλλι.
Το θέρισμα, κατά το πλείστον, γινόταν από γυναίκες και νέες κοπέλες, που με πολλή χαρά και με τραγούδια θέριζαν, χωρισμένες σε ομάδες, από το βράδυ. Τα τμήματα που θέριζαν από τη μια άκρη ως την άλλη άκρη του χωραφιού τα λέγανε αμνούς. Όταν ο αμνός άρχιζε με μεγάλο πλάστη συνέχεια στένευε και τελείωνε σε γωνία, λεγόταν ξιφάρ’.
Οι θεριστές και οι θερίστριες κρατούσαν με το δεξί χέρι το δρεπάνι, ενώ με το αριστερό τα στάχυα που κόβανε, ώσπου να συμπληρωθεί ένα χερόβολο. Δύο – τρία χερόβολα έκαναν ένα δεμάτ’ (δεμάτι) κι αυτά τα μάζευαν όλα και σχημάτιζαν τα θεμώνια (θημωνιές).
Καθώς παρατηρούσαν τις κοπέλες να θερίζουν σι Πόντιοι, επαινούσαν την αγαπημένη τους τραγουδώντας:
«Σον Αϊ-Λίαν αφκακέσ’ θερίζ’ τ’ εμόν τ’ αρνόπον
και ντ’ έμορφα και νόστιμα κρατεί το καγανόπον».
Όταν άρχιζε το θέρισμα, έστηναν όρθιο το πρώτο δεμάτι, κι αυτός που το έκανε αυτό ευχόταν καλή αρχή, ενώ οι άλλοι θεριστές απαντούσαν άμποτε και τον χρόνου.
Όταν τελείωνε με το καλό ο θερισμός, κρεμούσαν μπρος στην πόρτα τους το αποθέρ’, δηλ. ένα δεμάτι στάχυα με καρπούς, καλλιτεχνικά δεμένο, ενώ ο ιδιοκτήτης του χωραφιού φιλοδωρούσε τη θερίστρια, που πρώτη έβαζε μπρος στα πόδια του το πρώτο χερόβολο.
Ο λαός δεν άφηνε ασχολίαστη κι αυτή την παρουσία του ιδιοκτήτη στο χωράφι την ώρα του θερισμού, κι έτσι έγινε το τραγούδι:
«Θερίστ’ αργάτ’ θερίστ’ αργάτ’, θα σπάζω την κοσσάραν
κι αν ‘κι τελείται το χωράφ’, θα σπάζω την κασκάραν»
2) Αλώνισμα
Οι γυναίκες, όταν τελείωνε το θέρισμα, φορτώνονταν τα δεμάτια, αφού τα έκαναν σαλάκα και τα πήγαιναν στ’ αλώνια, εκεί όπου θα γινόταν το αλώνισμα.
Το αλώνιν, έτσι λεγόταν στην Κερασούντα, Οινόη (Ούνγια), Νικόπολη, Τρίπολη, αλών’ στα Κοτύωρα (Ορντού), Τραπεζούντα, Χαλδία, και αλώνιν ή αλώνι στη Νικόπολη.
Το αλώνι ήταν ένας συμπαγής κυκλικός χώρος που τον γάνωναν, δηλ. άλειφαν με χώμα ή πηλό το έδαφος, το έβρεχαν και μετά πατούσαν καλά την επιφάνειά του με μια πέτρα κυλινδρική, το κυλίντρ’.
Αφού τα ετοίμαζαν όλα, οι γεωργοί έλεγαν, εκρέμ’σα σ’ αλών’, δηλ. άπλωσα τα στάχυα στο αλώνι για αλώνισμα.
Συνήθως το αλώνισμα γινόταν με βόδια, όπως φαίνεται κι από τη φράση τα καλά τα βούδα αγλήγορα κόφ’νε τ’ αλών’.
Στα βόδια περνούσαν το αλωνοζύγονον (Χαλδία), δηλ. τον ειδικό ζυγό για το αλώνισμα, για να σύρουν από πίσω τους τα δουκάνια ή το τυκάν’ (Τραπεζούντα), τουκάνιν (Κερασούντα), τουκάν’ (Κοτύωρα), Σάντα, Τραπεζούντα, Χαλδία), τοκάν’ (Χαλδία). Η λέξη παράγεται από το τυκάνιον, που προέρχεται από το αρχαίο ουσιαστικό η τυκάνη.
Το τυκάν’ ή τα δουκάνα απαρτιζόταν από δύο παράλληλα χοντρά σανίδια ενωμένα, που έφεραν από την κάτω επιφάνεια σφηνωμένους αιχμηρούς πυριτόλιθους ή κοφτερές σιδερένιες λάμες (βλ. «Λαογραφικά Λαραχανής», σελ. 22), για να χωριστεί ο καρπός από τα στάχυα.
Με τον ίδιο τρόπο άλλωστε οι χωρικοί αλώνιζαν και στην περίοδο της γερμανικής κατοχής σε χωριά της Μακεδονίας και αλλού. Για να ενισχύσουν μάλιστα το βάρος επάνω στο τυκάν’, ώστε να γίνει πιο εύκολος ο χωρισμός ου καρπού, τοποθετούσαν επάνω του κάποιο παιδί, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα διασκεδαστική για τα παιδιά, ιδίως αν τους έδιναν στο χέρι το βουκέντρ’ (=ραβδί που κέντριζαν τα βόδια) και τα κερατίδια (= το σχοινί που δένουν στα κέρατα του βοδιού για να το οδηγούν), για να κρατούν τα ζώα. Καθώς οι γεωργοί αλώνιζαν, προέτρεπαν τα ζώα με διάφορα επιφωνήματα, ώσπου να τελειώσουν το αλώνισμα.
Στη συνέχεια γινόταν το βόρισμαν ή ιβόρισμα, ή εβόριγμαν (Ματσούκα) από το ρήμα βορίζω, που παράγεται από το ουσιαστικό βορέας. Περίμεναν δηλαδή να φυσήξει ο αέρας, οπότε και άρχιζαν το λίχνισμα με το αλωνίφταρον, το ειδικό ξύλινο φτυάρι για το αλώνισμα. Σήκωναν δηλαδή το γέννημα ψηλά στον αέρα, για να ξεχωρίσει ο καρπός από τα άχυρα και για το σκοπό αυτό είχανε κι άλλο εργαλείο, το δίκρανο με δύο δόντια ή χείλη που το λέγανε λεχμετέρ’ καθώς ιβόριζαν μάλιστα, παρακαλούσαν τον αέρα να φυσήξει, για να τελειώσουν τη δουλειά τους, τάζοντάς του ότι θα του φτιάξουν ψωμάκι. «Φύσα αέρα, φύσα, θα ευτάμε σε κολοθόπον».
Οι πατέρες μας, θυμόσοφοι όπως ήταν, έλεγαν για κείνους που ανακινούσαν παλιές και ξεχασμένες υποθέσεις ή χρέη παλαιά αχύρα εβορίζ’.
Στη συνέχεια με το αλωνοκόσκινον συνέχιζαν το χώρισμα καρπού από άχυρα. Στο Σταυρί το λέγανε και αχυροκόσκινον ή λωροκόσκινον (=κόσκινο από λεπτές λωρίδες δέρματος σε διατακτική πλέξη).
Μετά έκαναν το τεπούρισμαν με το τεπούρ’, δηλ. ξύλινο μονοκόμματο τον οποίο καθάριζαν τον καρπό από τις πέτρες και τον άγριο βίκο.
Τον καρπό τέλος τον μετρούσαν με το κότ’ ή χοινίκ’ (χοίνιξ), που ήταν μέτρο χωρητικότητας (10-12 οκάδες), και στη συνέχεια έβγαζαν το σπόρο για τη νέα χρονιά, ενώ το υπόλοιπο μέρος το αποθήκευαν στα αμπάρια το και το άχυρο το μετέφεραν σο αχερών’ (στον αχυρώνα τους).
Τα αλώνια, συνήθως, του κάθε χωριού ήταν συγκεντρωμένα σ’ έναν τόπο που τον έλεγαν αλωνοτόπιν (πρβλ. Χαλδία). Ίσως έτσι η δύσκολη δουλειά του αλωνίσματος και ιβορίσματος να γινόταν πιο ευχάριστη, όταν έβλεπαν και γύρω τους άλλους συγχωριανούς τους.
Στις 20 Ιουλίου και στον Πόντο γιόρταζαν, όπως και στην άλλη Ελλάδα, τον Αι-Λιά, δηλ. τον Προφήτη Ηλία, μια γιορτή που είχε σχέση με τα στάχυα. Την μέρα της γιορτής αυτής οι γυναίκες, πηγαίνοντας στην εκκλησία, έδεναν στα κεφάλια ή σε άλλα μέρη του σώματός τους, όπου είχα πόνους, στάχυα. Μετά τη Μεγάλη Είσοδο στη διάρκεια της θείας λειτουργίας, έκοβαν τα στάχυα, πιστεύοντας ότι θα τους κοπεί και ο πόνος.
Η Άλκη Κυριακίδου Νέστορος γράψει σχετικά: «Εδώ το μέσο είναι τα στάχυα. Η χάρη του άγιου μεταδίνεται σ’ αυτά, επειδή οι γυναίκες τα φορούν στη γιορτή του και μέσα στην εκκλησία του. Και τα στάχυα πάλι, με τη σειρά τους, μεταδίνουν τη χάρη του άγιου στις γυναίκες με την άμεση επαφή που έχουν με το σώμα τους. Για να κοπεί τώρα ο πόνος, κόβουν τα στάχυα μιαν ορισμένη στιγμή. Αυτή η πράξη είναι αυτό που λέμε αναλογική μαγεία: όπως κόβω τα στάχυα, έτσι να κοπεί ο πόνος μου».
3) Αργατία
Εκείνο όμως που είναι συγκινητικό και χαρακτηριστικό των προγόνων μας, είναι η αλληλεγγύη, η αγάπη και η συμπαράσταση προς τον πάσχοντα, τον ορφανό, τη χήρα. Έτσι, αν δεν μπορούσε κάποιος να θερίσει ή να αλωνίσει, δουλειές που δεν περιμένουν, γιατί υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος της πυρκαγιάς ή της καταιγίδας, τότε συγκεντρώνονταν πολλοί και χωρίς αμοιβή πήγαιναν και δούλευαν με χαρά, ώσπου να τελειώσουν τις δουλειές και αυτού που είχε την ανάγκη. Την προσφορά αυτή τη λέγανε αργατία.
Επίσης, για να δείξουν το σεβασμό και την τιμή προς τους προύχοντες του τόπου, σχημάτιζαν την τρανόν αργατίαν, η οποία και έπαιρνε πανηγυρικό χαρακτήρα.
Αλήθεια, στη σημερνή εποχή που όλα έχουν βιομηχανοποιηθεί, μπορεί κανείς να συλλάβει την κραυγή των πατέρων μας «φύσα αέρα, φύσα αέρα, θα ευτάμε σε κολοθόπον;». Κι όταν φυσούσε, πάλι αναφωνούσαν: «Ωωχ! Κολόθ’, κολόθ’», (ωχ! ψωμάκι, ψωμάκι) δηλ. θα γίνει πιο μεγάλο ακόμη το ψωμί. Τα χρόνια έρχονται και περνούν, όμως το ψωμί ως τώρα είναι το ευλογημένο ψωμί, κι ακόμη ευλογημένοι είναι και θα είναι αυτοί που κοπιάζουν για να μας το προσφέρουν, έστω και με τα σύγχρονα τεχνικά μέσα, γιατί ο ψωμί έμεινε ψωμί και τίποτα στο διάβα των αιώνων δεν το έχει αντικαταστήσει.
Πηγή: e-istoria.com