Ο Ρήγας Βελεστινλής ή Ρήγας Φεραίος γεννήθηκε το 1757, υπήρξε εθνομάρτυρας και πρόδρομος της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και δολοφονήθηκε στο Βελιγράδι στις 24 Ιουνίου 1798.
Ήταν συγγραφέας, πολιτικός στοχαστής και επαναστάτης. Ο ίδιος υπέγραφε ως «Ρήγας Βελεστινλής» ή «Ρήγας ο Θεσσαλός» και ουδέποτε «Φεραίος», κάτι που ίσως να είναι δημιούργημα μεταγενέστερων λογίων.
Γεννήθηκε στο Βελεστίνο, τις αρχαίες Φερές, το 1757, από εύπορη οικογένεια. Από τη νεανική του ζωή τα μόνα γνωστά είναι ότι ο πατέρας του ονομαζόταν Γεώργιος Κυριαζής (ο παππούς του Κωνσταντίνος Κυριαζής ή Κυρατζής από το Περιβόλι Γρεβενών εγκαταστάθηκε στο Βελεστίνο που είχε μεταβληθεί σε περιβολιώτικη παροικία στις αρχές του 18ου αιώνα), ενώ η μητέρα του ονομαζόταν Μαρία και φέρεται πως είχε μία αδελφή, την Ασήμω. Ο Φραγκίσκος Πουκεβίλ αναφέρει πως είχε και έναν αδελφό, τον Κωστή, ο οποίος μάλιστα συμμετείχε στην Επανάσταση του 1821. Η οικογένειά του υπήρξε από τα θύματα της τουρκικής μανίας. Από αυτούς διασώθηκαν μόνο η μητέρα του με τον αδερφό του και μεταφέρθηκαν στη Βλαχία, όπου συντηρούνταν από τον Ρήγα.
Ο Ρήγας συνελήφθη στην Τεργέστη την 1η Δεκεμβρίου 1797 μαζί με τον Χριστόφορο Περραιβό. Κατόπιν οδηγήθηκε στη Βιέννη, στις 14 Φεβρουαρίου 1798, όπου ανακρίθηκε μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους του. Ο Ρήγας (41 ετών) και οι επτά σύντροφοί του που ανήκαν στην ίδια κατηγορία –ο Ευστράτιος Αργέντης (31 ετών, έμπορος από τη Χίο), ο Δημήτριος Νικολίδης (32 ετών, γιατρός από τα Ιωάννινα), ο Αντώνιος Κορωνιός (27 ετών, έμπορος και λόγιος από τη Χίο), ο Ιωάννης Καρατζάς (31 ετών, λόγιος από τη Λευκωσία), ο Θεοχάρης Γεωργίου Τουρούντζιας (22 ετών, έμπορος από την Σιάτιστα), ο Ιωάννης Εμμανουήλ (24 ετών, φοιτητής της Ιατρικής από την Καστοριά) και ο Παναγιώτης Εμμανουήλ (22 ετών, αδερφός του προηγούμενου και υπάλληλος του Αργέντη)– συνοδεία των αυστριακών Αρχών παραδόθηκαν στις 10 Μαΐου 1798 στους Τούρκους του Βελιγραδίου και φυλακίστηκαν στον πύργο του παραποτάμιου φρουρίου Νεμπόισα.
Ως πότε παλικάρια, να ζούμε στα στενά,
μονάχοι σα λιοντάρια, σταις ράχαις στα βουνά;
Σπηλιαίς να κατοικούμε, να βλέπωμε κλαδιά,
να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμο, για τη πικρή σκλαβιά;
Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς;
Καλλιώναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνοι, σκλαβιά και φυλακή.