Ένα από τα σημαντικότερα ποιήματα του μεγάλου μας ποιητή Γιάννη Ρίτσου είναι ο Επιτάφιος.Τι ήταν αυτό που τον ώθησε να γράψει αυτό το ποίημα;
Ο Γιάννης Ρίτσος πιάνει την πέννα του και γράφει για μια μάνα που θρηνεί το σκοτωμένο γιο της, πάνω στο άψυχο κορμί του, κι ενώ γύρω της περνούσαν αδιάφοροι διαδηλωτές και όργανα της τάξης!
Τον Μάιο του 1936 στη Θεσσαλονίκη γίνονται απεργίες και πορείες με αιματηρή κατάληξη. Ο πρώτος από τους δώδεκα διαδηλωτές που έπεσαν νεκροί από τα πυρά των χωροφυλάκων είναι ο 25χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης από το Ασβεστοχώρι. Η φωτογραφία που δημοσιεύεται στο «Ριζοσπάστη» την επόμενη ημέρα είναι συγκλονιστική: Ο νεκρός βρίσκεται ξαπλωμένος σε μια ξύλινη πόρτα που είχε ξηλωθεί από κάποια οικοδομή. Η μητέρα του, Κατίνα Τούση, ντυμένη στα μαύρα μοιρολογάει το παιδί της ενώ γύρω της περνούν χωροφύλακες και διαδηλωτές.
Ο Γιάννης Ρίτσος βλέποντας τη φωτογραφία της μάνας του νέου να θρηνεί πάνω από το άψυχο σώμα του παιδιού της έγραψε τον «Επιτάφιο».
Η φωτογραφία-ντοκουμέντο, με τη μάνα του Τάσου Τούση να θρηνεί πάνω από το πτώμα του γιου της!.. Αυτή τη σκηνή είδε ο Γιάννης Ρίτσος και έγραψε τον “Επιτάφιό” του!
Διαβάστε απόσπασμα από το ποίημα
Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
πως κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;
Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Που μάντευες τι πέρναγα κάτου απ’ το τσίνορό μου,
τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;
Μαλλιά σγουρά που πάνω τους τα δάχτυλα περνούσα
τις νύχτες που κοιμόσουνα και πλάϊ σου ξαγρυπνούσα,
Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο και κοντυλογραμμένο,
καμάρα που το βλέμμα μου κούρνιαζε αναπαμένο,
Μάτια γλαρά που μέσα τους αντίφεγγαν τα μάκρη
πρωινού ουρανού, και πάσκιζα μην τα θαμπώσει δάκρυ,
Χείλι μου μοσκομύριστο που ως λάλαγες ανθίζαν
λιθάρια και ξερόδεντρα κι αηδόνια φτερουγίζαν,
Σήκω, γλυκέ μου, αργήσαμε ψηλώνει ο ήλιος έλα,
και το φαγάκι σου έρημο θα κρύωσε στην πιατέλα.
Η μπλε σου η μπλούζα της δουλειάς στην πόρτα κρεμασμένη
θα καρτεράει τη σάρκα σου τη μαρμαρογλυμμένη.
Θα καρτεράει το κρύο νερό το δροσερό σου στόμα,
θα καρτεράει τα χνώτα σου τ ασβεστωμένο δώμα.
Θα καρτεράει κ η γάτα μας στα πόδια σου να παίξει
κι ο ήλιος αργός θα καρτερά στα μάτια σου να φέξει.
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιε που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δεν φτάνουν τα χαλίκια
Και μου ‘λεγες πως όλ’ αυτά τα ωραία θα ειν’ δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε το φέγγος κι η φωτιά μας.
Ο ” Επιτάφιος” μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη και θεωρείται η σημαντικότερη ίσως στιγμή στην ιστορία του Ελληνικού τραγουδιού, με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση στην ερμηνεία…
Ο Γιάννης Ρίτσος είχε στείλει την επανέκδοση του Επιταφίου στο μεγάλο μας συνθέτη, όσο ο τελευταίος βρισκόταν στο Παρίσι. Στην αφιέρωση έγραφε «το βιβλίο τούτο κάηκε από τον Μεταξά το 1938 κάτω από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός». Το 1960 ηχογραφήθηκαν οι μελοποιημένοι στίχοι στην Αθήνα, παρουσία του συνθέτη.
Ακούστε τον μελοποιημένο Επιτάφιο και δείτε την φωτογραφία ντοκουμέντο…