Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιώργος Προβόπουλος, κατά την αρχική του τοποθέτηση στην επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων τη Βουλής, ξεκαθάρισε, ότι: Όλες οι καταθέσεις στην Ελλάδα είναι απολύτως προστατευμένες, σύμφωνα με το Μνημόνιο.
Παράλληλα τόνισε πως το τραπεζικό σύστημα «επιβίωσε από φοβερή θύελλα», «αναδιατάσσεται», «ισχυροποιείται» και «θα είναι ικανό να χρηματοδοτήσει την ανάκαμψη της χώρας».
Σε μερικούς μήνες, όπως είπε, το τραπεζικό σύστημα θα αποτελείται από ένα μικρότερο – σε σχέση με το σημείο έναρξης της κρίσης – αριθμό τραπεζών, ισχυρών και καλά κεφαλαιοποιημένων. Ως εκ τούτου, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα αναδιατάσσεται και γίνεται πιο αποτελεσματικό, καθώς εξαλείφεται η πλεονάζουσα δυναμικότητα και αξιοποιούνται οι συνέργειες και οι οικονομίες κλίμακας. Ισχυροποιείται και αποκτά ικανοποιητική κεφαλαιακή επάρκεια. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, αφού επιβίωσε από αυτή τη φοβερή θύελλα, αναδύεται ισχυρότερο και, ως εκ τούτου, θα είναι ικανό να χρηματοδοτήσει την ανάκαμψη της χώρας.
Τι είπε για με τις εξελίξεις στις τράπεζες Εθνική και Eurobank
Ο κεντρικός τραπεζίτης εξήγησε ότι το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής σταθερότητας «θα καλύψει – σε όποιο βαθμό απαιτηθεί – τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου. Τα απαιτούμενα για το σκοπό αυτό κεφάλαια αποτελούν τμήμα των 50 δισεκ. ευρώ που έχουν εγκριθεί, στο πλαίσιο του προγράμματος χρηματοπιστωτικής βοήθειας, ειδικά για την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού τομέα. Στη συνέχεια, το ΤΧΣ, ως ο νέος κύριος μέτοχος των δύο τραπεζών, θα αποφασίσει, στη βάση του δημοσίου συμφέροντος, για την πορεία της συγχώνευσης των δύο τραπεζών».
Επιπροσθέτως, ο κ. Προβόπουλος απάντησε και στις κατηγορίες που δέχθηκε τόσο από την εγχώρια όσο και από την κυπριακή πολιτική σκηνή περί μη χρηματοδότησης των Κυπριακών τραπεζών από την ΤτΕ λέγοντας μεταξύ άλλων ότι « Η έκτακτη χρηματοδότηση παρέχεται, σύμφωνα με πάγια πρακτική του Ευρωσυστήματος, από την κεντρική τράπεζα κάθε χώρας σε τράπεζες που έχουν την έδρα τους στη χώρα αυτή».
Αναλυτικά, η αρχική τοποθέτηση του διοικητή της ΤτΕ έχει ως εξής:
«Θα ήθελα κατ’ αρχάς να σας ενημερώσω συνοπτικά, πρώτον, για τη στάση της Τράπεζας της Ελλάδος στη διαδικασία μεταφοράς του ενεργητικού και του παθητικού των εν Ελλάδι υποκαταστημάτων των Κυπριακών Τραπεζών σε εγχώρια τράπεζα και, δεύτερον, για τις ενέργειες στις οποίες έχει προβεί η Τράπεζα της Ελλάδος για την προστασία του εγχώριου τραπεζικού συστήματος.
Χρηματοδότηση των Καταστημάτων των Κυπριακών Τραπεζών στην Ελλάδα
Σε συνάντηση που είχα στην Αθήνα στις 24 Μαΐου 2012 με τον Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου κ. Παν. Δημητριάδη και τον Υποδιοικητή κ. Σπυρ. Σταυρινάκη μου ετέθη το θέμα της θυγατρικοποίησης των δραστηριοτήτων των εν Ελλάδι καταστημάτων της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής Τράπεζας. Είχα τότε αποδεχθεί κατ αρχήν το αίτημα, υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι θα γινόταν προηγουμένως διαγνωστική άσκηση για τα χαρτοφυλάκια δανείων των καταστημάτων, αντίστοιχη με αυτή που είχε διεξαχθεί για τις ελληνικές τράπεζες από τη BlackRock, θα σχηματίζονταν οι αναγκαίες προβλέψεις και θα τοποθετούνταν τα αναγκαία κεφάλαια.
Στη συνάντηση εκείνη, ερωτηθείς αν η ανακεφαλαιοποίηση των θυγατρικών θα μπορούσε να γίνει με πόρους από το πακέτο των 50 δις ευρώ, είχα απαντήσει ότι το ελληνικό πρόγραμμα είχε περιλάβει μόνο τράπεζες της Ελλάδος και όχι καταστήματα ξένων τραπεζών. Εάν επρόκειτο να αλλάξει κάτι, εν προκειμένω να διευρυνθεί το πακέτο των 50 δις ευρώ, θα έπρεπε να συναινέσει η τρόικα, ουσιαστικά να το εγκρίνουν το Eurogroup και το ΔΝΤ, δεδομένου ότι οι διατιθέμενοι πόροι ήταν αυστηρά προσδιορισμένοι.
Θα προσθέσω εδώ ότι μετά το Μάϊο του 2012, η διοίκηση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου δεν επανήλθε. Όπως όμως γνωρίζουμε σήμερα, η μεταβίβαση στην Τράπεζα Πειραιώς των εν Ελλάδι δραστηριοτήτων των Κυπριακών υποκαταστημάτων θα χρηματοδοτηθεί εν μέρει με συμβολή του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Η συμβολή όμως αυτή θα «ουδετεροποιηθεί», δηλαδή δεν θα επιβαρύνει το λόγο δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ της Ελλάδος, σύμφωνα με τις αποφάσεις του Eurogroup.
Όσον αφορά κάποια ατυχή σχόλια για την μη παροχή έκτακτης χρηματοδότησης (Emergency Liquidity Assistance – ELA) από την Τράπεζα της Ελλάδος στις Κυπριακές τράπεζες, διευκρινίζονται τα ακόλουθα:
α. Η έκτακτη χρηματοδότηση παρέχεται, σύμφωνα με πάγια πρακτική του Ευρωσυστήματος, από την κεντρική τράπεζα κάθε χώρας σε τράπεζες που έχουν την έδρα τους στη χώρα αυτή.
β. Δεδομένου ότι το ELA βαρύνει με κινδύνους την ίδια την κεντρική τράπεζα και το Δημόσιο της χώρας που το δίνει (στο βαθμό που καλύπτεται από κρατική εγγύηση), δεν θα μπορούσε να παρασχεθεί σε υποκαταστήματα ξένων τραπεζών (όπως ήταν η CPB, η Τράπεζα Κύπρου και η Ελληνική Τράπεζα, που λειτουργούσαν ως υποκαταστήματα των αντίστοιχων κυπριακών τραπεζών και εποπτεύονταν από την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου). Τα υποκαταστήματα των ξένων τραπεζών καλύπτουν τις χρηματοδοτικές τους ανάγκες από την κεντρική τράπεζα της χώρας προέλευσης (στη συγκεκριμένη περίπτωση από την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου), που τα εποπτεύει.
γ. Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν είναι κατ’ αρχήν υποχρεωμένη να παράσχει ELA ούτε σε θυγατρικές ξένων τραπεζών. Στο παρελθόν με δυσκολία συγκατατέθηκε σε περιορισμένη χορήγηση ELA σε τέτοιες θυγατρικές, προκειμένου οι τελευταίες να αναζητήσουν χρηματοδότηση από τις μητρικές τους εταιρίες. Κι αυτό για να περιοριστούν οι κίνδυνοι για την Ελληνική Δημοκρατία, δηλαδή οι κίνδυνοι για τον Έλληνα φορολογούμενο.
δ. Η Τράπεζα της Ελλάδος έδωσε πάντως τη ζητηθείσα έκτακτη χρηματοδότηση σε θυγατρική κυπριακής τράπεζας (Επενδυτική Τράπεζα) που έχει έδρα στην Ελλάδα, όταν παρουσιάστηκε αδυναμία εύρεσης ρευστότητας από την μητρική της τράπεζα (CPB Κύπρου).
ε. Εν κατακλείδι, είναι σημαντικό να γίνει κατανοητή η διάκριση μεταξύ, πρώτον, θυγατρικής, η οποία είναι νομικό πρόσωπο με έδρα στη χώρα και μπορεί να λάβει έκτακτη χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα της χώρας υποδοχής, εφόσον αδυνατεί να τη χρηματοδοτήσει η μητρική της και, δεύτερον, υποκαταστήματος, το οποίο δεν αποτελεί νομικό πρόσωπο στη χώρα υποδοχής που δραστηριοποιείται και επομένως δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να λάβει έκτακτη χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα της χώρας αυτής».