Το κυνήγι μαγισσών και η καταδίκη τους, είναι ένα γλαφυρό παράδειγμα, που δείχνει τους κινδύνους που κρύβει ο θρησκευτικός φανατισμός και οι ψευδείς κατηγορίες. H δίκη των μαγισσών του Σάλεμ είναι ένα περιβόητο περιστατικό της αποικιακής ιστορίας των Ηνωμένων Πολιτειών.
Μ’ αυτόν τον τρόπο οδηγήθηκαν στην καταδίκη και εκτέλεση κάτοικοι του χωριού Σάλεμ στη Μασαχουσέτη το 1692 με την κατηγορία της μαγείας. Αποτελώντας μια νοητή “συνέχεια” των κυνηγιών μαγισσών της μεσαιωνικής Ευρώπης.
Αν και το γεγονός έχει μείνει στην ιστορία μνημονεύοντας τις μάγισσες του Σάλεμ, οι ακροαματικές διαδικασίες έλαβαν χώρα σε διαδοχικές πόλεις της επαρχίας της Μασαχουσέτης: Σάλεμ Βίλατζ, Σάλεμ Τάουν, Ίπσουιτς, Άντοβερ, Βοστώνη και Τσαρλστάουν.
Το χειμώνα του 1692, 200 περίπου χρόνια μετά την έναρξη του κυνηγιού των μαγισσών στην Ευρώπη και την έκδοση του Malleus Maleficarum, η Ελίζαμπεθ Πάρις (Μπέτι), 9 ετών, και η Άμπιγκεϊλ Ουίλιαμς, 11 ετών, άρχισαν να παρουσιάζουν περίεργα συμπτώματα, τα οποία κανείς γιατρός δεν μπορούσε να εξηγήσει, μέχρι που ένας εξ αυτών, o Γουίλιαμ Γκριγκς, απεφάνθη ότι τα κορίτσια ήταν δαιμονισμένα.
Τα συμπτώματα περιλάμβαναν κραυγές, βλασφημίες, σπασμούς, μυστήριες επικλήσεις και κατάσταση έκστασης και σύντομα παρατηρήθηκαν και σε άλλα κορίτσια της πόλης. Έτσι ο αιδεσιμότατος Σάμιουελ Πάρις, πατέρας της Μπέτι, ζήτησε βοήθεια και από γειτονικές πόλεις, ενώ και οι υπόλοιποι κάτοικοι της πόλης άρχισαν να πιέζουν τα κορίτσια να κατονομάσουν τους ανθρώπους που καταπιάνονταν με “έργα του Διαβόλου”.
Από εκεί και πέρα θα ξεκινήσει μια μανία καταδίωξης στο Σάλεμ εναντίον πιθανών ατόμων που ασχολούνταν με τη μαγεία. Οι πρώτες γυναίκες για τις οποίες βγήκε ένταλμα σύλληψης στις 29 Φεβρουαρίου 1692 ήταν η Τιτούμπα, η Σάρα Γκουντ και η Σάρα Όσμπορν. Η Σάρα Γκουντ ήταν επαίτης, κόρη ενός Γάλλου ξενοδόχου, που αυτοκτόνησε όταν η ίδια ήταν έφηβη ακόμα. Η Σάρα Όσμπορν ήταν μία κατάκοιτη ηλικιωμένη, η οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν εκκλησιαζόταν και είχε νομικές αντιμαχίες με την οικογένεια Πάτναμ.
Οι τρεις αυτές γυναίκες κατηγορήθηκαν για μαγεία και την 1η Μαρτίου οδηγήθηκαν στη φυλακή.
Η Τιτούμπα, αν και ήταν η πρώτη που ομολόγησε ότι συνεργάστηκε με το Σατανά, δεν εκτελέστηκε ως “μισητή μάγισσα”, αλλά παρέμεινε στη φυλακή για δεκατρείς μήνες. Τελικά αποφυλακίστηκε, όταν ένα άγνωστο πρόσωπο πλήρωσε το αντίτιμο για την αποφυλάκισή της και την πήρε μακριά από το χωριό. Δεν υπάρχει κάτι σχετικό για τη ζωή της εκτός του Σάλεμ.
Η Αν Πάτναμ, 12 χρονών κατά τις δίκες του Σάλεμ, ήταν από τα πρώτα κορίτσια που εκδήλωσαν συμπτώματα παρόμοια με την Ελίζαμπεθ Πάρις και την Άμπιγκεϊλ Γουίλιαμς, κατηγορώντας στη συνέχεια για μαγεία κατοίκους του χωριού και με τη μαρτυρία της καταδίκασε πολλούς από τους συλληφθέντες.
Ωστόσο, διαφοροποιήθηκε από τις υπόλοιπες κοπέλες, καθώς ήταν η μόνη που 14 χρόνια αργότερα παραδέχτηκε ενώπιον του εκκλησιάσματος της πόλης και μετά από έγγραφη μεταμέλεια προς τον τότε πάστορα, ότι είχε πει ψέματα κατά τις δίκες του 1692, “παρασυρμένη από το Σατανά”.
Η Σάρα Γκουντ, μια από τις πρώτες τρεις γυναίκες που κατηγορήθηκαν για μαγεία, αρνούνταν συνεχώς την ενοχή της, ενώ ο αιδεσιμότατος Νίκολας Νόις την πίεζε να ομολογήσει, δηλώνοντας ότι ήταν πράγματι μια μάγισσα. Ο αιδεσιμότατος αργότερα μετανόησε για την συμμετοχή του στις δίκες του 1692 και έκανε ό,τι μπορούσε για να βοηθήσει τις οικογένειες όσων είχαν καταδικαστεί και εκτελεστεί.
Ωστόσο, τα τελευταία λόγια της Σάρα Γκουντ κατά τραγική ειρωνεία προέβλεψαν το θάνατό του: “Όσο είμαι εγώ μάγισσα, άλλο τόσο είσαι μάγος κι εσύ. Αν μου πάρεις τη ζωή, ο Θεός να δώσει να πιεις αίμα”.
25 χρόνια αργότερα, ο αιδεσιμότατος λέγεται ότι πέθανε από εσωτερική αιμορραγία, καθώς πνίγηκε στο ίδιο του το αίμα.
Μετά τη διάλυση του δικαστηρίου από τον κυβερνήτη Φιπς, ο δικαστής Γουίλιαμ Στάουτον ακολούθησε πολιτική σταδιοδρομία με επιτυχία και ποτέ δεν μετανόησε ή απολογήθηκε για το ρόλο που διαδραμάτισε στις δίκες του Σάλεμ.