Φεβρουάριος: Μικρός, Κουτσός, Φλιάρης, Γκουζούκης και Κούντουρον (ποντ.κοντή+ουρά), Φλεβάρης που προέρχεται από τις «φλέβες», δηλαδή τα υπόγεια νερά που αναβλύζουν στη διάρκειά του από τις πολλές βροχές. Γιατί όμως έχει μόνο 28 ημέρες και κάθε τέσσερα χρόνια 29;
Όλα άρχισαν το 46 π.χ. επί Ιουλίου Καίσαρα. Όταν επέστρεψε θριαμβευτής στη Ρώμη το 46 π.Χ., ανάμεσα στα θέματα τα οποία έπρεπε να ρυθμίσει ήταν και η μέτρηση του χρόνου. Ως τότε οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν ένα ημερολογιακό σύστημα που είχε μεν 12 μήνες, αλλά στο οποίο από καιρού εις καιρόν έπρεπε να προστίθενται ημέρες ή και μήνες έτσι ώστε αυτό να διατηρείται σε συμφωνία με τις εποχές. Την ευθύνη για την παρεμβολή των ημερών είχαν οι ιερείς.
Αυτοί όμως προκειμένου να παραμείνουν στην εξουσία οι ευνοούμενοί τους συγκλητικοί, για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, αύξαναν τις ημέρες του έτους και άλλοτε το μείωναν ώστε να τελειώνει γρήγορα η θητεία των αντιπάλων τους, είχαν καταστήσει το υπάρχον ημερολογιακό σύστημα μη λειτουργικό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το έτος 46 π.Χ. διήρκεσε 445 ημέρες, δεδομένου ότι αναγκάστηκαν να προστεθούν τόσες ημέρες ώστε αυτό να ευθυγραμμιστεί με την εαρινή ισημερία. Ο Καίσαρ ονόμασε αυτό το έτος ultimus annus confusionis (τελευταίο έτος σύγχυσης) και κάλεσε τους καλύτερους φιλοσόφους και μαθηματικούς της εποχής προκειμένου να δημιουργηθεί το νέο ημερολόγιο.
Στο βιβλίο του David Edwin Duncan «Καλαντάρι» (εκδόσεις Ενάλιος) αναφέρεται ότι ανάμεσα στους προσκεκλημένους του αυτοκράτορα ήταν και ο Σωσιγένης, αλεξανδρινός αστρονόμος, τον οποίο ο Καίσαρ είχε γνωρίσει στο παλάτι της Κλεοπάτρας και με τον οποίο είχε συζητήσει τις πιθανές μετατροπές του ημερολογιακού συστήματος.
Μετά από εισήγηση του Σωσιγένη αποφασίστηκε να υιοθετηθεί το ημερολόγιο του Πτολεμαίου Γ’, σύμφωνα με το οποίο ένα έτος 365 ημερών ίσχυε για τρία χρόνια και στη συνέχεια υπήρχε ένα έτος με 366 ημέρες. Και ενώ όλα τα προβλήματα φάνηκαν να λύνονται, δημιουργήθηκαν καινούργια όταν έπρεπε να δοθούν ονόματα στους μήνες.
Ο πρώτος μήνας του έτους ήταν ο Μάρτιος, αφιερωμένος στον θεό του πολέμου, ο οποίος όμως συμβόλιζε και τις δυνάμεις της φύσης. Έτσι μια σειρά από γιορτές αφιερωμένες σε αυτόν ήταν προγραμματισμένες για να γιορταστεί ο ερχομός της άνοιξης. Προφανώς ο πρώτος μήνας του έτους δεν μπορούσε παρά να έχει 31 ημέρες.
Ο δεύτερος μήνας ονομάστηκε Απρίλιος από το aperire (ανοίγω) προκειμένου να συμβολίσει την έξοδο των φυτών από τη γη και αφιερώθηκε στην Αφροδίτη. Μετά από πολλές διαφωνίες αποφασίστηκε να αποτελείται από 30 ημέρες. Η εναλλαγή των 31 ημερών με 30 συνεχίστηκε για τους μήνες Μάιο και Ιούνιο, οι οποίοι αφιερώθηκαν στις θεές Μαία και Ήρα αντίστοιχα.
Η έμπνευση όμως για την ονοματολογία φαίνεται πως δεν ήταν αρκετή και στους επόμενους μήνες δόθηκαν ονόματα αριθμών. Έτσι αρχικά ο Ιούλιος ήταν ο Quirinalis (πέμπτος μήνας). Αλλά ο Μάρκος Αντώνιος αποφάσισε να του δώσει το όνομα του Ιουλίου, αναμορφωτή του ημερολογίου. Και βεβαίως διατήρησε τις 31 ημέρες του. Ωστόσο δημιούργησε και μια παράδοση.
Έτσι, όταν το όνομα του Αυγούστου δόθηκε στον έκτο μήνα, το διαμέτρημα του ανδρός δεν επέτρεπε στον μήνα αυτό να είναι μικρός και ο Αύγουστος απέκτησε επίσης 31 ημέρες. Και επειδή ο Ιανουάριος έπρεπε να έχει 31 ημέρες δεδομένου ότι ήταν αφιερωμένος στον Ιανό, τον προστάτη της Ετρουρίας, δεν απέμειναν παρά 28 ημέρες για τον Φεβρουάριο, τον τελευταίο μήνα του χρόνου.
Το γεγονός ότι αυτός ειδικά ο μήνας δεν θα είχε πολλές ημέρες δεν δυσαρέστησε καθόλου τους Ρωμαίους, δεδομένου ότι όχι μόνο ήταν αφιερωμένος στους νεκρούς αλλά κατά τη διάρκειά του έπρεπε και οι ίδιοι να κάνουν τον ηθικό απολογισμό τους και να αφιερώνονται στη μετάνοια. Ακόμη και το όνομα του μηνός σημαίνει εξιλέωση (Februare).
Τόσο πολύ επιθυμούσαν οι Ρωμαίοι να τελειώσει γρήγορα ο Φεβρουάριος ώστε, προκειμένου να διατηρούν την αίσθηση ότι ο μήνας δεν έχει ποτέ περισσότερες από 28 ημέρες, όταν έπρεπε να έχει 29 δεν προσέθεταν την παραπάνω ημέρα στο τέλος αλλά διπλασίαζαν την έκτη ημέρα του (bi sextus).
Όπως καταλαβαίνετε η αντίληψη που επικράτησε ότι το δίσεκτο έτος είναι γρουσούζικο και φέρνει δυστυχία και καταστροφή δεν έχει καμία υπόσταση. Δυστυχώς αυτό ακόμη και σήμερα επηρεάζει τους ανθρώπους με αποτέλεσμα να αποφεύγουν να κάνουν ακόμη και το γάμο τους τα δίσεκτα έτη.
Επιμέλεια: Ζαμπετάκη Ε.