Στη συνέχεια ακολουθούν οι περιλήψεις των εισηγήσεων (Fuat Dündar, Hervé Georgelin, Onur Yildirim, Michel Bruneau, Göκçe Bayindir Goularas, la mienne, Νίκου Πετσάλη-Διομήδη, Κωνσταντίνου Σβολόπουλου, Φαίδωνα Παπαθεοδώρου, Μιχάλη Βαρλά, Ίριδας Τζαχίλη, Βλάση Αγτζίδη) στο Συνέδριο για τα 90 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή που έγινε στην Κηφισιά την Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012.
Από την απέλαση στον εγκεισμό σε στρατόπεδα συγκέντωσης: Η δημογραφική πολιτική της Οθωμανικής κυβέρνησης έναντι των Ρωμίων
Fuat Dündar
Η δημογραφική πολιτική της Οθωμανικής κυβέρνησης και συγκεκριμένα των Νεότουρκων είχε μεγάλο αντίκτυπο στο τέλος της ύπαρξης των Ρωμιών (Οθωμανών Ελλήνων) στην Ανατολία. Η Οθωμανική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια των δύο πολέμων (Βαλκανικοί Πόλεμοι και Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος) ακολούθησε δύο κύριες δημογραφικές πολιτικές: από την απέλαση στον εγκλεισμό σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αυτή η πολιτική άλλαξε κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, εφόσον η Οθωμανική κυβέρνηση δεν επιθυμούσε τον προσεταιρισμό του Βασιλείου της Ελλάδας στο αντίπαλο στρατόπεδο. Εν τούτοις, εκατοντάδες χιλιάδες Ρωμιοί απελάθηκαν στο εσωτερικό της Ανατολίας, με σκοπό να χρησιμοποιηθεί αυτό το γεγονός ως εκβιασμός κατά του Βασιλείου της Ελλάδας. Αυτή η δημογραφική πολιτική θα είχε έντονο αντίκτυπο στα γεγονότα μετά την περίοδο του 1918.
Την Κωνσταντινούπολη και τη Θράκη ή τη Σμύρνη και την Ιωνία; Μια Βρετανική ιδέα που ο Βενιζέλος απέρριψε (Απρίλιος 1919) και οι συγκυρίες ματαίωσαν
Νίκος Πετσάλης – Διομήδης
Από τα τέλη του πολέμου, ο διακεκριμένος βρετανός διπλωμάτης, Sir Eyre Crowe, είχε προωθήσει στο Foreign Office την ιδέα περιορισμού της ηττημένης Τουρκίας στη Μικρά Ασία. Στο συνέδριο της ειρήνης, το 1919, ετέθη θέμα ανάληψης εντολής για ένα κράτος της Κωνσταντινούπολης και των Στενών από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Καθώς, όμως, η απαραίτητη έγκριση από το Κονγκρέσσο ήταν αβέβαιη, τον Απρίλιο του 1919, οι σύμβουλοι της βρετανικής αντιπροσωπείας, Harold Nicolson και Arnold Toynbee, προώθησαν την ιδέα του Crowe, προτείνοντας η Ελλάδα να λάβει την Κωνσταντινούπολη και όλη τη Θράκη, προκειμένου να παραιτηθεί από τη διεκδίκηση μικρασιατικών εδαφών και της Σμύρνης. Το ζήτημα αναπτύχθηκε στον Βενιζέλο στις 2 Μαΐου, αλλά ο πρωθυπουργός απέρριψε την ιδέα. Τo σκεπτικό του βρετανικού σχεδίου, και αυτό του Βενιζέλου για την απόρριψή του, αναλύονται λεπτομερώς. Στις 6 Μαΐου, ωστόσο, η εντολή δόθηκε στην Ελλάδα να καταλάβει τη Σμύρνη και το βρετανικό σχέδιο ματαιώθηκε αμετάκλητα.
Η εντολή για την κατάληψη της Σμύρνης. Το διεθνές πλαίσιο.
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος
Εξετάζονται οι διεθνείς παράγοντες που ερμηνεύουν την απόφαση για την ουσιαστική επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας στην Ιωνία:
-Προσαρμογή στο διεθνές κλίμα κατά την επαύριο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου,
-στάση των μεγάλων δυνάμεων,
-διεθνής θέση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
-ρόλος Ελευθερίου Βενιζέλου και σχέσεις του με τους νικητές κατά την πρόσφατη παγκόσμια αναμέτρηση.
‘Οψεις δικαστικών συνεπειών της πυρκαγιάς της Σμύρνης με βάση ντοκουμέντα του αρχείου της Οθωμανικής Τράπεζας
Hervé Georgelin
Σκοπός της παρουσίασης είναι να δείξω ότι η πυρπόληση της Σμύρνης απασχολούσε τη δικαιοσύνη χρόνια μετά από την καταστροφή της πόλης. Η εξακρίβωση της αιτίας της πυρκαγιάς ήταν πάντα στο επίκεντρο των διακαστικών διαδικασιών. Κανείς δεν αμφισβητούσε ότι επρόκειτο για εγκληματική πυρπόληση, ωστόσο το μήλον της έριδος ήταν αν η πυρκαγιά είχε γίνει στο πλαίσιο πολεμικών πράξεων ή αναξάρτητα από τον πόλεμο. Οι οικονομικές συνέπειες των δικαστικών αποφάσεων μπορούσαν να είναι υπερβολικά αρνητικές για τις ασφαλιστικές εταιρίες, ενώ οι ασφαλισμένοι κατέβαλαν κάθε προσπάθεια να αποδείξουν ότι η πυρκαγιά, η οποία άρχισε τέσσερις μέρες μετά από την είσοδο των τουρκικών εθνικών δυναμέων στην Σμύρνη, ήταν φαινόμενο άσχετο με τον πόλεμο που μόλις είχε τελειώσει.
Ιδιαίτερη προσοχή θα δοθεί στα πολιτικά ή διπλωματικά επιχειρήματα που είναι παρόντα στα δικαστικά ντοκουμέντα για να αμφισβητήσουμε, εν ανάγκη, την ανιδιοτέλεια της δικαιοσύνης σε τέτοιες περιπτώσεις και να αναρωτηθούμε ποιές είναι οι σχέσεις μεταξύ δικαιοσύνης και ιστοριογραφίας.
Η εξόντωση των μεταλλωρυχών της Μπάλιας στην περιφέρεια Μπαλικεσίρ (Προύσας Βυθυνίας) μετά το τέλος του πολέμου
Φαίδων Παπαθεοδώρου
Η περιοχή της Μπάλιας ευρίσκεται στη ΒΔ Μικρά Ασία, στις ανατολικές παρυφές του ορεινού συμπλέγματος της αρχαίας Ίδης, του σημερινού Καζ Νταγ. Η εξόρυξη και η μεταλλουργία αργύρου, μολύβδου και άλλων μεταλλευμάτων αναπτύσσεται στην περιοχή από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα οι μεταλλευτικές δραστηριότητες αναπτύσσονται και εκσυγχρονίζονται κατά τα πρότυπα της βιομηχανικής Ευρώπης. Οι έλληνες, με πυρήνα τους πόντιους μεταλλωρύχους που από παλιά εκμεταλλεύονται τα μεταλλεία, αποτελούν την πλειοψηφία των εργαζομένων και των κατοίκων.
Από τις αρχές του 20ου αιώνα η Οθωμανική Ανώνυμη Εταιρία των Μεταλλείων Μπάλιας-Καραϊντίν, απασχολεί χιλιάδες μεταλλωρύχους, μεταλλουργούς και άλλους εργαζόμενους, αναδεικνύοντας την Μπάλιαστο σημαντικότερο βιομηχανικό κέντρο της Μικράς Ασίας και παράλληλα κέντρο ανάπτυξης του εργατικού κινήματος. Χαρακτηριστικά στοιχεία είναι η πρώτη εργατική απεργία στη Μικρά Ασία το 1908, στα μεταλλεία της Μπάλιας και οι διωγμοί των ελλήνων εργαζομένων από τους Νεότουρκους από το 1913.
Τον Αύγουστο 1922, με την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, η μικρή ελληνική στρατιωτική φρουρά που έχει εγκατασταθεί στην Μπάλια το 1920, εγκαταλείπει την Μπάλια ακολουθούμενη από μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού. Επτακόσιοι έλληνες μεταλλωρύχοι και άλλοι εργαζόμενοι παραμένουν στην Μπάλια για την απρόσκοπτη λειτουργία των μεταλλείων. Μια βδομάδα αργότερα, απόσπασμα του κεμαλικού στρατού φθάνει στην Μπάλια. Οι Έλληνες κάτοικοι διατάσσονται να συγκεντρωθούν για να εξοριστούν ομαδικά. Μερικά χιλιόμετρα έξω από την Μπάλια δολοφονούνται και θάβονται σε ήδη ετοιμασμένους ομαδικούς τάφους.
Τα μεταλλεία μένουν κλειστά για περισσότερο από ένα χρόνο. Η προσπάθεια λειτουργίας τους, στη συνέχεια, από τη γαλλική εταιρεία Πεναρόγια αποτυγχάνει και τα μεταλλεία κλείνουν μερικά χρόνια αργότερα παρά τις διαμαρτυρίες και τις κινητοποιήσεις των εργαζομένων.
Οι πρόσφυγες στην Ελλάδα
Μιχάλης Βαρλάς
Η παρουσία των προσφύγων στο Ελληνικό κράτος αποτελεί μια σταθερά στην πληθυσμιακή αλλά και στην κοινωνική και πολιτειακή του εξέλιξη. Το σοκ του 1922 δεν προκλήθηκε από την προσφυγική εισροή μόνο αλλά και από την όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε για την ένταξη και την αποκατάσταση τους. Το προσφυγικό ζήτημα εξελίχθηκε ως θεμελιώδες ζήτημα, άρα και πεδίο αντιπαραθέσεων, σε όλα τα επίπεδα της νεοελληνικής κοινωνίας, από τη διεκδίκηση πόρων ως την ιδεολογία και τη λαϊκή κουλτούρα. Τα ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν ξεκινούν από τη φύση του προσφυγικού ζητήματος ως μέρους του Ανατολικού ζητήματος, στην εθνική ή τη διεθνική τους διάσταση. Η πολιτική – πολιτειακή υπόσταση των προσφύγων, η ιδιαιτερότητα στη σύνδεση τους με το κράτος και τον πολιτικό κόσμο αποτελεί το ξεχωριστό στοιχείο της προσφυγιάς του 1922 σε μια εποχή δραματικών αλλαγών, κυρίως στον τομέα του κράτους και των θεσμών.
Το προσφυγικό ζήτημα δοκιμάζει τα όρια του κράτους από την πλευρά της εφαρμογής των νόμων και της λειτουργίας των υπηρεσιών ενώ αναδομεί το έθνος ως κοινότητα δικαίου και ως πεδίο πραγματικών και συμβολικών ανταλλαγών. Οι κοινωνικές ταυτότητες των προσφύγων, όπως και η «ανάγκη» για την πολιτισμική ιδιαιτερότητα εντάσσονται στη δυναμική συγκρότησης και εξέλιξης των κοινωνικών ομάδων σε ιδιαίτερα δραματικές συνθήκες. Η ανασυγκρότηση του προσφυγικού κόσμου και η διαχείριση της εικόνας των προσφύγων ανατρέπουν την ισορροπία ανάμεσα στη διεθνή και στην εθνική διάσταση σε βάρος της πρώτης.
Η μεταβολή του χαρακτήρα του προσφυγικού ζητήματος διέστρεψε την παρέμβαση της πολιτικής στον κοινωνικό χώρο, ανέτρεψε τις ιεραρχίες στον προσφυγικό κόσμο και δημιούργησε νέα πρότυπα για την προσφυγική συλλογικότητα.
Πρόσφυγες και πολιτικές επανεγκατάστασης πληθυσμών στην πρώιμη Τουρκική Δημοκρατία
Onur Yildirim
Η συνθήκη του 1923 αναφορικά με την ανταλλαγή ελληνικού και τουρκικού πληθυσμού αποτέλεσε σημείο καμπής και για την Ελλάδα και για την Τουρκία. Το ίδιο το γεγονός της ανταλλαγής ελληνικού και τουρκικού πληθυσμού από τη στιγμή που πραγματοποιήθηκε ενσωματώθηκε όχι μόνο στην εθνική ιστορία της Ελλάδας αλλά αποτέλεσε και το επίκεντρο τεράστιου ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος με έναν ευρύ κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό αντίκτυπο. Έχει τεκμηριωθεί το γεγονός ότι οι Μικρασιάτες πρόσφυγες επέβαλαν την παρουσία τους στην ελληνική πολιτική ζωή διαδραματίζοντας ενεργό ρόλο στην εκλογική διαδικασία. Οι ίδιοι οργανώθηκαν σε συλλόγους, συσπειρώθηκαν στον αγώνα τους και διαπραγματεύθηκαν τους όρους ένταξης τους στο εθνικό πλαίσιο στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας της παρουσίας τους στην Ελλάδα. Επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την άνθιση και την παρακμή της ελληνικής πολιτικής ζωής, όπως αποδεικνύεται με τον πιο γλαφυρό τρόπο μέσα από την πολιτική ζωή του Βενιζέλου. Αφού κατέκτησε την εξουσία με την ψήφο των προσφύγων ο περιβόητος Έλληνας πολιτικός έχασε τις εκλογές από τους ίδιους ψηφοφόρους, όταν υπογράφοντας την συνθήκη με την Τουρκία το 1930, διέψευσε για πάντα τις ελπίδες των προσφύγων για αποζημιώσεις των εγκαταλελειμμένων περιουσιών τους στην Τουρκία.
Από την τουρκική πλευρά, όμως, η αναπαραγωγή του γεγονότος χαρακτηρίσθηκε από μία απόλυτη σιωπή στην εθνική ιστορία τους, που διαμορφώθηκε προσεκτικά. Σε αντίθεση με την ιστορία των προσφύγων της Μικράς Ασίας, το τραγικό επεισόδιο των σχεδόν μισού εκατομμυρίου Τουρκο-μουσουλμάνων προσφύγων παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό άρρητο. Αυτό με τη σειρά του δημιούργησε την εντύπωση, ότι η Συνθήκη Ανταλλαγής εφαρμόσθηκε αποτελεσματικά και ότι τα προβλήματα των προσφύγων διευθετήθηκαν σύντομα. Πρόσφατες επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι στην πραγματικότητα δε συνέβη κάτι τέτοιο και ότι οι Τουρκο-μουσουλμάνοι πρόσφυγες αντιμετώπισαν κατά την άφιξή τους πολυάριθμες δυσκολίες και προβλήματα ανάλογα με εκείνα των Ελλήνων προσφύγων. Ένα ακόμη πιο σημαντικό στοιχείο, ίσως, αποτελεί το γεγονός ότι οι πρόσφυγες προσπάθησαν σε διάφορες περιπτώσεις να ακουστεί η φωνή τους πάνω από την αυθαίρετη εφαρμογή πολιτικών επανεγκατάστασης πληθυσμών.
Η παρούσα εργασία υποστηρίζει ότι οι Τουρκο-μουσουλμάνοι πρόσφυγες δεν ήταν ένα σιωπηλό πλήθος όπως πίστευαν παραδοσιακά. Όπως και οι Έλληνες πρόσφυγες ήθελαν να διαπραγματευθούν τους όρους της ένταξής τους στο εθνικό πλαίσιο όταν οι λαμβάνοντες τις αποφάσεις έπαιρναν διαρκώς αποφάσεις για λογαριασμό τους. Εν τούτοις, σε αντίθεση με την Ελλάδα, το κράτος κατέπνιξε τη δράση τους, γεγονός που έχει αποτελέσει έκτοτε ένα εμβληματικό αξίωμα της τουρκικής πολιτικής κουλτούρας. Αποδίδοντας στους πρόσφυγες μία δράση, αυτή η εργασία δεν προσφέρει μόνο μία φρέσκια ματιά στην ελληνο-τουρκική ανταλλαγή πληθυσμών αλλά ρίχνει φως στην φάση διαμόρφωσης της τουρκικής πολιτικής κουλτούρας όταν καθορίσθηκαν οι όροι σχέσεων μεταξύ του κράτους και των πολιτών.
Μνήμες της προσφυγιάς στην τρίτη γενιά
Ίρις Τζαχίλη
Οι Έλληνες κάτοικοι των τριών πόλεων της κοιλάδας του Καύστρου, του Οδεμισίου, των Θείρων και του Μπαιντιριού είχαν την ίδια τύχη με τους πληθυσμούς των παράκτιων πόλεων της Μiκράς Ασίας. Αναγκάστηκαν να φύγουν υπό καθεστώς πίεσης, βίας, αντιφατικών ειδήσεων, τρόμου. Η παρούσα ανακοίνωση αφορά τη διαχείριση της μνήμης των προσφύγων μίας από αυτές, του Μπαϊντιριού, μία μικρής πολιτείας, στους πρόποδες του Μπος Νταγ, του Τμώλου.
Τα γεγονότα του 1922, μαζί με ό,τι προηγήθηκε και ό,τι ακολούθησε αποτέλεσαν για την ζωή των κατοίκων μία ρωγμή, την απόλυτη ρωγμή που χώρισε στα δύο τη ζωή όλων, χωρίς εξαιρέσεις. Μετά την άφιξη στην Ελλάδα η ζωή ήταν μη συγκρίσιμη με ό,τι θυμούνταν από την πατρίδα και συνήθως στις αφηγήσεις εξιδανικεύθηκε. Η μνήμη λείανε τις ανακολουθίες. Οι δυσκολίες, οι συγκρούσεις οι διαφορές μεταξύ των αλλόθρησκων κοινοτήτων αλλά και μεταξύ των μελών της ίδιας κοινότητας λησμονήθηκαν. Η παρελθούσα ζωή πήρε μία διάσταση αφήγησης ευτυχών γεγονότων και καταστάσεων της οποίας όμως όλοι γνώριζαν το κακό τέλος.
Η μνήμη των γεγονότων πέρασε από πολλές επεξεργασίες. Στις αφηγήσεις το μεγάλο συλλογικό τραύμα άλλοτε απωθήθηκε – για να μπορέσουν οι άνθρωποι να επιβιώσουν- και άλλοτε καταλάμβανε όλη τη διήγηση, όλη τη μνήμη, όλη τη ζωή, κατά τρόπο εκκωφαντικό. Αργότερα προσπάθησαν να καταλάβουν το γιατί, προσπάθησαν να μην ανατρέψουν τρόπους ζωής και αξίες. Οι αφηγήσεις και το τραύμα πέρασαν στις επόμενες γενιές. Αν και απομένει να δούμε με ποιους τρόπους, αυτή τη στιγμή ζούμε μία έκρηξη ενδιαφέροντος που εκδηλώνεται από την τρίτη και τέταρτη γενιά.
Η ανταλλαγή πληθυσμών και οι συνέπειες στο αίσθημα του εδαφικού ανήκειν και η διατήρηση της ταυτότητας: Η περίπτωση των Θεσσαλονικιών στην Τουρκία
Göκçe Bayindir Goularas
Οι Θεσσαλονικείς της Τουρκίας (Σελανικλιλέρ) κατάγονται από τα εδάφη της Θεσσαλονίκης από την Οθωμανική εποχή οι οποίοι μετανάστευσαν υποχρεωτικά στην Τουρκία με την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η κοινότητα της Θεσσαλονίκης συνεχίζει ακόμη και μετά από 90 χρόνια μετά την ανταλλαγή πληθυσμών να αναφέρεται στα εδάφη από τα οποία κατάγεται και να προσπαθεί να διατηρήσει τους δεσμούς της με τα εδάφη τα οποία δεν είναι πλέον δικά της.
Οι Θεσσαλονικείς της Τουρκίας έχουν τη δική τους ταυτότητα: την θεσσαλονικιώτικη ταυτότητα που βρίσκει τις ρίζες της στα θεσσαλονικιώτικα εδάφη αλλά που πήρε τη μορφή της στα τουρκικά εδάφη. Αυτή η ταυτότητα είναι ικανή να διατηρήσει τους δεσμούς με τα εδάφη αναφοράς και ταυτόχρονα να δημιουργήσει άλλους δεσμούς με τα εδάφη υποδοχής.
Οι Θεσσαλονικείς της Τουρκίας έχουν συλλογική μνήμη. Δεν έχουν όλοι τις ίδιες εθνικές καταβολές ούτε τις ίδιες ιδιαιτερότητες ούτε την ίδια μητρική γλώσσα. Έχουν όμως κοινές παραστάσεις, όπως και το όνομα που χρησιμοποιούν για να περιγράψουν την κοινότητά τους.
Ενενήντα χρόνια μετά: Η διαφορά σχέσης στη μνήμη των προσφύγων στην Ελλάδα και στη διασπορά
Michel Bruneau
Ενενήντα χρόνια μετά τη Μεγάλη Καταστροφή της Μικράς Ασίας, η κατάληξη της οποίας ήταν η πυρκαγιά και οι σφαγές της Σμύρνης (9-24 Σεπτεμβρίου 1922), διαπιστώνουμε ότι οι Έλληνες επιζήσαντες της Μικράς Ασίας και κυρίως σήμερα οι απόγονοι αυτών, διατηρούν ζωντανή τη μνήμη αυτής της καταστροφής μιλώντας για την «γενοκτονία» των Ελλήνων Οθωμανών την οποία διεκδικούν με έναν τρόπο που διαφοροποιείται ανάλογα με τα εδάφη από τα οποία κατάγονται. Η συλλογική μνήμη των «χαμένων πατρίδων» τις οποίες επιθυμούν να καταστήσουν «αλησμόνητες» καλλιεργήθηκε και αναπτύχθηκε ακριβώς μέσα από την αυτή τη κοινή προσφυγική ζωή μετά το 1922 αλλά κατά κύριο λόγο μετά την δεκαετία του 1970.
Αυτή η ανήσυχη μνήμη γινόταν όλο και πιο ισχυρή, όσο συνδεόταν περισσότερο με την κοινωνία, την κουλτούρα και τα εδάφη που διαφοροποιούσαν ξεκάθαρα την Ελλάδα που αντιπροσώπευε για όλους τη Μητέρα-πατρίδα. Στα χρόνια που ακολούθησαν τη Συνθήκη της Λωζάννης, και την εγκατάσταση και ένταξή τους στην Ελλάδα και καθώς οι επόμενες γενιές άρχισαν να αποκτούν μία μεγαλύτερη οικονομική άνεση, οι πρόσφυγες και οι απόγονοι τους βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα δίλλημα : είτε να αφομοιωθούν σχεδόν εντελώς από την ελλαδική κοινωνία διατηρώντας μόνο ένα δεσμό ταυτότητας και μία ελάχιστη ή συμβολική μνήμη για τη «χαμένη τους πατρίδα», είτε να διατηρήσουν μία προσήλωση ταυτότητας και μία πολύ ισχυρή μνήμη για το δικό τους έδαφος και την κοινωνία καταγωγής τους συνθέτοντας πλούσιες παραστάσεις και δημιουργώντας τόπους μνήμης στην Ελλάδα και στη διασπορά πολλαπλασιάζοντας τις πολιτιστικές και επετειακές εκδηλώσεις.
Η πρώτη εναλλακτική επιλέχθηκε κυρίως από τους Μικρασιάτες και τους Θρακιώτες, ενώ η δεύτερη από τους Ποντίους και σε ένα ορισμένο βαθμό από τους Καππαδόκες. Οι Πόντιοι και οι Καππαδόκες ήταν αναλογικά λιγότεροι σε σχέση με την απογραφή των προσφύγων το 1928 (περίπου 17%). Δεν υφίσταται λοιπόν καμία σχέση μεταξύ της αριθμητικής υπεροχής καθενός από τους προσφυγικούς πληθυσμούς και την σχέση τους με την μνήμη, αυτό που έχει σημασία είναι η σχέση με την γεωγραφική και πολιτιστική καταγωγή των εδαφών καταγωγής και η απόστασή του από τη λεκάνη του Αιγαίου. Οι Πόντιοι και σε μικρότερο βαθμό οι Καππαδόκες οργανώθηκαν σε διασπορά με τη φιλοδοξία να διατηρήσουν και να μεταδώσουν μία πολύ ξεκάθαρη ταυτότητα εντός του ελληνικού έθνους.
Από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο έθνος – κράτος
Βλάσης Αγτζίδης
Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 υπήρξε το πραγματικό αλλά και συμβολικό σημείο του τέρματος μιας μεγάλης ιστορικής διαδικασίας, που συνδέθηκε με την οριστική είσοδο της Εγγύς Ανατολής στην εποχή των εθνών-κρατών. Η αποχώρηση από το ιστορικό προσκήνιο της πολυεθνικής, ισλαμικής, προνεωτερικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν έγινε ειρηνικά και αναίμακτα. Συνδέθηκε κατ’ αρχάς με την κατάρρευση των εσωτερικών μεταρρυθμιστικών προσπαθειών, εξαιτίας της πραξικοπηματικής κυριαρχίας της κατ’ αρχάς μειοψηφικής μιλιταριστικής εθνικιστικής τάσης, που υπήρχε στους κόλπους του κινήματος των Νεότουρκων. Η τάση αυτή, καταλαμβάνοντας την εξουσία ανέδειξε σε πρόβλημα την οθωμανική πολυπολιτισμικότητα. Την μετέτρεψε σε «εθνικό πρόβλημα», το οποίο επιχείρησε να επιλύσει με τον αποκλεισμό και την εξόντωση των πολυάνθρωπων χριστιανικών κοινοτήτων και τη βίαιη επιβολή εθνικής ταυτότητας στους στους πολυεθνοτικούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς.
Οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παρόλη όμως την εδραιωμένη εθνική ταυτότητα επέλεξαν, πριν την επικράτηση του ακραίου εθνικισμού της τριανδρίας (Ενβέρ-Ταλαάτ-Τζεμάλ), να υποστηρίξουν με κάθε τρόπο τις μεταρρυθμιστικές διαδικασίες, αποφεύγοντας τις αποσχιστικές και διαλυτικές κινήσεις. Μόνο όταν η προοπτική της δημοκρατικής μετεξέλιξης ακυρώθηκε από το εθνικιστικό κίνημα των Νεότουρκων και υπέστησαν την προαποφασισμένη Γενοκτονία από το 1914, αποφάσισαν να υποστηρίξουν την πολιτική τους αυτοδιάθεση.
Η αντιμειονοτική πολιτική των Νεότουρκων θα τους οδηγήσει σε διαδοχικές ήττες, τόσο με τον Βαλκανικό Πόλεμο του 1912 όσο και στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918). Η συνέχεια θα καθοριστεί στα Συνέδρια Ειρήνης των νικητών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και στις εσωτερικές αντιδικίες της Αθήνας. Η εμπλοκή της Ελλάδας με την Μικρασιατική Εκστρατεία θα διαμορφώσει ένα νέο πλαίσιο. Με τη Συνθήκη των Σεβρών στους Έλληνες -που το 1914 το ποσοστό τους με τις διάφορες εκτιμήσεις κυμαινόταν από το 13% έως 25% – θα αποδοθεί το 6% περίπου του πάλαι ποτέ κοινού οθωμανικού εδάφους. Σημαντικά εδάφη της Ανατολίας θα αποδοθούν στους Αρμένιους, ενώ θα υπάρξει και κουρδική αυτονομία. Οι Τούρκοι διατηρούσαν την κυριαρχία τους στο μεγαλύτερο μέρος του παλιού οθωμανικού εδάφους, καθώς και στην έδρα του ισλαμικού Χαλιφάτου, την Κωσταντινούπολη. Με τον τρόπο αυτό διαμορφωνόταν ο γεωπολιτικός χάρτης της επόμενης μέρας και στη θέση της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που πλέον διαλυόταν οριστικά, δημιουργούνταν εθνικά κράτη με τη γνωστή επώδυνη διαδικασία που είχε γνωρίσει η Ανατολή από το 1821 και εντεύθεν.
Η περίοδος που ακολούθησε την ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων ήταν η πλέον αποφασιστική ιστορική στιγμή για τη διαμόρφωση του μεταοθωμανικού γεωπολιτικού κόσμου. Η τελική λύση θα δοθεί από το αποτέλεσμα του πολέμου (1919-1922) μεταξύ της Ελλάδας, η οποία θα κληθεί να εφαρμόσει τη Συνθήκη των Σεβρών, με το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα.
Η εποχή των εθών-κρατών θα επιφέρει στην Εγγύς Ανατολή Γενοκτονίες, πολέμους, καταπίεση των μειονοτήτων και ανταλλαγές των ανεπιθύμητων πληθυσμών.
Πηγή: e-afipnisi.gr