Πλήθος μελετών γίνονται για τη σχέση των τροφών με τον καρκίνο. Στο τέλος παθαίνουμε σύγχυση από αυτά που διαβάζουμε και αναρωτιόμαστε πόσο αξιόπιστες είναι οι έρευνες αυτές;
Η μπανάνα αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου (τίτλος σε επιστημονικές μελέτες και κατ’ επέκταση στα ΜΜΕ). Η μπανάνα μειώνει τον κίνδυνο καρκίνου (τίτλος επίσης σε επιστημονικές μελέτες και κατ’ επέκταση στα ΜΜΕ).
Τώρα στη θέση της λέξης μπανάνα βάλτε πλήθος άλλων τροφών – και πάλι στον τίτλο θα έχετε πέσει μέσα. Ναι, αγαπητοί αναγνώστες, έχετε δίκιο αν πολλές φορές παθαίνετε σύγχυση με τα όσα βλέπετε και διαβάζετε σχετικά με τη σχέση της διατροφής με τον καρκίνο. Διότι πράγματι είναι ατελείωτες οι μελέτες που προκαλούν… τρικυμία στο κρανίο (των δημοσιογράφων που μεταφέρουν την επιστημονική είδηση αλλά και του κοινού) και τελικώς στο πιάτο εκατομμυρίων ανθρώπων μέσα από ευρήματα που δείχνουν συσχέτιση (είτε θετική είτε αρνητική) κοινών τροφών με τον καρκίνο.
Ωστόσο μια νέα μελέτη που φέρει δυνατή ελληνική υπογραφή – αυτή του καθηγητή Παθολογίας, Ερευνας και Πολιτικής Υγείας καθώς και Στατιστικής στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ, διευθυντή του Ερευνητικού Κέντρου για την Πρόληψη του ίδιου πανεπιστημίου κ. Ιωάννη Ιωαννίδη, ο οποίος είναι επί έτη πρωτοπόρος στο να «ξεσκεπάζει» τις μελέτες που… μπάζουν νερά – καταδεικνύει την… αδυναμία της πλειονότητας των μελετών που αφορούν τη διατροφή και τη σχέση της με τον καρκίνο.
Οπως προέκυψε από την καινούργια αυτή ανάλυση, τα τρία τέταρτα των μελετών που αφορούσαν συσχέτιση τροφών με τον καρκίνο είχαν τελικώς αδύναμη βάση ή παρουσίαζαν στατιστικώς μη σημαντικά αποτελέσματα. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Οτι η συντριπτική πλειονότητα των μελετών αυτών στεκόταν στο φαίνεσθαι και όχι στο είναι – με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την επιστημονική κοινότητα και, κατά κύριο λόγο, για τον πληθυσμό. Διαβάστε τα αποτελέσματα αυτής της ενδιαφέρουσας μελέτης τα οποία, αν μη τι άλλο, αποτελούν… τροφή για (σοβαρή) σκέψη.
Στο μικροσκόπιο 40 τροφές
Η νέα μελέτη δημοσιεύθηκε online στην επιθεώρηση «American Journal of Clinical Nutrition» στις 28 Νοεμβρίου και στο πλαίσιό της ο κ. Ιωαννίδης σε συνεργασία με τον ογκολόγο της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ κ. Τζόναθαν Σένφελντεπέλεξαν τυχαία από ένα βιβλίο συνταγών 50 κοινά υλικά που χρησιμοποιούμε στη μαγειρική.
Στη συνέχεια «σάρωσαν» την τεράστια βάση του PubMed στην οποία παρουσιάζεται η πλειονότητα των ιατρικών ερευνών προκειμένου να «ψαρέψουν» μελέτες οι οποίες είχαν δημοσιευθεί τα τελευταία 35 χρόνια και έδειχναν συσχέτιση αυτών των τροφών με τον καρκίνο (είτε θετική, που μαρτυρεί δηλαδή αύξηση του κινδύνου για τη νόσο, είτε αρνητική, που μαρτυρεί μείωση του κινδύνου).
Οταν οι ερευνητές εντόπιζαν περισσότερα από 10 άρθρα που αφορούσαν μια συγκεκριμένη τροφή, τότε χρησιμοποιούσαν τα τελευταία 10 πιο πρόσφατα άρθρα. Ανακάλυψαν ότι 40 από τις 50 τροφές που επέλεξαν είχαν σχετιστεί μέσα από μελέτες με τον κίνδυνο (θετικό ή αρνητικό) εμφάνισης διαφορετικών μορφών καρκίνου.
Οι 40 αυτές τροφές ήταν το μοσχάρι, το αλάτι, το πιπέρι, το αλεύρι, τα αβγά, το ψωμί, το χοιρινό, το βούτυρο, η τομάτα, το λεμόνι, η πάπια, το κρεμμύδι, το σέλινο, το καρότο, ο μαϊντανός, το μοσχοκάρυδο, το αλκοολούχο ποτό σέρι, οι ελιές, τα μανιτάρια, ο πατσάς, το γάλα, το τυρί, ο καφές, το μπέικον, η ζάχαρη, ο αστακός, οι πατάτες, το βοδινό κρέας, το αρνί, η μουστάρδα, τα καρύδια, το κρασί, ο αρακάς, το καλαμπόκι, η κανέλα, το πιπέρι καγιέν, τα πορτοκάλια, το τσάι, το ρούμι και οι σταφίδες.
Οι 10 τροφές για τις οποίες δεν εμφανίστηκε κάποιος σχετικός κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου ήταν πιο… εξεζητημένες: φύλλα δάφνης, γαρίφαλο, θυμάρι, βανίλια, άσπρα καρύδια Αμερικής, μελάσα, αμύγδαλα, μαγειρική σόδα, τζίντζερ και… χελώνες (τρώγονται σε μορφή σούπας ακόμη και στη χώρα μας).
Από το σύνολο των 264 μεμονωμένων μελετών που εντόπισαν οι ερευνητές οι 191 (72%) συσχέτιζαν την εκάστοτε τροφή είτε με αύξηση του κινδύνου για καρκίνο (103 μελέτες) είτε με μείωση του κινδύνου για καρκίνο (88 μελέτες) – οι υπόλοιπες δεν έδειχναν επίδραση της τροφής στην εμφάνιση της νόσου.
Σε ό,τι αφορά τις διαφορετικές μορφές καρκίνου που διερευνούσαν οι εκάστοτε μελέτες, τα «πρωτεία» φάνηκε να κρατούν οι καρκίνοι του πεπτικού συστήματος (45% των μελετών), ενώ ακολουθούσαν οι καρκίνοι του γεννητικού και του ουροποιητικού συστήματος (14%), οι καρκίνοι του μαστού (14%), της κεφαλής και του τραχήλου (9%), του πνεύμονα (5%) και οι γυναικολογικοί καρκίνοι (5%).
Πού εμφανίστηκαν οι αδυναμίες
Και μπορεί οι περισσότερες μελέτες να παρουσίαζαν σχέση τροφών με τον καρκίνο, ωστόσο η ενδελεχής και ομογενοποιημένη ανάλυση του κ. Ιωαννίδη και του κ. Σένφελντ έδειξε ότι στο 75% των περιπτώσεων η συσχέτιση ήταν είτε αδύναμη είτε δεν παρουσίαζε καμία στατιστική σημαντικότητα.
Τα πράγματα φαίνονταν να «συμμαζεύονται» κάπως στις περιπτώσεις μετα-αναλύσεων μελετών που επίσης εξέτασαν οι δύο ειδικοί. Οι μετα-αναλύσεις αφορούν, όπως προδίδει το όνομά τους, συγκεντρωτική ανάλυση υπαρχόντων στοιχείων που έχουν προκύψει από επί μέρους μελέτες – για τον λόγο αυτόν εξαιτίας της ανάλυσης πολλών και διαφορετικών στοιχείων και της ομογενοποιημένης καταγραφής τους θεωρούνται, τουλάχιστον ως έναν βαθμό, πιο έγκυρες. Συνολικά εξετάστηκαν 36 μετα-αναλύσεις μελετών που αφορούσαν συσχέτιση τροφών με τον καρκίνο. Οπως προέκυψε, μόνο 13 εξ αυτών (26%) παρουσίαζαν σχέση που αφορούσε είτε αύξηση του κινδύνου για καρκίνο (4 μελέτες) είτε μείωση του κινδύνου για καρκίνο (9 μελέτες). Από το σύνολο των μετα-αναλύσεων έξι φάνηκε να είναι άκρως «αδύναμες» στατιστικά.
Πάντως, όπως αναφέρει στο «Βήμα» ο κ. Ιωαννίδης, ούτε οι μετα-αναλύσεις λύνουν πλήρως το πρόβλημα της αξιοπιστίας των στοιχείων. «Με δεδομένο ότι στις μετα-αναλύσεις περιέχονται ουσιαστικώς συγκεντρωμένες μεμονωμένες μελέτες οι οποίες πιθανώς δίνουν αμφίβολα αποτελέσματα, είναι επόμενο και οι μετα-αναλύσεις να μην είναι “τέρατα εγκυρότητας”, αν και σίγουρα το γεγονός ότι συνθέτουν συστηματικά στοιχεία διαφορετικών μελετών τις καθιστά πιο αξιόπιστες».
Πληροφόρηση ή σύγχυση;
Ποιο είναι όμως το «διά ταύτα» αυτών των ευρημάτων; Το ότι η πληροφόρηση σε ένα τόσο «λεπτό» ζήτημα δημόσιας υγείας είναι άκρως συγχυτική, σύμφωνα με τον έλληνα καθηγητή, ο οποίος θεωρείται εδώ και χρόνια ένας από τους κορυφαίους ειδικούς σε παγκόσμιο επίπεδο σε ό,τι αφορά τον εντοπισμό των «κακών» ερευνών (είναι χαρακτηριστικό ότι το άρθρο του με τίτλο «Why most published research findings are false»- «Γιατί τα περισσότερα δημοσιευμένα ερευνητικά ευρήματα είναι λανθασμένα» -, το οποίο δημοσιεύθηκε το 2005 στην έγκριτη δικτυακή επιθεώρηση «PLoS Medicine», συνεχίζει να αποτελεί το πιο «κατεβασμένο» τεχνικό άρθρο της επιθεώρησης και είχε την αποδοχή της συντριπτικής πλειονότητας της επιστημονικής κοινότητας). «Χιλιάδες επιδημιολογικές μελέτες σχετικά με τη διατροφή διεξάγονται και δημοσιεύονται κάθε χρόνο και πολλές από αυτές αφορούν την πιθανή σχέση διαφορετικών τροφών με τον καρκίνο.
Αυτού του είδους οι μελέτες επηρεάζουν την έκδοση διατροφικών οδηγιών, ορισμένες φορές ακόμη και τη χάραξη πολιτικών δημόσιας υγείας, ενώ γνωρίζουν και μεγάλη δημοσιότητα μέσα από τα ΜΜΕ. Συχνά όμως από αυτές τις μελέτες παρατήρησης προκύπτουν ισχυρές συσχετίσεις μεταξύ διαφορετικών τροφών και του καρκίνου οι οποίες δεν επιβεβαιώνονται μέσα από τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές ή μεγαλύτερου εύρους καλά σχεδιασμένες μελέτες. Την ίδια στιγμή αναρωτιέται κάποιος μήπως τελικώς μέσα από τέτοιες μελέτες προκύπτει μια πληθώρα ψευδώς θετικών ευρημάτων, η οποία μάλιστα βασίζεται σε αφερέγγυες ερευνητικές πρακτικές και καταλήγει σε επιλεκτική παρουσίαση των αποτελεσμάτων».
Ηταν τυχαίο άραγε το γεγονός ότι, όπως προέκυψε από τη νέα ανάλυση, τα στατιστικώς σημαντικά αποτελέσματα παρουσιάζονταν στην πλειονότητα των περιπτώσεων μόνο στην περίληψη της μελέτης (το αποκαλούμενο abstract για τους γνωρίζοντες, το οποίο εμφανίζεται δωρεάν στις ιστοσελίδες των επιθεωρήσεων ή στις βάσεις δεδομένων και αποτελεί ουσιαστικά τον «κράχτη» της εκάστοτε μελέτης); Ηταν επίσης τυχαίο ότι τα μη στατιστικώς σημαντικά αποτελέσματα που έδιναν τελικώς μια εντελώς διαφορετική διάσταση στη συνολική εικόνα «θάβονταν» κάπου στα ψιλά γράμματα του ολοκληρωμένου άρθρου (στο οποίο μάλιστα στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων δεν έχει πρόσβαση ο καθένας);
Ο κ. Ιωαννίδης υποστηρίζει ωστόσο ότι δεν πρέπει να θεωρούμε εκ προοιμίου ότι όλοι οι επιστήμονες προσπαθούν εσκεμμένα να διαστρεβλώσουν τα αποτελέσματα των μελετών τους μέσα από «τερτίπια». «Αυτό που συμβαίνει είναι ότι υπάρχουν πάρα πολλές επιδημιολογικές μελέτες οι οποίες έχουν ως σκοπό να ανιχνεύσουν συσχετίσεις ανάμεσα σε υποθετικούς παράγοντες κινδύνου και σε νοσήματα όπως ο καρκίνος. Η λογική που ακολουθούν τις περισσότερες φορές οι ερευνητές είναι ότι επιλέγουν μία μόνο τροφή τη φορά – στο πλαίσιο μιας μικρής, μεσαίας ή και μεγάλης μελέτης – και αρχίζουν να ψάχνουν πιθανή σύνδεση με μια νόσο, π.χ. με τον καρκίνο του μαστού ή του προστάτη ή των ωοθηκών ή ακόμη με τη στεφανιαία νόσο ή τα εγκεφαλικά.
Η διαδικασία αυτή είναι επαναληπτική και ψάχνοντας συνεχώς για πολλά και διαφορετικά πράγματα μπορεί τελικώς ο επιστήμονας να βρεθεί μπροστά σε ένα αποτέλεσμα που έχει κάποια τυπική στατιστική σημαντικότητα. Μέσα στο πλαίσιο μιας τέτοιας εξερεύνησης όμως είναι σίγουρο ότι θα υπάρξουν κάποια στατιστικά σημαντικά αποτελέσματα που είναι τέτοια από τύχη και μόνο».
Παράλληλα, όπως γλαφυρά λέει ο έλληνας καθηγητής, «αν κάποιος “πολεμάει” με τα δεδομένα, τότε πιθανώς θα χρησιμοποιήσει και διαφορετικά μοντέλα ανάλυσης, διαφορετικούς ορισμούς μέτρησης της κάθε διατροφικής συνήθειας, ώστε τελικώς να εξαγάγει ένα αποτέλεσμα που θα κάνει εντύπωση». Σύμφωνα με τον ειδικό, η λανθασμένη αυτή πρακτική των ερευνητών είναι διαδεδομένη σε πολλά και διαφορετικά επιστημονικά πεδία – όχι μόνο σε εκείνο της διατροφικής επιδημιολογίας. «Σχεδόν παντού κυβερνά η κατακερματισμένη προσέγγιση του ενός ερευνητή απέναντι στα δεδομένα. Μόλις καταστεί δυνατόν να δαμαστούν τα δεδομένα, τότε δημοσιεύονται και το θέμα λήγει».
Εδώ βέβαια θα αναρωτιόταν – και εύλογα – κάποιος ποια είναι η ευθύνη των επιθεωρήσεων που δημοσιεύουν τις εκάστοτε «τραβηγμένες από τα μαλλιά» μελέτες. Η απάντηση του καθηγητή είναι ότι «οι επιστήμονες-κριτές που αξιολογούν τις ερευνητικές εργασίες δεν μπορούν εύκολα να δουν τι ακριβώς έχει γίνει πίσω από μια μελέτη – οι περισσότερες από αυτές δεν περιγράφουν τον “μαίανδρο” των αναλύσεων που οδήγησαν τελικώς στο παρουσιαζόμενο ως στατιστικά σημαντικό αποτέλεσμα. Τα ευρήματα φαίνεται λίγο σαν να έρχονται από το… πουθενά».
«Αυτοεκπληρούμενες προφητείες»
Ο έλληνας «ντετέκτιβ» της σωστής ερευνητικής πρακτικής σπεύδει να επισημάνει: «Αυτό το σενάριο είναι απλοποιημένο ως έναν βαθμό. Δεν σημαίνει ότι όλοι οι ερευνητές λειτουργούν έτσι. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι συνολικά η βιβλιογραφία που εμφανίζεται προς το κοινό είναι φιλτραρισμένη μέσα από αυτές τις μεροληπτικές δυνάμεις.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση που αναλύσαμε πρόκειται για μια βιβλιογραφία που έχει σαρωτικά μεγάλο βαθμό συσχετίσεων μεταξύ τροφών και καρκίνου – πολλές φορές μάλιστα μέσα στη βιβλιογραφία υπάρχουν αποτελέσματα διαφορετικών μελετών που είναι αντικρουόμενα μεταξύ τους και αφορούν τις ίδιες τροφές και τη σχέση τους με τις ίδιες μορφές καρκίνου. Κάποιες φορές πάλι τα ευρήματα φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα της “πεποίθησης” των ερευνητών ότι μια συσχέτιση μεταξύ κάποιας τροφής και του καρκίνου υπάρχει, χωρίς όμως να υπάρχει επιστημονική βάση πίσω από αυτή την πεποίθηση. Ετσι πολλές έρευνες είναι ευθυγραμμισμένες προς την ίδια κατεύθυνση δίνοντας παρόμοια αποτελέσματα επειδή οι ερευνητές θεωρούν ότι “έτσι πρέπει να είναι τα πράγματα” και όχι επειδή έτσι είναι με βάση τα επιστημονικά δεδομένα. Η υπόθεση μοιάζει με μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία».
Ο καθηγητής παραδέχεται και την «αδυναμία» της δικής του μελέτης. Οπως λέει, η ανάλυση που πραγματοποίησε με τον δρα Σένφελντ δεν ήταν εξαντλητική. «Θα ήταν αδύνατον να καλύψουμε ολόκληρη τη βιβλιογραφία που αφορά την επιδημιολογία της διατροφής. Ωστόσο η προσέγγισή μας ήταν αντιπροσωπευτική του τι θα συναντούσε ένας ερευνητής, ένας γιατρός, ένας ασθενής ή ένας καταναλωτής αν προσπαθούσε να βρει μελέτες που αφορούν τη σχέση τροφών και καρκίνου».
Και, όπως αποδεικνύεται, αυτό που θα συνέβαινε σε όποιον έψαχνε τέτοιου είδους στοιχεία θα ήταν να… τα χάσει. «Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι το κοινό επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τις επιδημιολογικές μελέτες της διατροφής. Νιώθει φόβο ή πιστεύει ότι πρέπει να πάρει μεγάλες αποφάσεις και να αλλάξει τον τρόπο της διατροφής του, χωρίς όμως τελικά να υπάρχει ουσιαστικός λόγος. Την ίδια στιγμή η σύγχυση που αισθάνεται οδηγεί σε απόσπαση, με αποτέλεσμα να μη δίνεται η δέουσα σημασία σε “συστατικά” του σύγχρονου τρόπου ζωής που έχει αποδειχθεί πέρα από κάθε αμφιβολία και μέσα από ισχυρά επιστημονικά στοιχεία ότι αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου όπως είναι το κάπνισμα».
Ισχυρές ενδείξεις, αδύναμοι αριθμοί…
Σύμφωνα με τον κ. Ιωαννίδη, δεν πρέπει πάντως να ερμηνεύουμε αυτά τα στοιχεία «ρίχνοντας στην πυρά» όλες τις συσχετίσεις τροφών με τον καρκίνο. «Θα ήταν λάθος να πούμε ότι δεν υπάρχει συσχέτιση καμίας τροφής με τον καρκίνο. Για παράδειγμα, υπάρχει συνέπεια των μελετών σε ό,τι αφορά τη συσχέτιση του αλατιού ή του μπέικον με αύξηση του κινδύνου για καρκίνο ή τη συσχέτιση των φρούτων με μείωση του κινδύνου για καρκίνο.
Ωστόσο, ακόμη και αν υπάρχουν αυτές οι συσχετίσεις, μεγάλες μελέτες αλλά και κλινικές δοκιμές δείχνουν ότι τελικώς σε πραγματικούς αριθμούς είναι ασθενείς. Για παράδειγμα, φρούτα και λαχανικά μπορεί όντως να μειώνουν τον κίνδυνο καρκίνου, ωστόσο η μείωση είναι σχετικά μικρή: αν π.χ. ήταν να εμφανίσουν 1.000 άνθρωποι καρκίνο, τρώγοντας μία παραπάνω μερίδα φρούτων ή λαχανικών μπορεί να “σώζονταν” τελικώς από τη νόσο 2 ως 10 άτομα. Αντιστοίχως το μπέικον, τα κόκκινα κρέατα ή τα επεξεργασμένα κρέατα μπορεί να “προσθέτουν” στις 1.000 περιπτώσεις καρκίνου επιπλέον 30 ως 50 – χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι κάθε ζωή που σώζεται δεν είναι και σημαντική».
Σε κάθε περίπτωση, ο ειδικός υποστηρίζει ότι το κύριο μήνυμα αυτής της μελέτης είναι εκείνο που πρεσβεύουν πάντα οι (σοβαροί) επιστήμονες του πεδίου της διατροφής:«Ποικιλία και ισορροπία. Δεν λέμε σε καμία περίπτωση ότι όλα τα στοιχεία που προκύπτουν από τις μελέτες της επιδημιολογίας της διατροφής δεν έχουν αξία. Ωστόσο, όπως προέκυψε και από τα δικά μας ευρήματα, δεν γίνεται να πιστέψουμε ότι οποιαδήποτε τροφή καταναλώνουμε σχετίζεται με τον κίνδυνο καρκίνου». Για τον λόγο αυτόν ο κ. Ιωαννίδης συμβουλεύει να τρώμε σωστά και με μέτρο και να μην τρελαινόμαστε μπροστά σε μια κούπα καφέ ή τσάι επειδή την προηγούμενη ημέρα κάπου διαβάσαμε ή είδαμε ότι αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου. Διότι την επόμενη ημέρα πιθανότατα θα δούμε ότι τον μειώνει.
Βήμα Science
Πηγή: onlycy.com