Μυστήριο με τον θησαυρό της «λίστας Λιχτενστάιν». Αγνωστο πού βρίσκεται, πόσους έλληνες καταθέτες αφορά και τι ποσά από τη στιγμή που το 2009 επισήμως δηλώθηκε ότι «αξιοποιείται»
Την ύπαρξη λίστας από καταθέτες της τράπεζας LGT του Λιχτενστάιν επιβεβαίωσε το 2009 ο τότε υπουργός Οικονομικών κ. Γ. Παπακωνσταντίνου, αλλά η δήλωση του νυν υφυπουργού Οικονομικών κ. Γ. Μαυραγάνη περί παράνομης κτήσης της περιέπλεξε το μυστήριο
Στο υπουργείο Οικονομικών αλλά και στο ΣΔΟΕ έφθασε από τον Φεβρουάριο του 2008 με την ίδια μέθοδο που αποκτήθηκε και η περιβόητη «λίστα Λαγκάρντ» και μία άλλη, γνωστή ως «λίστα Λιχτενστάιν» ή «λίστα Κίμπερ».
Σε αυτή, την οποία είχε αντιγράψει ο υπάλληλος της τράπεζας LGT του Λιχτενστάιν Χάινριχ Κίμπερ, περιέχονται 4.527 ονόματα καταθετών, μεταξύ των οποίων και Ελληνες και 1.000 Γερμανοί. Από το 2008 η «λίστα Λιχτενστάιν» παραμένει μυστήριο για τη χώρα μας και κυρίως αν αυτή έχει αξιοποιηθεί από τις ελληνικές Αρχές, αν σε αυτήν περιλαμβάνονται και ονόματα πολιτικών κτλ.
Ο τότε υπουργός Οικονομικών κ. Γ. Παπακωνσταντίνου επιβεβαίωσε στις αρχές του 2009 την ύπαρξη και αυτής της λίστας. Και το ερώτημα που τίθεται είναι: Αφού βρίσκεται στις υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών, γιατί αυτή η λίστα δεν έχει ακόμη αξιοποιηθεί; Γιατί δεν εκλήθησαν οι έλληνες καταθέτες να δώσουν εξηγήσεις αν είχαν δηλώσει ή όχι τις καταθέσεις που είχαν στην τράπεζα του μικροσκοπικού αυτού πριγκιπάτου; Ερωτήματα που πολύ πιθανόν να βρουν απάντηση στις ερωτήσεις που κατέθεσαν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και της ΔΗΜΑΡ.
Η ιστορία της «λίστας Λιχτενστάιν» και οι διαδρομές της ανά την υφήλιο μοιάζουν με σενάριο κατασκοπικής ταινίας.
Τα έχει όλα: ανάμειξη μυστικών υπηρεσιών, διάθεση μυστικών κονδυλίων για την απόκτησή της, μυστηριώδεις εξαφανίσεις καταθετών και – το σημαντικότερο – ουδείς ως σήμερα κάνει λόγο για τους Ελληνες που συμπεριλαμβάνονται σε αυτήν. Το μοναδικό στοιχείο που υπάρχει (και αυτό έχει διαρρεύσει από έρευνα που έκαναν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ) είναι ότι «μπορεί ο αριθμός των ελλήνων καταθετών να είναι μικρός, αλλά τα ποσά που κατέθεσαν στη συγκεκριμένη τράπεζα είναι μεγάλα. Περισσότερα ίσως και από τις καταθέσεις Ελλήνων στην ελβετική τράπεζα HSBC!»
Ήξεις αφήξεις για τον τρόπο κτήσης
Το μυστήριο γύρω από τη «λίστα Λιχτενστάιν» περιπλέκεται περισσότερο με τη δήλωση του υφυπουργού Οικονομικών κ. Γ. Μαυραγάνη περί «παράνομης κτήσης» της λίστας και έκδοσης ενταλμάτων σύλληψης.
Στις 26 Μαρτίου 2010 ο κ. Γ. Παπακωνσταντίνου, απαντώντας σε ερώτηση του κ. Φ. Κουβέλη, όχι μόνον παραδέχθηκε ότι κατέχει τη λίστα αλλά και ότι την αξιοποιεί. Συμπληρώνει μάλιστα ότι το υπουργείο Οικονομικών «αξιοποιεί στοιχεία ανεξαρτήτως πηγής».
Και το νέο ερώτημα που προκύπτει είναι πώς ο ένας υπουργός (κ. Παπακωνσταντίνου) αξιοποιεί, όπως είπε στη Βουλή, τη λίστα (η οποία αποκτήθηκε παρανόμως) και ένας άλλος (ο κ. Μαυραγάνης) εμφανίζεται επιφυλακτικός για τον τρόπο απόκτησής της. Ο κ. Παπακωνσταντίνου μάλιστα μιλώντας πρόσφατα (24 Οκτωβρίου 2012) στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας υποστήριξε ότι η «λίστα Λιχτενστάιν» μπορούσε να χρησιμοποιηθεί επειδή περιήλθε επισήμως στις ελληνικές Αρχές σε αντίθεση με τη «λίστα Λαγκάρντ».
Δεν είναι πάντως η πρώτη φορά που η ελληνική κυβέρνηση γίνεται αποδέκτης πληροφοριών που θεωρούνται ότι έχουν αποκτηθεί «παρανόμως» και βεβαίως δεν είναι η πρώτη φορά που η γερμανική κυβέρνηση αξιοποιεί προς όφελός της τέτοιου είδους πληροφορίες και προτρέπει μάλιστα και την ελληνική κυβέρνηση να κάνει το ίδιο.
Κάν’ το όπως οι Γερμανοί
Για την ιστορία, επισημαίνεται ότι μεταξύ 2006 και 2007 οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες (BND) αγοράζουν το CD του κ. Κίμπερ αντί 4,2 εκατ. ευρώ. Βάσει του υλικού που περιείχε, η γερμανική Εισαγγελία του Μπόχουμ άσκησε αμέσως ποινικές διώξεις σε σημαίνοντα πρόσωπα της γερμανικής κοινωνίας που δεν μπόρεσαν να δικαιολογήσουν τις καταθέσεις τους.
Οι γερμανικές οικονομικές Αρχές αξιοποίησαν τη λίστα και με άλλους τρόπους (τους οποίους υπέδειξαν και στις ελληνικές Αρχές), αφού αρκετοί Γερμανοί των οποίων τα ονόματα περιέχονται στη λίστα έσπευσαν – για να γλιτώσουν τις ποινικές συνέπειες – να κάνουν άρον-άρον διακανονισμούς. Τα έσοδα από την αξιοποίηση της λίστας έφθασαν τα 200 εκατ. ευρώ! Δηλαδή οι Γερμανοί ξόδεψαν 4,2 εκατ. ευρώ για να αποκτήσουν τη λίστα και εισέπραξαν από αυτήν 200 εκατ. ευρώ.
Ακολούθησαν και άλλα CD που αγόρασαν οι γερμανικές Αρχές, ανάμεσα στα οποία και εκείνο που αφορά γερμανούς καταθέτες στο Λουξεμβούργο. Είδαν ότι είχαν απρόσμενα έσοδα από τέτοιες λίστες και δήλωσαν μάλιστα ότι είναι πρόθυμες να συνεργασθούν με οποιαδήποτε Αρχή άλλου κράτους για να τους παράσχουν πληροφορίες. Κυρίως – αυτό που μας ενδιαφέρει – έδειξαν ενδιαφέρον να συνεργασθούν και με το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών.
Οι γερμανικές διωκτικές Αρχές φρόντισαν όμως και για κάτι άλλο. Τον Νοέμβριο του 2010 εκδόθηκε απόφαση γερμανικού δικαστηρίου με την οποία επέτρεπε τη χρήση τέτοιων στοιχείων για λόγους δημοσίου συμφέροντος και στις γερμανικές Αρχές να αγοράζουν τέτοια CD. Το γερμανικό δικαστήριο έκανε στάθμιση συμφερόντων και κατέληξε ότι το δημόσιο συμφέρον της πάταξης της φοροδιαφυγής ήταν σημαντικότερο από την προστασία του τραπεζικού συστήματος και έτσι η χρήση του CD στη Γερμανία επιτρεπόταν για λόγους αποκλειστικά δημοσίου συμφέροντος. Περαιτέρω, αναφέρθηκε ότι την κλοπή δεν την είχαν διαπράξει οι γερμανικές Αρχές, αλλά ο πληροφοριοδότης Χάινριχ Κίμπερ, για τον οποίο θα πρέπει να σημειωθεί ότι έχει εκδοθεί ένταλμα σύλληψης από την Interpol.
Άγνωστο αν αξιοποιήθηκε
Τον Φεβρουάριο του 2008 η «λίστα Λιχτενστάιν» γίνεται γνωστή στην Ελλάδα με την επίκαιρη ερώτηση που κατέθεσε προς τον τότε υπουργό Οικονομικών κ. Γ. Αλογοσκούφη ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ (και σήμερα αντιπρόεδρος της Βουλής) κ. Ι. Δραγασάκης.
Απάντησε ο τότε υφυπουργός κ. Αντ. Μπέζας, αρμόδιος για τα φορολογικά θέματα, ο οποίος υποσχέθηκε ότι θα προβεί σε αίτημα προς τις αρμόδιες Αρχές της Γερμανίας. Στις 2 Μαρτίου 2010 κατατίθεται νέα ερώτηση στη Βουλή, στον τότε νέο υπουργό Οικονομικών κ. Παπακωνσταντίνου από τον κ. Κουβέλη. Ηταν η πρώτη φορά που το υπουργείο Οικονομικών παραδέχεται την ύπαρξη της λίστας, αφού ο υπουργός δήλωσε ότι άρχισε η αξιοποίηση της.
Ως σήμερα ουδείς γνωρίζει τι έχει απογίνει αυτή η περίφημη «λίστα Λιχτενστάιν», αν δηλαδή έχει αξιοποιηθεί ή αν έχουν κληθεί οι έλληνες καταθέτες να δικαιολογήσουν φορολογικά τα ποσά που κατέθεσαν στην τράπεζα του Λιχτενστάιν και βεβαίως δεν έχει δοθεί στη δημοσιότητα κανένα πρόσωπο το οποίο περιλαμβάνεται στη λίστα.
Υπάρχει μια ανεξήγητη σιωπή, τόση που ο κ. Δραγασάκης αναγκάστηκε να προσφύγει σε άλλα μέτρα πίεσης, ζητώντας να πληροφορηθεί από τον υπουργό Οικονομικών «αν η ελληνική κυβέρνηση προτίθεται να ψηφίσει υπέρ της ένταξης του Λιχτενστάιν στη Συνθήκη Σένγκεν, σε περίπτωση που το μικροσκοπικό αυτό κρατίδιο δεν συνεργασθεί με την ελληνική κυβέρνηση στο θέμα αυτό».
Έλεγχοι ΣΔΟΕ σε 54 πολιτικούς
Στο μικροσκόπιο αρχηγός κόμματος
Οι 32 πολιτικοί που ελέγχονται έπειτα από καταγγελίες για αθέμιτο πλουτισμό, όπως είχε αποκαλύψει στη Βουλή ο επικεφαλής του ΣΔΟΕ κ. Στ. Στασινόπουλος, έγιναν σήμερα 54. Δεν σημαίνει ότι όσοι ελέγχονται έχουν περιπέσει στο κακούργημα του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος ούτε ότι φοροδιαφεύγουν· απλώς ελέγχονται.
Οπως «Το Βήμα» πληροφορείται, ήδη ολοκληρώθηκε ο έλεγχος για έναν πολιτικό, για τον οποίο δεν προέκυψαν στοιχεία. Πρόκειται για τον νυν αντιπρόεδρο της Βουλής κ. Αθ. Νάκο. Αντιθέτως γίνονται εκτεταμένοι έλεγχοι για έναν αρχηγό κόμματος για τον οποίο ζητήθηκε να ανοίξουν οι τραπεζικοί του λογαριασμοί. Εάν υπάρξουν οποιεσδήποτε αποκλίσεις από το «πόθεν έσχες» του και από τους τραπεζικούς του λογαριασμούς ή εάν δεν μπορέσει να δικαιολογήσει επαρκώς από πού προήλθε η οικονομική του κατάσταση, τότε αμέσως ο φάκελός του θα διαβιβαστεί για τα περαιτέρω στη Βουλή.
Στόχος του κ. Στασινόπουλου είναι να κάνει πιο λειτουργικό και πιο γρήγορο τον οικονομικό έλεγχο του ΣΔΟΕ. Τούτες τις ημέρες αποστέλλονται σημειώματα (μετά το πρώτο ξεκαθάρισμα που έγινε) στους 17.000 καταθέτες στο εξωτερικό, ενώ δημιουργείται μία νέα ομάδα «Αδιάφθορων», με 30 ένστολους και ένοπλους, οι οποίοι θα έχουν στη διάθεσή τους περιπολικά και μοτοσικλέτες που θα ριχτούν στην αγορά ώστε, όπως είπε ο κ. Στασινόπουλος, «ο έλεγχος στην απόδοση του ΦΠΑ και στην απόδοση αποδείξεων να γίνεται εμφανής σε όλους».
Πηγή: tovima.gr