Ο Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, στις 2 Νοεμβρίου του 1911. Ήταν ο έκτος γιος της Μαρίας και του Παναγιώτη Αλεπουδέλη, γνωστού σαπουνοβιομήχανου από τη Μυτιλήνη, που διατηρούσε πολύ φιλικούς δεσμούς με το Ελευθέριο Βενιζέλο.
Στην Αθήνα, η οικογένεια εγκαθίσταται, όταν ο Οδυσσέας ήταν 3 χρονών. Στα παιδικά και νεανικά του χρόνια, στο σπίτι της οδού Σόλωνος, σημαντικό ρόλο έπαιξαν, η Γερμανίδα γκουβερνάντα του Άννα Κέλερ και ο θάνατος της αδερφής του Μυρσίνης το 1918, όταν ο ποιητής ήταν μόνο 7 χρονών. Ένας θάνατος, που τον συγκλόνισε και ίσως να τον έβαλε σ’ έναν αγώνα να τον ξεπεράσει, ώστε στο τέλος να αποδεχθεί το θάνατο και να τον νικήσει. Έτσι κατάφερε να κάνει, οίστρο της ζωής, το φόβο του θανάτου.
Σε νεαρή ηλικία ο ποιητής μας στάθηκε τυχερός να έχει σπουδαίους δασκάλους, όπως ο Ιωάννης Κακριδής και ο Γιώργος Αποστολάκης, ευτύχησε να ταξιδέψει πολύ, να μυηθεί στην αγάπη της φύσης, να προχωρήσει στην ανακάλυψη των νησιών του Αιγαίου και να αφήσει την ψυχή του σ’ ένα αδιάκοπο ταξίδι στα γαλανά νερά του Αρχιπελάγους.
Στα 13 του χρόνια άρχισε να δημοσιεύει, χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο, συνεργασίες του στη “Διάπλαση των Παίδων”, ένα περιοδικό που σε μας τα παιδιά θυμίζει τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, την Πηνελόπη Δέλτα και άλλους κορυφαίους των ελληνικών γραμμάτων.
Γράφει τα “Πρώτα ποιήματα” το 1934. Τότε γνωρίζει και συνδέεται με τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Μια γνωριμία, που θα τον επηρεάσει και που θα εξελιχθεί σε μια βαθιά, ισόβια φιλία. Για πρώτη φορά τότε, δέχεται απρόθυμα να δημοσιεύσει ποιήματά του στα “Νέα Γράμματα”, με το ψευδώνυμο που θα τον έκανε παγκόσμια γνωστό: Ελύτης.
Στο καφενείο του Λουμίδη, ένα στέκι που εγκαινίασαν το 1938, με την άλλη μεγάλη ποιητική μορφή, το Νίκο Γκάτσο, συναντιέται με σπουδαίους ανθρώπους. Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζηδάκις ήταν δυο απ’ αυτούς.
Στην εποχή του, στην ποίηση επικρατούσε μια νοοτροπία, που ήταν γνωστή με τον όρο “Καρυωτακισμός”, που σήμαινε για τη λογοτεχνία ένα κλίμα πόνου, ενοχής και ίσως απαισιοδοξίας. Κόντρα σ’ αυτά, ο Ελύτης αντιτάσσει μια ποίηση χαρούμενη, ευφρόσυνη, με μια τρελή ροή λόγου, γεμάτη ζωντανές εικόνες. hlios1.JPG (20759 bytes)
Εκπρόσωποι της γενιάς του ’30, αυτός και ο Εμπειρίκος, αφομοιώνουν στην ποίησή τους στοιχεία υπερρεαλισμού, σε αντίθεση με τον Σεφέρη – άλλη μια ξεχωριστή μορφή της ίδιας γενιάς – ο οποίος φέρνει στην ελληνική ποίηση, έναν νέο αέρα, επηρεασμένος από τον συμβολισμό.
Ως πολίτης, δεν παρέλειψε να δώσει το παρόν στις κρίσιμες στιγμές του έθνους. Υπηρέτησε στο αλβανικό μέτωπο ως ανθυπολοχαγός (΄40-’41). Οι εμπειρίες του απ’ το Αλβανικό έπος συγκεντρώνονται σ’ ένα έργο, το “‘Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας”.
Στη Γαλλία, το 1950, ξεκινά να γράφει την κορο-νίδα του έργου του, το ” ‘Αξιον Εστί”, που κυκλοφορεί το 1960 και κερδίζει το Πρώτο Κρατικό Βραβείο. Το 1963, ο Σεφέρης παίρνει το βραβείο Νόμπελ και ο Ελύτης, εκδίδει το έργο του ” ‘Ηλιος ο Πρώτος” και τα επόμενα χρόνια, ηχογραφεί με τον Θεοδωράκη τις “Μικρές Κυκλάδες”.
Στα 1972 αρνείται – σαν πράξη αντίστασης – το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας, που του προσφέρει η χούντα. Εκδίδει “Τα ρω του έρωτα”, το 1973 και κυκλοφορεί σε μουσική Λίνου Κόκοτου “Το θαλασσινό τριφύλλι”.
Το 1979, η Σουηδική Ακαδημία ανήγγειλε, ότι του απονέμει το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας και γίνεται ο δεύτερος ‘Ελληνας, που τιμάται με το ανώτερο βραβείο, στο χώρο της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς από την πνευματική παρακαταθήκη που μας άφησε. “Προσανατολισμοί” (1940), “Θάνατος και Ανάσταση του Κων/νου Παλαιολόγου” (1971), “Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας” (1972), “Ο ζωγράφος Θεόφιλος” (1973), “Η μαγεία του Παπαδιαμάντη” (1977), “Μαρία Νεφέλη” (1978), αλλά και ένα τεράστιο έργο στο χώρο της δισκογραφίας.
Από τα δοκίμιά του μέχρι τις μεταφράσεις ξένων ποιητών και θεατρικών συγγραφέων. Μια προσφορά που συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1992, το βιβλίο “Εν λευκώ” και το 1995 μια συλλογή δοκιμίων με τίτλο “Ο κήπος με τις αυταπάτες”. Μια παρακαταθήκη, για την οποία τιμήθηκε και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Πηγή: 11dim-kaval.kav.sch.gr