Στις διηγήσεις των Ποντίων της πρώτης γενιάς περίοπτη θέση δίπλα στις ιστορικές κοιτίδες του Ελληνισμού της Μαύρης Θάλασσας, όπως η Τραπεζούντα, η Κερασούντα, η Αμισός και η Σινώπη, καταλαμβάνει και μια πόλη με ξενικό όνομα, η οποία μάλιστα γεωγραφικά και ιστορικά δεν εντάσσεται σε αυτό πού εννοούμε λέγοντας Πόντος: το Βατούμ. Τις τελευταίες όμως δεκαετίες της ζωής των Ελλήνων του Πόντου στην ιστορική πατρίδα τους, είχε συνδεθεί τόσο στενά με τύχη του Ποντιακού Ελληνισμού, όντας το συνηθέστερο ασφαλές καταφύγιό τους απέναντι στην καταπίεση και την αυθαιρεσία των Τουρκικών αρχών, ώστε την αγάπησαν δικαιολογημένα σαν δική τους.
Το Βατούμ, ο «Βαθύς Λιμήν» της αρχαιότητας βρίσκεται εκεί ακριβώς που οι αρχαίοι Έλληνες τοποθετούσαν τη μυθική Κολχίδα. Υπό την έννοια αυτή δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στο λιμάνι της πόλης δεσπόζει σήμερα ένα γιγαντιαίο άγαλμα της Μήδειας!
Επί πολλούς αιώνες το Βατούμ παρέμενε ένα μάλλον μέτριο σε μέγεθος χωριό, γνωστό μόνο για το ασφαλές λιμάνι του και τις οχυρώσεις που πραγματοποίησαν σε αυτό οι κατά καιρούς κύριοι του. Το 1627 καταλήφθηκε οριστικά από τους Τούρκους, οπότε και άρχισε η διαδικασία εξισλαμισμού της Ατζαρίας (της παραθαλάσσιας περιοχής της Γεωργίας, που έχει πρωτεύουσα το Βατούμ). Το 1807 το τουρκικό Μπατούμ διέθετε πληθυσμό 5.000 κατοίκων και αποτελούσε το κέντρο του Οθωμανικού δουλεμπορίου στην περιοχή της Υπερκαυκασίας.
Το 1878 με τη γνωστή Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου η πόλη και η ενδοχώρα της προσαρτήθηκαν στην Τσαρική Ρωσία. Υπό τη ρωσική διακυβέρνηση το Βατούμ αναδείχτηκε γρήγορα στο σημαντικότερο λιμάνι της περιοχής του Καυκάσου, έπειτα από αθρόες κυβερνητικές επενδύσεις σε έργα ναυτιλιακής υποδομής. Η σπουδαιότητά του οφείλεται στο ότι ήταν το ασφαλέστερο λιμάνι ολόκληρης της ακτής από το Κερτς έως τη Σινώπη και η ανάπτυξή του βασίστηκε σχεδόν αποκλειστικά στις διαρκώς αυξανόμενες εξαγωγές πετρελαίου από το Μπακού που έδινε την εποχή εκείνη το 1/3 της παγκόσμιας πετρελαιοπαραγωγής. To 1883 εγκαινιάστηκε o Υπερκαυκασιακός Σιδηρόδρομος που συνέδεε το Μπακού με το Βατούμ, γεγονός που απογείωσε στην κυριολεξία την οικονομική ζωή της πόλης, η οποία μέσα σε χρόνο ρεκόρ γέμισε από σύγχρονες βιομηχανίες, διυλιστήρια, μονάδες παραγωγής κηροζίνης κ.α.
Η ολοένα και αυξανόμενη σημασία του Βατούμ δεν ήταν δυνατόν να αφήσει αδιάφορους τους Έλληνες του Πόντου, ιδιαίτερα τους δαιμόνιους εμπόρους των Σουρμένων, που ήταν άλλωστε μία από τις πιο κοντινές προς το Βατούμ περιοχές του Πόντου. Έτσι ήδη από τα χρόνια ζωής του Βατούμ ως σύγχρονης πόλης, τη δεκαετία του 1880 πάρα πολλοί Σουρμενίτ’ εγκατέλειψαν την πατρίδα τους κι εγκαταστάθηκαν οριστικά σε αυτό. Σιγά-σιγά ο αριθμός τους αυξήθηκε σχηματίζοντας μια μικρή Ελληνική παροικία. Από τότε και μέχρι τη φυγή των Ελλήνων, οι Σουρμενίτ’ αποτελούσαν την πιο πολυάνθρωπη και συμπαγή, και δεμένη ομάδα στο εσωτερικό της Ελληνικής κοινότητας του Βατούμ, και εκείνη που κατείχε πάντοτε τα πρωτεία στην κοινοτική οργάνωση των Ελλήνων και την πλειοψηφία του Δ.Σ. της Ελληνικής κοινότητας. Αυτοί άλλωστε ήταν και οι κτήτορες του Αγίου Νικολάου, της ελληνικής εκκλησίας της πόλης, γύρω από την οποία συσπειρωνόταν ολόκληρη η ελληνική παροικία.
Οι Έλληνες του Βατούμ ανήκαν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα της πόλης. Δίπλα στους μεγαλοαστούς εμπορευόμενους, χαρακτηριστικές εικόνες από τη ζωή των οποίων μας δίνει η συγγραφέας της «Λωξάνδρας», Μαρία Ιορδανίδου στο μυθιστόρημά της «Διακοπές στον Καύκασο» (1965), βρίσκουμε καταστηματάρχες, μικροέμπορους, τεχνίτες και, φυσικά, ανθρώπους της εργασίας.
Τα τελευταία χρόνια πριν την ανταλλαγή στην πόλη του Βατούμ κυκλοφορούσαν δύο πολύ ελληνικές εφημερίδες, ο «Αργοναύτης», ιδιοκτησίας Στ. Γαληνού, και ο «Ελεύθερος Πόντος», που εξέδιδε ο γιατρός Θεοφύλακτος Θεοφύλακτος. Ευτυχώς τα τεύχη των δύο αυτών εφημερίδων, που απαλλαγμένες από τη λογοκρισία των τουρκικών αρχών μπορούσαν να περιγράψουν με απόλυτη ελευθερία τις ωμότητες που συνέβαιναν στο γειτονικό Πόντο, έχουν διασωθεί και προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες στους σύγχρονους ερευνητές.
Την εποχή της μεγάλης δοκιμασίας των Ελλήνων του Πόντου τόσο η Ελληνική Κοινότητα ως συλλογικός φορέας, όσο και μεμονωμένοι εύποροι Έλληνες της πόλης ενίσχυαν μέσω διαφόρων επιτροπών τους χειμαζόμενους Έλληνες του Πόντου.
Οι πιο δραματικές στιγμές που γνώρισε η ελληνική κοινότητα του Βατούμ ήρθαν μετά το 1918, όταν στην πόλη συγκεντρώθηκαν χιλιάδες πρόσφυγες, οι οποίοι προέρχονταν είτε από τον Πόντο και είχαν ακολουθήσει το διαλυμένο τσαρικό στρατό που εγκατέλειπε την Τραπεζούντα, είτε από τα ποντιακά χωριά του Καρς, που είχαν καταληφθεί από τους Τούρκους, είτε τέλος από τις ακμάζουσες άλλοτε κοινότητες της Νότιας Ρωσίας και έφευγαν για να αποφύγουν την προέλαση των επαναστατών. Όλοι αυτοί συνωστίστηκαν υπό άθλιες συνθήκες στην περιοχή γύρω από το λιμάνι της πόλης, με σκοπό να μπορέσουν να ταξιδέψουν για την Ελλάδα. Σύμφωνα με την επίκουρη καθηγήτρια του Δ.Π.Θ. Μαρία Βεργέτη γύρω στο 1/3 των προσφύγων που είχαν μαζευτεί στο Βατούμ πέθανε από τις κακουχίες πριν προλάβει να φύγει για την Ελλάδα, όπου τελικά έφτασαν λίγο πάνω από τους μισούς!
Χαρακτηριστικό του δράματος των προσφύγων που είχαν συγκεντρωθεί στο Βατούμ , είναι το παρακάτω απόσπασμα από εφημερίδα της εποχής:
«Εν τω νεκροταφείω: Βαρύ και λυπηρόν είναι να γράψωμεν περί τούτου. Καθ’ εκάστην πρωίαν το Νεκροταφείον παρουσιάζει φοβερό θέαμα.
Εδώ και εκεί, πάνω εις τα χόρτα, είτε εις δρομίσκους πλησίον των τάφων παρατηρούνται τεμάχια ανθρωπίνου κρέατος, κόκκαλα και εντόσθια. Ταύτα είναι έργον των πεινασμένων θώων, οίτινες ανασκάπτωσιν από την γήν νεωστί ενταφιασμένους νεκρούς.
Μη νομίσετε ότι δια τούτο ενοχοποιούμεν κανέναν δι’ έλλειψιν επιθεωρήσεων. Ουχί. Εδώ έχομεν έργον μεγάλου δυστυχήματος, της τελευταίας πράξεως της προσφυγικής τραγωδίας.
Ο λόγος είναι περί Ελλήνων προσφύγων του Κάρς και άλλων μερών. Περί της δυστυχίας αυτών πολλά εγράφησαν, αλλά λίγα επράχθησαν. Αυτοί οι δυστυχισμένοι Έλληνες ζώντες υπό συνθήκας ανυποφέρτους από οικονομικής και υγειονομικής απόψεως αναμένουσιν εν τη παραλία ατμόπλοια και ησύχως άνευ θορύβου αποθνήσκουσιν.
Από τους πρόσφυγας ούτους έμειναν άνω των 11.000 ψυχών εκ των οποίων τους 4.000 δύνανται να παραλάβει το εν λιμένι ατμόπλοιον «Ελευθερία». Πότε θα έλθουν άλλα μεταφορικά άγνωστον. Οι δε δυστυχείς πρόσφυγες αποθνήσκουσιν οσημέραι ελαφρυούντες ούτω το έργον της μεταφορικής υπηρεσίας, διότι επιτέλους ολίγοι μόνον άνθρωποι θα μεταφερθώσιν.
Οι θάνατοι εις τα σκηνώματα τούτων διακυμαίνονται 10-30 κατά το ημερονύκτιον. Οι Έλληνες πρόσφυγες κατήντησαν παντελώς πένητες, προσπαθούσι να αποφύγωσι την Υγειονομική Επιθεώρηση και τον ιερέα ακόμη, ούτω δε θάπτουσι τους νεκρούς των ησύχως κατά τας νύκτας βιαζόμενοι. Και φοβούμενοι να παρατηρήσωσιν πέριξ των. Διο εν τη βία οι δυστυχείς ούτοι δεν δύνανται να ανοίξωσι βαθείς, τάφους και αναγκάζονται τους αγαπητούς τους νεκρούς να θάψωσιν εκ τάφους μη έχωσιν βάθος πλέον του ημίσεως πήχεως. Και μετά την αναχώρησιν εκ του αβαθούς τάφου τους νεκρούς, ους κατατεμαχίζοντας τελούσι τα όργια αυτών και ούτω δεν δίδωσι ησυχίαν εις τους δυστυχείς πρόσφυγες έστω και μετά θάνατον».
Την περίοδο 1919-1924 όσοι από τους πρόσφυγες διέφυγαν το θάνατο, καθώς και ένα μεγάλο μέρος των παλαιών Ελλήνων κατοίκων της πόλης, έφυγαν για την Ελλάδα. Αυτοί που έμειναν πίσω υπέμειναν την απώλεια των περιουσιών τους και κυρίως τις μεταγενέστερες σταλινικές διώξεις, οι οποίες πάντως στην περιοχή ήταν μάλλον ηπιότερες από εκείνες που βίωσαν οι Πόντιοι της γειτονικής Αμπχαζίας (Σοχούμ).
Σήμερα το Βατούμ είναι πρωτεύουσα της αυτόνομης περιοχής της Ατζαρίας. Ο πληθυσμός του είναι γύρω στις 120.000. Μεταξύ αυτών και οι 500 περίπου εναπομείναντες Έλληνες της πόλης, βουβοί μάρτυρες του τέλους μιας από τις πιο ανθηρές ελληνικές παροικίες των αρχών του 20 αιώνα…
Πηγή: amastrismag.blogspot.gr