Ο οίκος αναγνωρίζει ότι ο συγχωνευμένος όμιλος θα διατηρεί μία σημαντική θέση στην ελληνική αγορά, με μερίδιο αγοράς 32% στις καταθέσεις, καθώς και μία αξιοσημείωτη παρουσία στην ευρύτερη περιοχή της Αν. Ευρώπης και της Τουρκίας.
Όμως, η S&P προειδοποιεί ότι τα κεφάλαια και τα κέρδη του νέου ομίλου θα παραμείνουν πολύ αδύναμα, καθώς ο δείκτης κεφαλαίων, προσαρμοσμένος στο ρίσκο θα κυμανθεί, σύμφωνα με τη μεθοδολογία του οίκου, κάτω από το 2% στα επόμενα δύο χρόνια.
Η κεφαλαιακή θέση του ομίλου θα μειωθεί από τις ζημιές που αναμένονται για το 2012 και το 2013, ως αποτέλεσμα των υψηλών ζημιών που αναμένονται από το χαρτοφυλάκιο δανείων. «Οι πιθανές συνέργειες στο λειτουργικό κόστος που θα προκύψουν από τη συγχώνευση, θα μετριάσουν μόνο οριακά την επίπτωση από την εξασθένιση της οικονομίας στο χρηματοοικονομικό προφίλ του νέου ομίλου, κατά τα επόμενα δύο χρόνια, κατά την άποψή μας», λένε οι αναλυτές της S&P.
Μάλιστα, ο οίκος εκτιμά ότι ο όμιλος ΕΤΕ θα συνεχίσει να εμφανίζει μια πολύ υψηλή εξάρτηση από τη στήριξη ρευστότητας της ελληνικής κεντρικής τράπεζας, καθώς αναμένεται να αργήσει να επιστρέψει στη χρηματοδότηση μέσω των κεφαλαιαγορών. Επιπλέον, η S&P πιστεύει ότι θα λάβει ρευστότητα και από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς στήριξης.
Στο πλαίσιο αυτό, η S&P εκτιμά ότι το χρηματοοικονομικό προφίλ του ομίλου δεν θα είναι ιδιαίτερα διαφορετικό από εκείνο που εμφανίζουν η Εθνική και η Eurobank μεμονωμένα. Έτσι, ο οίκος επιβεβαιώνει την μακροπρόθεσμη αξιολόγηση ‘CCC’ και τη βραχυπρόθεσμη ‘C’ για τις δύο τράπεζες, δίνοντάς τους, μάλιστα, αρνητικές προοπτικές.
Πηγή: fpress