Η σεξουαλική αποστροφή αναφέρεται σε μια ιδιαίτερη ψυχολογική κατάσταση κατά την οποία εκφράζεται, επίμονα και επανειλημμένα, ακραία αποστροφική διάθεση και αποφυγή κάθε, ή σχεδόν κάθε, συμπεριφοράς, διαδικασίας κλπ. που σχετίζεται με τη σεξουαλική συνεύρεση και επαφή.
Η αποστροφή και η αποφυγή μπορεί να μην αφορούν μόνο τη στιγμή και τη διαδικασία της διείσδυσης του πέους στον κόλπο αλλά και άλλες συγκεκριμένες πτυχές της σεξουαλικής πράξης, όπως, για παράδειγμα, τις εκκρίσεις των γεννητικών οργάνων, τη θέα του γυμνού σώματος κ.ά.
Μπορεί, μάλιστα, να γενικεύονται και να αφορούν αποστροφή και αηδία για οποιαδήποτε νύξη σεξουαλικού ερεθίσματος συμπεριλαμβανομένων των φιλιών, των χαδιών ή ακόμη και την παρακολούθηση μιας ερωτικής σκηνής στην τηλεόραση ή τον κινηματογράφο.
Σε πολλές περιπτώσεις εκδηλώνεται έντονο άγχος έως και συμπτώματα κρίσης πανικού όταν το άτομο βρεθεί αντιμέτωπο με μια κατάσταση που ενεργοποιεί το φόβο του για τη σεξουαλική εμπειρία. Η βασική επιθυμία του τότε παραμένει το να μην συνεχιστεί περαιτέρω η ερωτική συνεύρεση και η σεξουαλική πράξη και «να τελειώσουν όλα» το συντομότερο δυνατό.
Η αποστροφική διάθεση εκδηλώνεται και με ψυχοσωματικά συμπτώματα, όπως για παράδειγμα, αίσθημα ναυτίας, δύσπνοια, ταχυπαλμία κλπ. Το αίσθημα του φόβου λαμβάνει επίσης διάφορες μορφές και εμμονές όπως, για παράδειγμα, το φόβο απώλειας ελέγχου του εαυτού και των σωματικών λειτουργιών, το φόβο ανεπάρκειας, το φόβο σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων (ότι η σεξουαλική πράξη θα αποτελέσει αιτία μόλυνσης κάποιου σεξουαλικώς μεταδιδόμενου νοσήματος), το φόβο πιθανής εγκυμοσύνης, το φόβο συναισθηματικής εγγύτητας και δέσμευσης, το φόβο δυσμορφίας ή τραυματισμού των γεννητικών οργάνων.
Το κύριο όμως χαρακτηριστικό της αποστροφικής διάθεσης παραμένει η απόλυτη αποφυγή του/ της συντρόφου και της σεξουαλικής επαφής και η εκδήλωση δυσφορίας, άγχους ή και πανικού σε πιθανή απόπειρα έναρξης της σεξουαλικής δραστηριότητας.
Συναισθηματική επίδραση
Είναι φανερό ότι η εμπειρία αυτών των συμπτωμάτων προκαλεί στο ίδιο το άτομο έντονη υποκειμενική ενόχληση, εκνευρισμό αλλά και αίσθημα ντροπής και ενοχής για τις τόσο έντονες αντιδράσεις του σε έναν τομέα μάλιστα που θεωρείται πηγή χαράς, ευχαρίστησης και ηδονής. Το ίδιο δεν μπορεί να κατανοήσει τα συναισθήματά του, τις αντιδράσεις του και νιώθει ότι αυτό που βιώνει είναι παράξενο και μη φυσιολογικό.
Παράλληλα, νιώθει απογοήτευση και απελπισία καθώς δεν μπορεί να βρει έναν τρόπο ικανοποίησης, χαράς και ευχαρίστησης κατά τη σεξουαλική επαφή. Μάλιστα, νιώθει μειονεκτικά και ότι υστερεί σε κάτι πολύ σημαντικό και ουσιαστικό στη ζωή του.
Συχνά τα συναισθήματα αυτά χρεώνονται στο σύντροφο με θυμό και επιθετικότητα που διαρκεί ακόμη και μετά τη σεξουαλική επαφή, ότι δηλαδή «ο άλλος» φταίει για την αδυναμία ικανοποίησης και απόλαυσης της σεξουαλικής εμπειρίας. Γενικότερα, υπό τις δεδομένες συνθήκες οι σχέσεις των δύο συντρόφων επιδεινώνονται, οι δύο σύντροφοι αποστασιοποιούνται και σε ειδικές περιπτώσεις η σεξουαλική αποστροφή του ενός μπορεί να αποτελέσει αφορμή εκδήλωσης σεξουαλικής δυσλειτουργίας και στον άλλον (μείωση ερωτικής επιθυμίας, αποφυγή, εκδήλωση άγχους κλπ.).
Πρωτογενής & δευτερογενής δυσλειτουργία
Όπως και σε περιπτώσεις άλλων σεξουαλικών δυσλειτουργιών η σεξουαλική αποστροφή μπορεί να είναι πρωτογενής ή δευτερογενής. Στην πρώτη περίπτωση, το άτομο εκδηλώνει μια αρνητική και μη ενθουσιώδη αντίδραση για τη σεξουαλική δραστηριότητα από ανέκαθεν και αποφεύγει οποιαδήποτε νύξη αφορά αυτή τη διαδικασία, ακόμη και τη σύναψη μιας ερωτικής σχέσης κλπ. Στη δεύτερη περίπτωση, η αποστροφική διάθεση έχει εκδηλωθεί μετά από μια τραυματική εμπειρία (ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, έκτρωση, σεξουαλική παρενόχληση, σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, σεξουαλική κακοποίηση, βιασμός κ.ά.) και έκτοτε επηρεάζει σταθερά την αντίδραση του ατόμου.
Παρόλα αυτά θα πρέπει να αναφερθεί ότι και στην πρώτη περίπτωση (πρωτογενής δυσλειτουργία) θεωρείται ότι ενυπάρχει η εμπειρία ψυχοσεξουαλικού τραύματος σε εξαιρετικά νεαρή ηλικία (νηπιακή, παιδική) για την οποία όμως δεν υφίσταται συνειδητή ανάμνηση και ανάκληση. Γενικότερα η διαταραχή της σεξουαλικής αποστροφής εκδηλώνεται περισσότερο σε άτομα που έχουν ανατραφεί σε αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον, με έντονες θρησκευτικές και ηθικές αρχές.
Κλινικά Στοιχεία
Η σεξουαλική αποστροφή δεν αποτελεί μια ιδιαίτερα μελετημένη σεξουαλική δυσλειτουργία και δεν έχουν καταγραφεί πολλά σχετικά με αυτή βιβλιογραφικά.
Αρχικά συμπεριλαμβανόταν στα διαγνωστικά κριτήρια της Υποτονικής Σεξουαλικής Επιθυμίας -κατάταξη η οποία έδινε ιδιαίτερη έμφαση στο στοιχείο της μειωμένης ερωτικής επιθυμίας. Σήμερα, όμως, σύμφωνα πάντα με τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM-IV-TR (Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών), αποτελεί μια αυτόνομη υποκατηγορία των Διαταραχών Σεξουαλικής Επιθυμίας με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό το στοιχείο της αποστροφικής διάθεσης και αποφυγής.
Σε πολλές περιπτώσεις η ιδιαίτερη μελέτη, αναγνώριση και καταγραφή της σεξουαλικής αποστροφής ήταν δύσκολη λόγω της σύγχυσης αυτής με τα ιδιαίτερα κλινικά χαρακτηριστικά των φοβιών (συχνά συναντάται και με τον όρο «φοβία για το σεξ»-sex phobia).
Η κλινική εικόνα όμως της σεξουαλικής αποστροφής υποδεικνύει ένα στοιχείο αηδίας και αποστροφής που δεν αφορά και δεν εκδηλώνεται στις φοβίες. Επίσης, σύγχυση επερχόταν και σχετικά με το στοιχείο των κρίσεων πανικού και την πιθανή εκδήλωση αυτών κατά την έκφραση της αποστροφικής διάθεσης. Σήμερα, όμως, είναι κατανοητό ότι η εκδήλωση κρίσεων άγχους και πανικού αποτελεί έναν ακόμη τρόπο με τον οποίο εκδηλώνεται το πρόβλημα και όχι το κύριο και βασικό κλινικό διαγνωστικό κριτήριο.
Σχετικά με τη συχνότητα εκδήλωσης της σεξουαλικής αποστροφής στον ευρύτερο πληθυσμό και, κυρίως, το αν εκδηλώνεται πιο συχνά στον αντρικό ή γυναικείο πληθυσμό τονίζεται ότι δεν υπάρχουν πολλά καταγεγραμμένα στοιχεία αλλά φαίνεται να είναι πολύ πιο συχνό από ό, τι φαίνεται.
Χαρακτηριστικά θα μπορούσε να αναφερθεί εδώ το υψηλό ποσοστό «λευκών γάμων», ιδιαίτερα στα πλαίσια της ελληνικής επαρχίας, περιπτώσεις οι οποίες συχνά «κρύβουν» κάποιο σεξουαλικό πρόβλημα του ενός ή και των δύο συντρόφων, στη συγκεκριμένη περίπτωση τη σεξουαλική αποστροφή. Γενικά, η σεξουαλική αποστροφή εμφανίζεται πιο συχνά στις γυναίκες, με κύριο πιθανό αίτιο σε πολλές περιπτώσεις τη σεξουαλική κακοποίηση, και στους άντρες με κύριο πιθανό αίτιο το άγχος απόδοσης κατά τη σεξουαλική επαφή.
Ο διαχωρισμός αυτός όμως πιθανόν να μην αντικατοπτρίζει τα πραγματικά δεδομένα καθώς το πιο χαμηλό ποσοστό εκδήλωσης στους άντρες μπορεί να οφείλεται στο ότι οι άντρες με σεξουαλική αποστροφή αποφεύγουν να δημιουργήσουν και μια σχέση με μια γυναίκα που πιθανόν θα τους οδηγούσε και σε μια συγκρουσιακή κατάσταση σε σχέση με το σεξ και επομένως και στην ψυχοθεραπεία.
Γενικά, το ερώτημα του ποσοστού εκδήλωσης της σεξουαλικής αποστροφής στους άντρες απαιτεί σημαντική διερεύνηση καθώς φαίνεται να αποτελεί ένα πρόβλημα καλά «κρυμμένο» που εκδηλώνεται με πολλές άλλες μορφές, όπως αποφυγή σχέσεων, μοναχικές δραστηριότητες, κατάθλιψη κλπ. Τέλος, υψηλότερο ποσοστό γυναικών μπορεί να εμφανίζεται με σεξουαλική αποστροφή καθώς τα συμπτώματα αυτής συγχέονται με τα συμπτώματα της υποτονικής ερωτικής επιθυμίας που πράγματι εκδηλώνεται πιο συχνά στις γυναίκες.
Η σεξουαλική αποστροφή αναφέρεται σε μια ιδιαίτερη ψυχολογική κατάσταση κατά την οποία εκφράζεται, επίμονα και επανειλημμένα, ακραία αποστροφική διάθεση και αποφυγή κάθε, ή σχεδόν κάθε, συμπεριφοράς, διαδικασίας κλπ. που σχετίζεται με τη σεξουαλική συνεύρεση και επαφή.
Η αποστροφή και η αποφυγή μπορεί να μην αφορούν μόνο τη στιγμή και τη διαδικασία της διείσδυσης του πέους στον κόλπο αλλά και άλλες συγκεκριμένες πτυχές της σεξουαλικής πράξης, όπως, για παράδειγμα, τις εκκρίσεις των γεννητικών οργάνων, τη θέα του γυμνού σώματος κ.ά.
Μπορεί, μάλιστα, να γενικεύονται και να αφορούν αποστροφή και αηδία για οποιαδήποτε νύξη σεξουαλικού ερεθίσματος συμπεριλαμβανομένων των φιλιών, των χαδιών ή ακόμη και την παρακολούθηση μιας ερωτικής σκηνής στην τηλεόραση ή τον κινηματογράφο.
Σε πολλές περιπτώσεις εκδηλώνεται έντονο άγχος έως και συμπτώματα κρίσης πανικού όταν το άτομο βρεθεί αντιμέτωπο με μια κατάσταση που ενεργοποιεί το φόβο του για τη σεξουαλική εμπειρία. Η βασική επιθυμία του τότε παραμένει το να μην συνεχιστεί περαιτέρω η ερωτική συνεύρεση και η σεξουαλική πράξη και «να τελειώσουν όλα» το συντομότερο δυνατό.
Η αποστροφική διάθεση εκδηλώνεται και με ψυχοσωματικά συμπτώματα, όπως για παράδειγμα, αίσθημα ναυτίας, δύσπνοια, ταχυπαλμία κλπ. Το αίσθημα του φόβου λαμβάνει επίσης διάφορες μορφές και εμμονές όπως, για παράδειγμα, το φόβο απώλειας ελέγχου του εαυτού και των σωματικών λειτουργιών, το φόβο ανεπάρκειας, το φόβο σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων (ότι η σεξουαλική πράξη θα αποτελέσει αιτία μόλυνσης κάποιου σεξουαλικώς μεταδιδόμενου νοσήματος), το φόβο πιθανής εγκυμοσύνης, το φόβο συναισθηματικής εγγύτητας και δέσμευσης, το φόβο δυσμορφίας ή τραυματισμού των γεννητικών οργάνων.
Το κύριο όμως χαρακτηριστικό της αποστροφικής διάθεσης παραμένει η απόλυτη αποφυγή του/ της συντρόφου και της σεξουαλικής επαφής και η εκδήλωση δυσφορίας, άγχους ή και πανικού σε πιθανή απόπειρα έναρξης της σεξουαλικής δραστηριότητας.
Συναισθηματική επίδραση
Είναι φανερό ότι η εμπειρία αυτών των συμπτωμάτων προκαλεί στο ίδιο το άτομο έντονη υποκειμενική ενόχληση, εκνευρισμό αλλά και αίσθημα ντροπής και ενοχής για τις τόσο έντονες αντιδράσεις του σε έναν τομέα μάλιστα που θεωρείται πηγή χαράς, ευχαρίστησης και ηδονής. Το ίδιο δεν μπορεί να κατανοήσει τα συναισθήματά του, τις αντιδράσεις του και νιώθει ότι αυτό που βιώνει είναι παράξενο και μη φυσιολογικό.
Παράλληλα, νιώθει απογοήτευση και απελπισία καθώς δεν μπορεί να βρει έναν τρόπο ικανοποίησης, χαράς και ευχαρίστησης κατά τη σεξουαλική επαφή. Μάλιστα, νιώθει μειονεκτικά και ότι υστερεί σε κάτι πολύ σημαντικό και ουσιαστικό στη ζωή του.
Συχνά τα συναισθήματα αυτά χρεώνονται στο σύντροφο με θυμό και επιθετικότητα που διαρκεί ακόμη και μετά τη σεξουαλική επαφή, ότι δηλαδή «ο άλλος» φταίει για την αδυναμία ικανοποίησης και απόλαυσης της σεξουαλικής εμπειρίας. Γενικότερα, υπό τις δεδομένες συνθήκες οι σχέσεις των δύο συντρόφων επιδεινώνονται, οι δύο σύντροφοι αποστασιοποιούνται και σε ειδικές περιπτώσεις η σεξουαλική αποστροφή του ενός μπορεί να αποτελέσει αφορμή εκδήλωσης σεξουαλικής δυσλειτουργίας και στον άλλον (μείωση ερωτικής επιθυμίας, αποφυγή, εκδήλωση άγχους κλπ.).
Πρωτογενής & δευτερογενής δυσλειτουργία
Όπως και σε περιπτώσεις άλλων σεξουαλικών δυσλειτουργιών η σεξουαλική αποστροφή μπορεί να είναι πρωτογενής ή δευτερογενής. Στην πρώτη περίπτωση, το άτομο εκδηλώνει μια αρνητική και μη ενθουσιώδη αντίδραση για τη σεξουαλική δραστηριότητα από ανέκαθεν και αποφεύγει οποιαδήποτε νύξη αφορά αυτή τη διαδικασία, ακόμη και τη σύναψη μιας ερωτικής σχέσης κλπ. Στη δεύτερη περίπτωση, η αποστροφική διάθεση έχει εκδηλωθεί μετά από μια τραυματική εμπειρία (ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, έκτρωση, σεξουαλική παρενόχληση, σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, σεξουαλική κακοποίηση, βιασμός κ.ά.) και έκτοτε επηρεάζει σταθερά την αντίδραση του ατόμου.
Παρόλα αυτά θα πρέπει να αναφερθεί ότι και στην πρώτη περίπτωση (πρωτογενής δυσλειτουργία) θεωρείται ότι ενυπάρχει η εμπειρία ψυχοσεξουαλικού τραύματος σε εξαιρετικά νεαρή ηλικία (νηπιακή, παιδική) για την οποία όμως δεν υφίσταται συνειδητή ανάμνηση και ανάκληση. Γενικότερα η διαταραχή της σεξουαλικής αποστροφής εκδηλώνεται περισσότερο σε άτομα που έχουν ανατραφεί σε αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον, με έντονες θρησκευτικές και ηθικές αρχές.
Κλινικά Στοιχεία
Η σεξουαλική αποστροφή δεν αποτελεί μια ιδιαίτερα μελετημένη σεξουαλική δυσλειτουργία και δεν έχουν καταγραφεί πολλά σχετικά με αυτή βιβλιογραφικά.
Αρχικά συμπεριλαμβανόταν στα διαγνωστικά κριτήρια της Υποτονικής Σεξουαλικής Επιθυμίας -κατάταξη η οποία έδινε ιδιαίτερη έμφαση στο στοιχείο της μειωμένης ερωτικής επιθυμίας. Σήμερα, όμως, σύμφωνα πάντα με τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM-IV-TR (Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών), αποτελεί μια αυτόνομη υποκατηγορία των Διαταραχών Σεξουαλικής Επιθυμίας με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό το στοιχείο της αποστροφικής διάθεσης και αποφυγής.
Σε πολλές περιπτώσεις η ιδιαίτερη μελέτη, αναγνώριση και καταγραφή της σεξουαλικής αποστροφής ήταν δύσκολη λόγω της σύγχυσης αυτής με τα ιδιαίτερα κλινικά χαρακτηριστικά των φοβιών (συχνά συναντάται και με τον όρο «φοβία για το σεξ»-sex phobia).
Η κλινική εικόνα όμως της σεξουαλικής αποστροφής υποδεικνύει ένα στοιχείο αηδίας και αποστροφής που δεν αφορά και δεν εκδηλώνεται στις φοβίες. Επίσης, σύγχυση επερχόταν και σχετικά με το στοιχείο των κρίσεων πανικού και την πιθανή εκδήλωση αυτών κατά την έκφραση της αποστροφικής διάθεσης. Σήμερα, όμως, είναι κατανοητό ότι η εκδήλωση κρίσεων άγχους και πανικού αποτελεί έναν ακόμη τρόπο με τον οποίο εκδηλώνεται το πρόβλημα και όχι το κύριο και βασικό κλινικό διαγνωστικό κριτήριο.
Σχετικά με τη συχνότητα εκδήλωσης της σεξουαλικής αποστροφής στον ευρύτερο πληθυσμό και, κυρίως, το αν εκδηλώνεται πιο συχνά στον αντρικό ή γυναικείο πληθυσμό τονίζεται ότι δεν υπάρχουν πολλά καταγεγραμμένα στοιχεία αλλά φαίνεται να είναι πολύ πιο συχνό από ό, τι φαίνεται.
Χαρακτηριστικά θα μπορούσε να αναφερθεί εδώ το υψηλό ποσοστό «λευκών γάμων», ιδιαίτερα στα πλαίσια της ελληνικής επαρχίας, περιπτώσεις οι οποίες συχνά «κρύβουν» κάποιο σεξουαλικό πρόβλημα του ενός ή και των δύο συντρόφων, στη συγκεκριμένη περίπτωση τη σεξουαλική αποστροφή. Γενικά, η σεξουαλική αποστροφή εμφανίζεται πιο συχνά στις γυναίκες, με κύριο πιθανό αίτιο σε πολλές περιπτώσεις τη σεξουαλική κακοποίηση, και στους άντρες με κύριο πιθανό αίτιο το άγχος απόδοσης κατά τη σεξουαλική επαφή.
Ο διαχωρισμός αυτός όμως πιθανόν να μην αντικατοπτρίζει τα πραγματικά δεδομένα καθώς το πιο χαμηλό ποσοστό εκδήλωσης στους άντρες μπορεί να οφείλεται στο ότι οι άντρες με σεξουαλική αποστροφή αποφεύγουν να δημιουργήσουν και μια σχέση με μια γυναίκα που πιθανόν θα τους οδηγούσε και σε μια συγκρουσιακή κατάσταση σε σχέση με το σεξ και επομένως και στην ψυχοθεραπεία.
Γενικά, το ερώτημα του ποσοστού εκδήλωσης της σεξουαλικής αποστροφής στους άντρες απαιτεί σημαντική διερεύνηση καθώς φαίνεται να αποτελεί ένα πρόβλημα καλά «κρυμμένο» που εκδηλώνεται με πολλές άλλες μορφές, όπως αποφυγή σχέσεων, μοναχικές δραστηριότητες, κατάθλιψη κλπ. Τέλος, υψηλότερο ποσοστό γυναικών μπορεί να εμφανίζεται με σεξουαλική αποστροφή καθώς τα συμπτώματα αυτής συγχέονται με τα συμπτώματα της υποτονικής ερωτικής επιθυμίας που πράγματι εκδηλώνεται πιο συχνά στις γυναίκες.
Γράφει: η Ειρήνη Τζελέπη, Συμβουλευτική Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια, Pg.Dipl., MSc., City University, Λονδίνο, http://psychologynet.gr