Ο Κωνστάντιος Α’ (Καλπαξίδης ή Καλπακτζόγλου) γεννήθηκε το 1771 στην Τραπεζούντα και ήταν ο μακροβιότερος ποιμενάρχης της. Εκάρη μοναχός στην μονή του Αγίου Γεωργίου του Περιστερεώτα. Στην ώριμη ηλικία των 59 χρόνων χειροτονήθηκε μητροπολίτης Τραπεζούντας Υπέρτιμος και Έξαρχος πάσης Λαζικής. Στην μακρόχρονη περίοδο της ποιμαντορίας του από τον Ιούλιο του 1830 έως το 1879 χρονολογία της σεπτής του κοίμησης, μεταμόρφωσε στην κυριολεξία με το σπουδαίο έργο του την πόλη του.
Τα πρώτα χρόνια της ποιμαντορίας του, από το 1831 έως και το 1836 πρωτοστάτησε σε συνεργασία με τις μονές της Παναγίας Σουμελά, του Αγίου Γεωργίου του Περιστερεώτα και του Αγίου Ιωάννου του Βαζελώνα στην απομάκρυνση του τιμαριωτικού οίκου* των Εγιουπλίδων που λυμαίνονταν την περιοχή. Υπήρξε προστάτης και βοηθός του ποιμνίου του έναντι σε κάθε προσπάθεια αυθαίρετης επιβολής των Οθωμανών, όπως αποδεικνύεται από κώδικες της πατριαρχικής αλληλογραφίας.
Επιπροσθέτως ο οξύνους αρχιερέας είχε τεταμένες τις κεραίες του σε κάθε προσπάθεια προσηλυτισμού του ποιμνίου του από την προπαγάνδα της Καθολικής εκκλησίας που τα χρόνια εκείνα έστελνε «μισιονάριους» στον Πόντο και την Μ. Ασία για αυτόν τον σκοπό.
Ενδεικτική της στάσης του προς τους Καθολικούς ήταν η αγορά της οικίας που ανήκε σε Φράγκους πλησίον της μητρόπολης του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, ώστε αφενός μεν να τους απομακρύνει από τον αυλόγυρο του ναού, αφετέρου δε να την χρησιμοποιήσει ως Επισκοπείο. Το αυτό δε προέτρεπε και στους εύπορους Τραπεζούντιους οι οποίοι εκείνον τον καιρό αγόραζαν σπίτια στον φραγκομαχαλά ώστε να δημιουργηθεί στην καρδιά της Τραπεζούντας ξανά η ελληνορθόδοξη κοινότητα η οποία είχε εκδιωχθεί μετά την Άλωση της πόλης, το 1463, στα εξώτειχα.
Ο εμπνευσμένος μητροπολίτης έδειξε μεγάλη σπουδή για τη μόρφωση της ποντιακής νεολαίας. Ενδεικτικό της φιλοπρόοδου σκέψης του είναι το γεγονός πως δεν μερίμνησε μόνο για τη μόρφωση των αρρένων τέκνων των Ποντίων αλλά και για των θυγατέρων τους, αφού εκτός από την αποπεράτωση του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας ανέλαβε και την δημιουργία του Παρθεναγωγείου της. Έτσι το έτος 1846 λειτούργησε το εν λόγω σχολείο των Ποντίων κοριτσιών με πρώτη διευθύντρια την Μαριγώ Καρυοφύλλη από την Καρύταινα της Γορτυνίας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας τους τα ιδρύματα αυτά χρηματοδοτούνταν με πόρους που εξασφάλιζε η μητρόπολη από δωρεές των απανταχού Ποντίων.
Το 1872 ο Κωνστάντιος σε συνεργασία με την αδελφότητα «Μέριμνα του Κλήρου» ίδρυσε την ιερατική σχολή που στεγαζόταν στην μονή Θεοσκέπαστου, επάνω στο Μίθριο όρος δίπλα στα ανάκτορα των Κομνηνών. Η ίδρυση της ιερατικής σχολής εξασφάλιζε την ύπαρξη ιερέων και μάλιστα μορφωμένων για τις ενορίες σε ολόκληρο τον Πόντο. Δυστυχώς η ιερατική σχολή είχε βραχύβια λειτουργία λόγω των προβλημάτων που προέκυψαν εξαιτίας του κενού της διοίκησης που οφειλόταν στην προχωρημένη ηλικία του Κωνσταντίου. Η ιερατική σχολή σταμάτησε την λειτουργία της τρία χρόνια αργότερα το 1875. Ο μητροπολίτης διένυε τότε το εκατοστό πρώτο έτος της ζωής του.
Ο Κωνστάντιος επικρίθηκε από πολλούς για κάποιες αμφιλεγόμενες αποφάσεις του. Το 1863 κατεδάφισε τον προγενέστερο ιστορικό βυζαντινό ναό του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης του 13ου αιώνα με τις τοιχογραφίες των Μεγαλοκομνηνών κτητόρων του, για να ανοικοδομήσει εκ βάθρων νέο μεγαλύτερο ναό. Ήταν η εποχή μετά την υπογραφή του διατάγματος «Χάτι Χουμαγιούν» από τον σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ Α’ που υποσχόταν ανεξιθρησκία και ισονομία για όλους τους Οθωμανούς πολίτες.
Ο Κωνστάντιος επηρεασμένος από το καλό κλίμα των ημερών, οραματίστηκε εκκλησιές γεμάτες από χριστιανούς και έδωσε εντολή να οικοδομηθεί ένας νέος μητροπολιτικός ναός ο οποίος θα ξεπερνούσε σε ύψος όλες τις εκκλησιές της Τραπεζούντας.
Η οικοδόμησή του άρχισε το 1863 και ολοκληρώθηκε με δωρεές των απανταχού Ποντίων. Μάλιστα ως αντάλλαγμα για την άδεια να διεξάγει έρανο το 1858 για την ανοικοδόμηση του νέου μητροπολιτικού ναού στους ομογενείς Ποντίους που ήταν εγκατεστημένοι στη Ρωσία, ο μητροπολίτης δώρισε στον αυτοκράτορα πασών των Ρωσιών Αλέξανδρο Β΄ ένα ανεκτίμητης αξίας Ευαγγελιστάριο των Κομνηνών.
Ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος στο έργο του Περιήγησις εις τον Πόντον γράφει: «Ο ναός του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης κατεδαφίσθη ιν΄ανεγερθή επί της θέσης αυτού άλλος, ο νυν, ον βεβαίως ο Παυσανίας δεν θα εχαρακτήριζεν ως θέας άξιον». Και συνεχίζει λίγο παρακάτω όταν αναφερόμενος στις τοιχογραφίες που απεικόνιζαν τους Κομνηνούς στην Θεοσκέπαστο διαπίστωσε ότι: «Δυστυχώς δεν σώζονται πλέον ούτε αυταί, ούτε αι εν τω εξωτερικώ τοίχω της εισόδου του Ναού αρχαιοπρεπέσταται Βυζαντιναί τοιχογραφίαι, ασβεστωθείσαι προ διετίας προς ανακαινισμόν δήθεν! […] Μετά λύπης μου αντελήφθην ότι κατέλαβε τους Τραπεζουντίους ανεξήγητος καινοσπουδία και καινοτομία, ως παρετήρησα και εν τω Ναώ του Αγίου Βασιλείου, ως παρατηρώ δε και εν τω μεγάλω τριωρόφω Ανακτόρω του Αυτοκράτορος Αλεξίου του Γ’ τω εν τω περιβόλω της Μονής, όπερ επίσης ανεκαίνισαν δήθεν […]».
Και δυστυχώς ο Παπαμιχαλόπουλος δεν ήταν ο μόνος που αποδοκίμαζε την «καινοσπουδία» όπως την χαρακτήριζε του μητροπολίτη. Ο Bryer που έπνεε μένεα εναντίον του έγραφε χαρακτηριστικά: «Είναι γεγονός ότι ο μητροπολίτης Τραπεζούντος Κωνστάντιος, ο οποίος υπήρξε κατά τη μακρόχρονη ποιμαντορία του υπεύθυνος για την κατεδάφιση και επανάκτιση πλείστων όσων μεσαιωνικών μνημείων της πόλεως, αντικατέστησε και την ιστορική αρχαία αυτή εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου με το πλέον φιλόδοξο και μεγαλεπήβολο από όλα τα δημιουργήματά του».
Μπορεί ο Κωνστάντιος κατά τη διάρκεια της πενηνταετούς ποιμαντορίας του στον μητροπολιτικό θρόνο της Τραπεζούντος να κατέστρεψε κάποια μεσαιωνικά μνημεία – βυζαντινές εκκλησιές της πόλης με σκοπό να ανοικοδομήσει καινούριες δομές, ωστόσο το γεγονός αυτό θα πρέπει να το εξετάσουμε έχοντας υπόψη το γενικότερο ιστορικό πλαίσιο της εποχής και να μην εξαπολύουμε εναντίον του μύδρους. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε το μέλλον των κτηρίων που κατεδαφίστηκαν. Ούτε εάν οι βυζαντινές τοιχογραφίες θα συνέχιζαν να κοσμούν τους τοίχους τους. Ξέρουμε πολύ καλά τι έπαθαν οι εκκλησίες μας και οι τοιχογραφίες που τις κοσμούσαν από τα βέβηλα χέρια των αλλόθρησκων. Το έργο του ιεράρχη ήταν σημαντικό και ανεκτίμητο. Ήταν προστάτης των γραμμάτων και της εκπαίδευσης, αλλά μάλλον όχι των τεχνών και πέθανε χωρίς να έχει κάποια προσωπική περιουσία, τουναντίον φρόντισε να αφήσει μεγάλη παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές. Αναχώρησε για τις ουράνιες Μονές τον Απρίλη του 1879 σε ηλικία 108 ετών.
Το σκήνωμα του ιεράρχη παρέμεινε για τρεις ολόκληρες μέρες στο «έργο ζωής του» τον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης όπου χιλιάδες κόσμου, Έλληνες, Αρμένιοι, ακόμα και μουσουλμάνοι σχημάτιζαν ουρές για να προσκυνήσουν και να αποχαιρετίσουν τον αγαπητό τους ποιμενάρχη (για τους Έλληνες) και προστάτη. Η αυθόρμητη αυτή κίνηση ειδικά εκ μέρους της μουσουλμανικής κοινότητας, αποδεικνύει πως ο Κωνστάντιος είχε πνεύμα χριστιανοσύνης και ευεργετούσε όλον τον λαό, ανεξάρτητα από τη θρησκεία και τη φυλετική καταγωγή.
Ο Άγγλος υποπρόξενος της Μεγάλης Βρετανίας στην Τραπεζούντα Alfred Gillotti, αναφέρει σε επιστολή του: «Αν και μετρίας μορφώσεως ο απερχόμενος ιεράρχης κατά τη μακρά διάρκεια της ποιμαντορίας του, προίκισε την ελληνική κοινότητα με δύο ανώτερες σχολές, θηλέων και αρρένων, έναν εντυπωσιακότατο μητροπολιτικό ναό, με προσωπικά του έξοδα αγόρασε το νέο επισκοπικό μέγαρο, στη δε πολιτεία αφιέρωσε κρήνες και πλείστα όσα κοινωφελή έργα. Τα ελάχιστα χρήματα που βρέθηκαν μετά θάνατον στην κατοχή του μοιράστηκαν στους φτωχούς Ρωμιούς και Τούρκους, περισσότεροι από εκατό ιερείς και μοναχοί παρευρέθηκαν στη νεκρώσιμη ακολουθία, κατά δε την εκφορά του νεκρού από τους δρόμους της πολιτείας μεταξύ των παρατεταγμένων μουσουλμάνων, ανδρών και γυναικών τα καταστήματα και εργαστήρια με όλα τα μικρομάγαζα της αγοράς παρέμειναν κλειστά».
Αυτός ήταν ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Κωνστάντιος Α’, ο αγαπημένος του λαού, και παρεξηγημένος των ιστορικών τέχνης. Τίμησε την «ενδεκάτη εντολή», αυτήν που δίδαξε ο Θεάνθρωπος Χριστός, την αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον μας!
Αλεξία Ιωαννίδου
____________
* Ισχυρές οθωμανικές οικογένειες που κατείχαν μεγάλη έκταση αγροτικής γης την οποία παραχωρούσε ο σουλτάνος, με αντάλλαγμα τη στρατιωτική υπηρεσία που προσέφεραν.
Πηγές
•Ακύλας Μήλλας, Τραπεζούς, στα Ίχνη των Μεγάλων Κομνηνών τομ. A’, Μίλητος, Αθήνα 2008.
•Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος, Περιήγησις εις τον Πόντον, Εκ των τυπογραφείων του «Κράτους», Αθήνα 1903.
•Συλλογικό, Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού τομ. Ε’, Ιστορία-Λαογραφία-Πολιτισμός, Εκδόσεις Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη 2007.
•Χρύσανθου Μητροπολίτου Τραπεζούντας, Εκκλησία Τραπεζούντος, Αρχείον Πόντου 4ος-5ος τόμ. ΕΠΜ, Αθήνα 1933.