Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού για την Ανάσταση του Κυρίου, με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού αίνος». Διαβάστε το Μέρος Α’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
η’. »Νύχτα ήταν που υπέφερα ετούτα που σας είπα, αλλά προς το ξημέρωμα είδα και κάτι ακόμα,
»καθώς ταχιά κατέφτασαν να τον προϋπαντήσουν πυρίμορφοι ακόλουθοι.
»Απ’ έξω οι φόβοι μ’ έζωναν και μέσα έδινα μάχες.
»Το βλέμμα είχα χαμηλά, στα μάτια να κοιτάξω κανέναν δεν το τόλμησα, γιατί όλοι μ’ απειλούσαν.
»Έσκυψα το κεφάλι μου και ανάμεσα στα γόνατα το ’κρυψα να μη βλέπω, και δακρυσμένος φώναξα:
»“Εσύ που μου συνέτριψες του κάστρου μου τις πύλες και τις αμπάρες διέλυσες,
»”ώρα να φύγεις απ’ εδώ, κι αν μου αδειάσεις τη γωνιά μέχρι κι εγώ θα κράζω:
»”o Κύριος Αναστήθηκε”!
θ’. »Βλέποντας το λοιπόν αυτά που γίνονταν δω κάτω, Εκείνος χαμογέλασε και σ’ όσους ήταν πίσω Του τους λέει: “ακολουθήστε”·
»κι ύστερα απευθύνθηκε σ’ όσους στέκονταν μπρος Του: “Εμπρός εμπροσθοφυλακή, προπορευθείτε, πάμε! Γι’ αυτό δεν κατεβήκατε;”.
»Και ξαφνικά επικράτησε απόλυτη ησυχία, και φόβος κυριάρχησε
»σ’ ολόκληρη την πλάση. Γιατί, την ώρα εκείνη από τα μνήματα έβγαινε της κτίσεως ο Δεσπότης.
»Κι όλοι οι Προφήτες πήγαιναν μπροστά και διαλαλούσαν, ξανάλεγαν θυμίζοντας όσα είχαν προφητέψει, ώστε όλοι να το μάθουνε και να το ξέρουν όλοι
»ότι “Αυτός είναι που ο Ίδιος Του, θέλησε και κατέβηκε εδώ στη γη μαζί σας, και τώρα απ’ αυτήν τη γη, πάλι γιατί το θέλει,
»”ο Κύριος Αναστήθηκε”!
ι’. »Ο Σοφονίας στον Αδάμ βροντόφωνα του λέει: “Αυτός είν’
»που περίμενες καρτερικά να έρθει τη μέρα της Ανάστασης· τον τρόπο που θα ερχότανε σ’ τον είχα προφητέψει”.
»Κι ύστερα πήρε ο Ναούμ σειρά για ν’ αναγγείλει σ’ εκείνον τον ταλαίπωρο τα ευχάριστα τα νέα.
»“Ανέβηκε από τη γη”, του λέει, “κι όλη τη θλίψη σ’ την έδιωξε σαν φύσηξε ξανά στο πρόσωπό σου πνοή ζωής κι ανάστασης”.
»Κι ο Ζαχαρίας πάλι, κι αυτός μες στην καλή χαρά φωνάζει κι έτσι λέει:
»“Κατέφτασες Θεέ μας μαζί με τους Αγίους Σου”.
»Και ο Δαυίδ το έψαλε με ήχο ωραίο, καθάριο
»“Σηκώθηκε ο Δυνατός· σαν από έναν ύπνο
»ο Κύριος Αναστήθηκε”!
ια’. »Τις προφητείες, τους ψαλμούς, κι όλες τις υμνωδίες τους τις ένιωθα ως ραπίσματα δεινά στο πρόσωπό μου· και δεν μου φτάνανε αυτοί,
»νά σου και ξεπροβάλλουν κάτι γυναίκες που κι αυτές προφήτευαν και λέγαν· χόρευαν προς τα μένανε μ’ εκείνα τα χορευτικά καμώματα που κάνει για να χλευάσει ο νικητής έτσι τον νικημένο.
»Και πρώτη και καλύτερη χόρευε ανάμεσά τους του Μωυσή η αδερφή·
»χοροπηδούσε ολόγυρα και χτύπαγε το τύμπανο που κράταγε στο χέρι, εκείνο που είχε και παλιά.
»Κι έτσι με ολόχαρο ρυθμό το τύμπανο χτυπούσε, και πέρναγε χορεύοντας εδώ του κάτω κόσμου τα δώματα και πήγαινε άνετη, ανεμπόδιστη, όπως τότε που πέρναγε τη θάλασσα την Ερυθρά ελεύθερη κι ωραία. Κι έψελνε όπως πέρναγε:
»“Ελάτε, ας υμνήσουμε μαζί όλοι τον Θεό μας, γιατί Αυτός δοξάστηκε με τρόπο υπερένδοξο· τον Άδη κατεδάφισε,
»o Κύριος Αναστήθηκε”!
ιβ’. »Ω, μια και μόνο νύχτα αρκεί! Μητέρα τέτοιων δα κακών πολλών μπορεί να γίνει. Μα κι ένας όρθρος σαν κι αυτόν, πατέρας πόσων πια δεινών κι αυτός μπορεί να είναι;
»Η μια είναι που τα γέννησε κι ο άλλος στη σειρά του σαν ήρθε το ξημέρωμα, ονόματα τους έδωσε· έπρεπε η κάθε οδύνη μου να ’χει το όνομά της!
»Ανάσταση ονομάσανε της πτώσης μου τη μέρα,
»και την περίοδο αυτήν που χάθηκα, αφανίστηκα, στήνουνε πανηγύρι· αλί σε μένα, αλίμονο, τι έπαθα ο δόλιος!».
Ο Άδης έτσι φώναζε σε μένα που τον ρώτησα, κι έτσι μου απαντούσε· ούτε που το προσπάθησε με λόγια να με πείσει,
έμπρακτα μου το έδειξε ότι αφήνοντάς τον γυμνό τελείως κι έρημο απ’ όλες τις απόψεις,
ο Κύριος Αναστήθηκε!
ιγ’. Μετά τα τόσα που άκουσα, με τούτα και μ’ εκείνα που ο Άδης μού μολόγησε,
σαν βρήκα αυτούς που φύλαγαν το μνήμα που Τον φύλαγε,
να τους ρωτήσω έσπευσα· επείγομαι να σας τα πω, έτσι ολοκληρωμένα, να συμπληρώσω επιθυμώ όσα είπα μέχρι τώρα.
Μην τύχει και κανείς σας πει πως φλυαρώ ασκόπως, ή λέω αυτά τα πράγματα για να περάσει η ώρα.
Δεν το πιστεύω, φίλοι μου, να μ’ έχετε για τέτοιον· απλώς εγώ θεώρησα πως είναι αναγκαίο να κάνω έτσι το χρέος μου, κι όσα οφείλω, τελικά, έτσι να τα επιστρέψω.
«Πείτε μου το λοιπόν κι εσείς, στρατιώτες που είστε ανόητοι όσο δεν πάει άλλο, τι έγινε άραγε εκεί;
»Το λίθο ποιος τον κύλησε, τον Τάφο ποιος τον σύλησε κι έκλεψε τον Νεκρό και ύστερα απ’ όλα αυτά αναρωτιόταν κι έλεγε:
»“o Κύριος Αναστήθηκε”;».
ιδ’. Μόλις τ’ ακούσανε αυτά εκείνοι που πριν φύλαγαν του Αθάνατου το Μνήμα,
δώσανε την απάντηση μα όχι με τα λόγια, με το φευγιό τους δήλωσαν αυτό που είχαν να πούνε, και ήταν σαν να έλεγαν:
«Άνθρωπε, πώς μας βλέπεις; Μας βλέπεις μήπως άνετους, ήρεμους και ωραίους; Δεν βλέπεις ότι φεύγουμε, το βάζουμε στα πόδια;
»Αυτό και μόνο σου αρκεί, ώστε να καταλάβεις πως μείναμε κατάπληκτοι, τα χάσαμε τελείως! Και όχι βέβαια επειδή μας κλέψανε ό,τι είχαμε εμείς στη φύλαξή μας.
»Κανένας μας δεν νύσταξε, τα μάτια μας δεν βάρυναν καθόλου απ’ τη νύστα, ούτε κι ο νους μας θόλωσε.
»Ήμασταν σε εγρήγορση και όλοι μας φρουρούσαμε συνέχεια τον Τάφο· κι όμως δεν καταλάβαμε πώς έγινε και ξαφνικά βρεθήκαμε μπροστά στο αδιανόητο ετούτο γεγονός:
»o Κύριος Αναστήθηκε».
ιε’. Μα είναι απαράδεκτο αυτό που λέτε τώρα. Για τι ακριβώς μιλάτε; Εσείς που υποτίθεται έπρεπε να φυλάτε το Μνήμα εκείνο άγρυπνοι;
Να ξέρετε, δεν πείθομαι. Είναι στ’ αλήθεια δυνατό να μην αντιληφθήκατε ότι αναστήθηκε ο Χριστός;
Μέτρα ασφαλείας πήρατε· την κάθε είδους απειλή, τα πάντα και από παντού τα είχατε προβλέψει,
πώς γίνεται στ’ αλήθεια να μη γνωρίζετε εσείς τι έχει απογίνει Εκείνος που φρουρούσατε; Αφού λοιπόν γνωρίζετε, δώστε μας εξηγήσεις».
«Κανείς δεν είναι που μπορεί να σου εξηγήσει επακριβώς αυτά που εσύ γυρεύεις»,
μου είπαν τότε οι φρουροί, «ούτε από όσους έχουμε σώμα και σάρκα ανθρώπου, μα ούτε κι ο Ασώματος που ήταν εκεί στον Τάφο και είπε να τ’ ακούσουμε:
»“o Κύριος Αναστήθηκε”.