Ο Βασίλειος Αργυρόπουλος «έφυγε» σαν σήμερα το 1953, μόλις 59 ετών. Μια χρονιά πριν, το 1952, είχε πει το «ναι» και έπαιξε στο σινεμά. Σε μια και μοναδική ταινία, που ευτυχώς υπάρχει και μπορούν όσοι δεν τον έζησαν –δηλαδή πλέον όλοι– να αποκρυπτογραφήσουν εν μέρει ποιος ήταν αυτός ο ηθοποιός-μύθος των αρχών του 20ού αιώνα.
Όπως έγραφαν τότε οι κριτικοί, με το που έβγαινε στη σκηνή, χωρίς να βγάλει δίφθογγο, ο κόσμος από κάτω ξέσπαγε σε γέλια.
Ο άνθρωπος του θεάτρου
Γεννήθηκε στην Πάρο το 1894, αλλά αργότερα οικογενειακώς ήρθαν στην Αθήνα. Ήταν γιος του Σπυρίδωνα Αργυρόπουλου.
Μετά τις γυμνασιακές σπουδές στη Βαρβάκειο Σχολή Αθηνών ακολούθησε θεατρική καριέρα, με πρώτη εμφάνιση το 1910 στο θέατρο «Νέα Σκηνή» με το θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, ενώ το 1912 συνέπραξε με το θίασο της Κυβέλης. Με την εμφάνισή του στο σανίδι αγαπήθηκε από το χώρο και από τον κόσμο.
Μάλιστα δεν είναι λίγοι εκείνοι που λόγω εποχής τον συνέκριναν με έναν άλλο Βασίλη, τον Λογοθετίδη. Ο τελευταίος βέβαια στην πορεία ξανοίχτηκε στον κινηματογράφο και ανανέωσε το θεατρικό ρεπερτόριο του· ήταν θα λέγαμε πιο ψαγμένος. Ο Αργυρόπουλος από την άλλη ήταν ένας καλλιτέχνης που εκτός από ηθοποιός υπήρξε μεταφραστής, σκηνοθέτης και θεατρικός επιχειρηματίας. Επίσης και στην αρχή, αλλά και στην πορεία της καριέρας του ερμήνευσε και αρκετούς δραματικούς ρόλους.
Βρισκόμαστε στην άγρια δεκαετία του 1910 και ο Αργυρόπουλος άρχισε να ανεβαίνει σιγά-σιγά. Μόνο που η Ιστορία είχε αντίθετη άποψη.
Η μαύρη 5ετία
Το 1914 στρατεύτηκε, ενώ την ίδια εποχή ξεσπούσε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος που τον οδήγησε ως μέλος του Δ’ Σώματος Στρατού αιχμάλωτο πολέμου στο Γκέρλιτς της Γερμανίας, όπου και παρέμεινε από το 1916 μέχρι το 1919. Ο άνθρωπος που κάθε μέρα σκεφτόταν το θέατρο, πώς θα τελειοποιούσε το ρόλο του και πού θα έπαιζε μετά, πλέον ήταν ευγνώμων που χάραζε η μέρα και που ήταν ζωντανός.
Όταν απελευθερώθηκε και γύρισε στην Ελλάδα, προσελήφθη από το θίασο της Κοτοπούλη όπου και ανέλαβε κύριους κωμικούς αλλά και δραματικούς ρόλους, μέχρι το 1924.
Ο κυρίαρχος της σκηνής
Το 1924 μαζί με την ηθοποιό Γιώτα Λάσκαρη, με την οποία είχαν παντρευτεί το 1921, δημιούργησαν το θίασο με την επωνυμία «Ελληνική Κωμωδία Β. Αργυρόπουλου», ανεβάζοντας παραστάσεις στα θέατρα «Κεντρικόν» και «Αλάμπρα» στην Αθήνα, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς, αλλά και στα θέατρα των μεγαλύτερων πόλεων της Ελλάδας, συνεχίζοντας μετέπειτα στο εξωτερικό.
Το 1935 δημιούργησε το δικό του θέατρο στην οδό Ιπποκράτους στην Αθήνα, με το όνομα «Θέατρο Β. Αργυρόπουλου».
Διακρίθηκε κυρίως στον Φάουστ, στον Ταρτούφο και στον Μισάνθρωπο του Μολιέρου, καθώς και σε πολλούς άλλους κωμικούς και τραγικούς ρόλους ως πρωταγωνιστής, και με μεγάλη επιτυχία.
Ο Βασίλειος Αργυρόπουλος το 1945 εξέδωσε και μια ενδιαφέρουσα μελέτη της θεατρικής τεχνικής, με τον τίτλο Η τέχνη του ηθοποιού. Είχε τιμηθεί από τον βασιλιά Παύλο, καθώς και από το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Αλεξάνδρειας.
Στην εκατονταετηρίδα από τη γέννησή του, τα Ελληνικά Ταχυδρομεία τον τίμησαν με έκδοση σχετικού αναμνηστικού γραμματόσημου.
Το στραβόξυλο
Το στραβόξυλο υπήρξε προσωπικός θρίαμβος του Αργυροπούλου στο θέατρο τη σεζόν 1939-40. Και ήταν το θεατρικό του Δημήτρη Ψαθά στο οποίο πρωταγωνίστησε για μια ακόμα φορά στην καριέρα του ο ηθοποιός – όμως όχι στο σανίδι, στη μεγάλη οθόνη.
Τεχνικά βέβαια το φιλμ φανερώνει περίτρανα την εποχή του. Όμως είναι το μόνο ζωντανό μνημείο του συγκλονιστικού του ταλέντου.
Η ταινία σκηνοθετήθηκε από τον Χρήστο Αποστόλου, ενώ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους βρίσκουμε μεταξύ άλλων τους: Γεωργία Βασιλειάδου (στο ρόλο της συζύγου), Μαρίκα Νέζερ, Μιχάλη Νικολινάκο και Γιάννη Γκιωνάκη. Ο τελευταίος το 1969 πρωταγωνίστησε στο ριμέικ του φιλμ, κρατώντας φυσικά τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Σπύρος Δευτεραίος