Επιχείρηση «Νέμεσις». Αυτό το όνομα έλαβε το σχέδιο των Αρμενίων προκειμένου να αποδοθεί δικαιοσύνη για τα 1,5 εκατ. θύματα της Γενοκτονίας και για τους 300.000 νεκρούς των σφαγών που έφεραν την υπογραφή των αζερικών δυνάμεων και έλαβαν χώρα τον Σεπτέμβριο του 1918 στο Μπακού.
Η απόφαση ελήφθη στο 9ο Συνέδριο της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας, του κόμματος που κυριαρχούσε μέχρι και την κατάληψη της χώρας από τους Σοβιετικούς.
Κύριος στόχος ήταν ο Ταλαάτ πασάς, ο οποίος θεωρούνταν ο ιθύνων νους· μαζί με τους άλλους δύο πασάδες, τους Ενβέρ και Τζεμάλ, ήταν οι Τούρκοι εθνικιστές που ακολουθώντας τα σχέδια των Γερμανών στρατηγών Γκολτς και Λίμαν έβαψαν τα χέρια τους με αίμα Αρμενίων και Ποντίων προκειμένου να λύσουν το «εσωτερικό ζήτημα» της Τουρκίας.
Στις 5 Ιουλίου 1919 ο Ταλαάτ πασάς και άλλοι εξόριστοι του Κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος» καταδικάστηκαν ερήμην σε θάνατο για τη «σφαγή και την εξόντωση του αρμενικού πληθυσμού της Αυτοκρατορίας» από το Οθωμανικό Ειδικό Στρατιωτικό Δικαστήριο. Ήδη όμως από τον Νοέμβριο του 1918, μετά το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, το είχε σκάσει και κρυβόταν στο Βερολίνο με τη σύζυγό του. Εκεί ήταν ο Αλή Σαλιέχ μπέης.
Η Επιχείρηση «Νέμεσις» ξεκίνησε με τη δολοφονία του πρώτου πρωθυπουργού του Αζερμπαϊτζάν Φαταλί Χαν Χιουσκί στην Τιφλίδα, τον Ιούνιο του 1920. Τον Ταλαάτ πασά ανέλαβε να εκτελέσει ο Σογομόν Τεχλιριάν.
Στις 15 Μαρτίου 1921 ήταν η μέρα· πέθανε επιτόπου από τη σφαίρα του 25χρονου Αρμένιου, ο οποίος σύμφωνα με πηγές είχε χάσει 85 μέλη της ευρύτερης οικογένειάς του στη Γενοκτονία.
Πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος το βιβλίο του Έρικ Μπογκοσιάν Επιχείρηση Νέμεσις. Η εξόντωση των υπαιτίων για τη Γενοκτονία των Αρμενίων.
Ο συγγραφέας είναι γνωστός Αμερικανός ηθοποιός (αρμενικής καταγωγής). Η αρχική του ιδέα ήταν να γυρίσει σε ταινία την ιστορία του Σογομόν Τεχλιριάν. Τελικά μετά από 7 χρόνια έρευνας αποφάσισε να συμπεριλάβει τα υλικό που συγκέντρωσε σε ένα συναρπαστικό και τεκμηριωμένο χρονικό.
Πώς περιγράφει ο Έρικ Μπογκοσιάν τη σκηνή της δολοφονίας του Ταλαάτ Πασά:*
Γύρω στις δέκα το πρωί της 15ης Μαρτίου 1921, ένας εύσωμος άνδρας με παλτό βγήκε από την πολυκατοικία του στη μοντέρνα συνοικία Σαρλότενμπουργκ του Βερολίνου. Κρατούσε ένα μπαστούνι και είχε το κεφάλι του ακάλυπτο παρά την ψύχρα του πρόωρα ανοιξιάτικου καιρού. Ο άνδρας δεν ένιωθε άνετα να φοράει καπέλο ευρωπαϊκού τύπου. Δεν του φαινόταν σωστό. Και δεν θα τολμούσε να φορέσει φέσι σε αυτήν τη χαοτική πόλη των κατασκόπων. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε να κάνει ήταν να τραβήξει την προσοχή στην τουρκική του καταγωγή. […]
Ο άνδρας με το παλτό, ο Ταλαάτ Πασάς, κρυβόταν στη Γερμανία με ψεύτικο όνομα, προσποιούμενος τον επιχειρηματία. Τα χρόνια πριν μετακομίσει στο διαμέρισμα της Χάρντενμπεργκ Στράσε, ο Ταλαάτ είχε αποκτήσει φήμη ως ηγέτης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου. Το όνομα «Ταλαάτ» ήταν γνωστό σε όλο τον κόσμο, αλλά για την παρούσα περίοδο αποτελούσε βάρος. Οι βρετανικές δυνάμεις που κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν διεξαγάγει δίκες για εγκλήματα πολέμου και είχαν κρίνει τον Ταλαάτ ένοχο και τον καταδίκασαν σε θάνατο. Προς το παρόν, θα ήταν προτιμότερο να χρησιμοποιεί το πιο ταπεινό «Σαλέχ Μπέη».
Η εξορία είχε μειώσει τη δύναμη του Ταλαάτ, αλλά δεν την είχε εξαλείψει. Εξακολουθούσε να είναι ένας πολύ σημαντικός άνθρωπος, στον οποίο πολλοί έβλεπαν την ηγεσία. Δεν είχε άλλη επιλογή, όμως, έπρεπε να παραμείνει κρυμμένος. Μόλις λίγες μέρες πριν, σε μια μυστική τους συνάντηση ο Βρετανός πράκτορας Oμπρεϊ Χέρμπερτ είχε ρωτήσει τον Ταλαάτ αν φοβόταν τη δολοφονία. Εκείνος είχε απαντήσει ψύχραιμα: «Δεν το σκέφτομαι ποτέ». Αλλά το σκεφτόταν. Το σκεφτόταν συνέχεια. Υπήρχαν φήμες ότι οι Αρμένιοι τον κυνηγούσαν, ότι υπήρχε επικήρυξη για το κεφάλι του. […]
Αυτό που δεν γνώριζε ο Ταλαάτ την ώρα που κατηφόριζε τη μοντέρνα Χάρντενμπεργκ Στράσε του Βερολίνου, εκείνο το δροσερό ανοιξιάτικο πρωινό, ήταν ότι το ψευδώνυμό του είχε ήδη αποκαλυφθεί. Ο κίνδυνος ήταν πολύ πιο κοντά απ’ ό,τι φανταζόταν. Ακόμα και καθώς περπατούσε αμέριμνα ανάμεσα στους ντόπιους Βερολινέζους, καθ’ οδόν προς το πάρκο του Τιεργκάρντεν, τον παρακολουθούσαν. Απέναντι και παράλληλα με την πορεία του, ένας νεαρός Αρμένιος μετανάστης από την τουρκική Ανατολία παρακολουθούσε τη διαδρομή του.
Ο Σογομόν Τεχλιριάν ήταν σχεδόν αόρατος, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Σε αντίθεση με τον Ταλαάτ, κανείς δεν ήξερε το όνομά του, κανείς στο Βερολίνο δεν θα τον αναγνώριζε ποτέ και μέσα σε αυτή την αριστοκρατική γειτονιά των λευκών Ρώσων εμιγκρέδων, δεν ξεχώριζε καθόλου. Ο Τεχλιριάν ήταν η προσωποποίηση της ανωνυμίας. Σε λίγες στιγμές, αυτή η ανωνυμία θα έληγε θεαματικά. Προβλέποντας την πορεία του Ταλαάτ, ο νεαρός άνδρας διέσχισε με τζόκινγκ τη Χάρντενμπεργκ Στράσε. Ο δολοφόνος γύρισε απότομα και επέστρεψε προς το θήραμά του. Ο νεαρός Αρμένιος βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον γεροδεμένο Τούρκο. […]
Ο Τεχλιριάν θα έγραφε αργότερα ότι «ο φόβος φάνηκε στα μάτια του» καθώς η «ηρεμία κατέκλυσε το είναι μου».
Ενόσω ο Τεχλιριάν προσπερνούσε τον Ταλαάτ, ο πιο μεγαλόσωμος άνδρας προσάρμοσε το βηματισμό του, επιβραδύνοντας ελαφρά. Ο νεαρός στρατιώτης έβγαλε το πιστόλι από το ζωνάρι του, σημάδεψε εξ επαφής στο σβέρκο του φαρδιού λαιμού του Ταλαάτ και πάτησε τη σκανδάλη. Ούτε ο Τεχλιριάν ούτε ο Ταλαάτ άκουσαν την έκρηξη πριν η σφαίρα διασπάσει τον νωτιαίο μυελό του Ταλαάτ, εισέλθει στη βάση του κρανίου του, διασχίσει τον εγκέφαλο και βγει από τον κρόταφό του ακριβώς πάνω από το αριστερό του μάτι. Το σοκ προκάλεσε οξεία καρδιακή προσβολή και ο μεγαλόσωμος άνδρας τραντάχτηκε.
Στη συνέχεια, σύμφωνα με τον Τεχλιριάν, «έπεσε μπρούμυτα με έναν ήχο σαν κλαδί που πριονίζεται από δέντρο». Μια γυναίκα λίγα μέτρα μπροστά τους στο πεζοδρόμιο ούρλιαξε και λιποθύμησε, ενώ στο μυαλό του Τεχλιριάν ήρθε μία μόνο σκέψη: «Τόσο αβίαστα!».