Τις τελευταίες ημέρες είχαμε έναν ορυμαγδό εξελίξεων στο θέμα των Θαλάσσιων Πάρκων και της ΑΟΖ, εκεί που πολλά χρόνια υπήρχε μια αναιτιολόγητη στασιμότητα.
Ο υπουργός Εξωτερικών δήλωσε πως οι κινήσεις της κυβέρνησης υπερασπίζουν τα εθνικά συμφέροντα χωρίς φωνασκίες αλλά η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Η κυβέρνηση προέβη στην ανακοίνωση των χαρτών πιεζόμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πάντως, και οι δύο κινήσεις, αν και επιδέχονται κριτικής, ήταν σοβαρά βήματα προς την κατεύθυνση της προώθησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας.
Στις 16 Απριλίου η κυβέρνηση παρουσίασε χάρτη με τις θαλάσσιες ζώνες με όλα τα δεδομένα που υπαγορεύουν το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας. Ο χάρτης λαμβάνει υπόψη πλήρη επήρεια των νησιών, του Καστελόριζου συμπεριλαμβανομένου, που φέρει τον ελληνικό σχεδιασμό να εφάπτεται του κυπριακού.
Η κριτική που γίνεται στην κυβέρνηση στο θέμα αυτό είναι ότι στον χάρτη αποτυπώνονται τα ανατολικά του Ταίναρου χωρικά ύδατα της χώρας στα 6 μίλια ενώ αντίστοιχος χάρτης της ΕΕ τα έχει στα 12 και αφήνονται υπονοούμενα για συνεννόηση με την Τουρκία αφού λίγο αργότερα και η γειτονική χώρα ανακοίνωσε τον δικό της χάρτη. Εξυπακούεται ότι η Τουρκία δεν αναγνωρίζει τον χάρτη που ανακοίνωσε η Ελλάδα. Τον αναγνωρίζει, όμως, η ΕΕ.
Το σημαντικότερο στοιχείο όμως των εξελίξεων ήταν ότι η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να ανακοινώσει το χάρτη υπό την πίεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Το σύντομο ιστορικό της υπόθεσης έχει ως εξής: Εδώ και καιρό η Ευρωπαϊκή Ένωση ζήτησε από τα κράτη μέλη της να υποβάλλουν χάρτες με τα όρια των θαλάσσιων πάρκων τους. Όλες οι χώρες συμμορφώθηκαν στην οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πλην της Ελλάδος η οποία επικαλείτο γεωπολιτικούς λόγους, δηλαδή, ενδεχόμενη ένταση με την Τουρκία.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο της ΕΕ και το δικαστήριο με την απόφαση που έλαβε στις 27 Φεβρουαρίου έδωσε στην Ελλάδα δίμηνη προθεσμία να συμμορφωθεί με την οδηγία της Επιτροπής.
Καθώς πλησίαζε η 27η Απριλίου και μπροστά στον κίνδυνο η Επιτροπή να προσφύγει και πάλι στο δικαστήριο κατά της Ελλάδας, εάν η Αθήνα δεν συμμορφωνόταν, η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε τους χάρτες Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού με τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν και ήταν ένα θετικό βήμα.
Ο διακεκριμένος διεθνολόγος Θεόδωρος Κατσούφρος θεωρεί ότι «ο χάρτης είναι εξαιρετικός επειδή αποτυπώνει στο μέγιστο δυνατό βαθμό τη θαλάσσια έκταση (όπως αυτή προκύπτει από την εφαρμογή της μέσης γραμμής/γραμμής ίσης απόστασης κατά το δίκαιο της θάλασσας) εντός της οποίας η Ελλάδα ενσωματώνει την οδηγία στο εθνικό δίκαιο. Ακόμη και εάν η Τουρκία εκδώσει τον δικό της χάρτη του ΘΧΣ, για την ΕΕ θα ισχύει ο ελληνικός μέχρις ότου οριοθετηθούν οι θαλάσσιες ζώνες μεταξύ της Ελλάδας και των γειτονικών της κρατών με συμφωνία ή προσφυγή στη δικαιοσύνη. Η ελληνική εκδοχή θα ισχύει μέχρι τότε έναντι των 27 κρατών μελών της Ένωσης και έναντι της ίδιας της ΕΕ προφανώς, η δε Τουρκία (υποψήφιο ΚΜ) δεν διαθέτει κανένα δικονομικό μέσο αμφισβήτησης του ελληνικού μέτρου ενώπιον της ενωσιακής δικαιοσύνης. Είναι μια άριστη αποτύπωση των δικαιωμάτων μας».
Στην κριτική που δέχθηκε η κυβέρνηση ότι αναγκάσθηκε να ανακοινώσει τα θαλάσσια πάρκα κάτω από την απειλή της ΕΕ δεν υπήρξε κυβερνητική απάντηση αλλά διακεκριμένοι διεθνολόγοι θεωρούν ως πολύ πιθανό το ενδεχόμενο η κυβέρνηση να επεδίωξε την πρώτη καταδίκη και να φθάσει στο παραπέντε για την ανακοίνωση, προφανώς, ως ένα στοιχείο ελιγμού απέναντι στην Τουρκία.
Πάντως, Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός δεν σημαίνει και ΑΟΖ.
Την επομένη, στις 17 Απριλίου, η κυβέρνηση εξέπληξε και πάλι κηρύσσοντας αυτήν την φορά τα όρια της ελληνικής ΑΟΖ στο Ιόνιο Πέλαγος (δυτικά του Ταίναρου, όπου η χώρα έχει επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια).
Αν και κατά ορισμένες εκτιμήσεις, όπως του κ. Θεόδωρου Καρυώτη, το Δίκαιο της Θάλασσας δεν προβλέπει τμηματική ανακήρυξη ΑΟΖ, ο διεθνολόγος Θεόδωρος Κατσούφρος εκτιμά ότι «τα κράτη έχουν τη διακριτική ευχέρεια να συμφωνήσουν κατά το δοκούν εφόσον δεν απαγορεύεται η μερική συμφωνία. Αλλά η διεθνής πρακτική το επιβεβαιώνει. Ήδη, το 1965, η Γερμανία είχε συνάψει συμφωνίες μερικής οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας της με τη Δανία και τις Κάτω Χώρες. Επίσης, η Χάγη προέβη το 2002 σε μερική οριοθέτηση μεταξύ Νιγηρίας και Καμερούν λόγω της μεταξύ τους παρουσίας μιας νήσου (της Bioko) η οποία ανήκει στην Ισημερινή Γουινέα και διακόπτει τη σχέση των ακτών Νιγηρίας και Καμερούν ως αντικειμένων».
Εκεί που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η επιστημονική άποψη του κ. Κατσούφρου είναι στο σημείο που λέει ότι «η ανακήρυξη ΑΟΖ στο Ιόνιο (η οποία συμπίπτει με τη συμφωνημένη οριοθέτηση με την Ιταλία) περιπλέκει τα πράγματα επειδή καθιστά σαφές ότι στην υπόλοιπη θαλάσσια έκταση (πλην της οριοθετημένης με την Αίγυπτο) η Ελλάδα διαθέτει προς το παρόν μόνο υφαλοκρηπίδα. Εδώ δημιουργείται ένα πρόβλημα. Ο ΘΧΣ αφορά μεταξύ άλλων και την αλιεία. Άρα, λογικά συμπεριλαμβάνεται και η αλιεία ως δραστηριότητα εντός της θαλάσσιας έκτασης του ελληνικού χάρτη για τον ΘΧΣ. Ο υφυπουργός ΥΠΕΞ σε χτεσινή συνέντευξή του κάνει λόγο για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ αλλά η επίσημη ανάρτηση του ΥΠΕΞ αναφέρεται μόνο στην υφαλοκρηπίδα.
»Βεβαίως, άλλο πράγμα είναι η μονομερής ανακήρυξη ΑΟΖ και άλλο η οριοθέτησή της με συμφωνία ή με δικαστική απόφαση, όπως διευκρίνισε και το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου. Τίθεται όμως στην πράξη ένα πρακτικό ζήτημα: η αλιεία στο Αιγαίο και στην Α. Μεσόγειο θα διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης (το οποίο αφορά μόνο τους 27) ή από το διεθνές δίκαιο της θάλασσας, οπότε η αλιεία πέραν των 6 ν.μ, δηλαδή στην ανοικτή θάλασσα, θα ισχύει για όλους, άρα και για την Τουρκία επειδή η Ελλάδα δεν ανακήρυξε ΑΟΖ στις συγκεκριμένες θαλάσσιες περιοχές; Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου του Λουξεμβούργου, ενόσω δεν θα συνάπτεται συμφωνία οριοθέτησης, θα ισχύει η ενωσιακή ρύθμιση του ΘΧΣ. Το πλεονέκτημά μας είναι ότι η υιοθέτηση από την Τουρκία αντιστοίχου ΘΧΣ δεν θα εμπίπτει στην ενωσιακή δικαιοδοσία, παραμένοντας απλώς μια μονομερής διεκδίκηση χωρίς αντίκρισμα και έρεισμα στο διεθνές δίκαιο εφόσον δεν θα πρόκειται περί ΑΟΖ. Το ζήτημα χρειάζεται να εξεταστεί πολύ προσεκτικότερα», καταλήγει στην ανάλυσή του ο κ. Κατσούφρος.
Όπως και να έχουν τα πράγματα μπαίνουμε σε ένα νέο κεφάλαιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Το ερώτημα είναι αν οι εξελίξεις είναι συμφωνημένες. Και υπάρχουν πολλές ενδείξεις που επιβεβαιώνουν την εκτίμηση αυτή.