Ένα Πάσχα στη Σάντα του Πόντου, και συγκεκριμένα αυτό του 1896, περιέγραψε ο Μιλτιάδης Νυμφόπουλος για το αναγνωστικό κοινό της Ποντιακής Εστίας*. Μέρος του ανέκδοτου λαογραφικού του έργου Ιστορία Σάντας Πόντου, η αφήγηση ξεκινά λίγο πριν από την Ανάσταση και ολοκληρώνεται το βράδυ της Κυριακής του Πάσχα.
≈
Μεσάνυχτα της Κυριακής του Πάσχα του 1896 σήμαναν οι καμπάνες της εκκλησίας της Αγίας Κυριακής Ισχανάντων και όλων των άλλων εκκλησιών της Σάντας. Με πόση χαρά ξύπνησαν όλοι και ετοιμάσθηκαν για την εκκλησία, δεν περιγράφεται. Όλοι φορέσανε τα γιορτινά τους, κάνανε το σταυρό τους και ξεκινήσανε. Τα πιο μικρά παιδιά κλαυθμηρίζοντας ζητούσαν να φάνε, μα οι μητέρες στους τα λέγανε πως θα τα μεταλάβουν σήμερα την άγια κοινωνία, και πως κόβει ο Θεός τη γλωσσίτσα τους άμα θα φάνε. Εννοείται πως ησύχαζαν τα παιδιά απ’ το φόβο τους, και ίσια στην εκκλησία.
Εκεί άρχισαν οι ψάλτες να ψάλλουν το «Κύματι θαλάσσης» επανειλημμένως ώσπου να μαζευθεί ο κοσμάκης. Τα παιδιά ανυπομονούσανε να γίνει η Ανάσταση, γιατί βλέπανε κάτι ετοιμασίες των αντρών, κάτι κινήσεις μερικών νέων που φανερώνανε πως επεφύλατταν εκπλήξεις για τη χρονιά αυτή. Επιτέλους έφτασε η ποθητή στιγμή. Ο ιερεύς έψαλε το «Δεύτε λάβετε φως», όλοι οι άνδρες τρέξανε ν’ ανάψουν τις λαμπάδες τους, αμέσως μετά ψάλανε οι ψάλτες το «Την Ανάστασιν σου Χριστέ σωτήρ» και βγήκε όλο το εκκλησίασμα στο ύπαιθρο, στο προαύλιο της εκκλησίας, όπου ο ιερεύς διάβασε το Βαγγέλιο της Ανάστασης και έψαλε υψηλόφωνα το «Χριστός Ανέστη».
Δεν πρόφτασε να πει τις δύο πρώτες λέξεις και τα τουφέκια βρόντησαν. Αντήχησε τρομερά η κοιλάδα του ποταμού της Σάντας από τους αθρόους πυροβολισμούς των Ισχανανταίων και των άλλων Σανταίων, τα δε παιδιά χοροπηδούσαν από τη χαρά τους και είχανε τα μάτια τέσσερα για να μην τα διαφύγει και η παραμικρή λεπτομέρεια του εορτασμού.
Ύστερα απ’ τους πυροβολισμούς άρχισαν τα πυροτεχνήματα· αυτά ήσαν μεγαλειώδη. Οι ρουκέτες ανέβαιναν σφυρίζοντας ψηλά στον ουρανό, μερικές έσκαζαν εκεί ψηλά με κρότο κανονιού, μερικές έπεφταν αφού σκόρπιζαν πάνω απ’ τα κεφάλια μας στη φωτιά τους, και μερικές πέφτοντας κατακέφαλα μέσα στο πλήθος σφύριζαν σαν φίδια ανάμεσα στα πόδια των γυναικόπαιδων και έσκαζαν, αφού τα τρομοκρατούσαν για κάμποσα δευτερόλεπτα. Σύγχυση στις γυναίκες, γέλιο των ανδρών, φωνές, θόρυβος. Οι ψάλτες, και οι ιερείς ακόμη, κοίταζαν αυτές τις σκηνές και ξεχνούσαν κάποτε το καθήκον τους.
Τέλος δόθηκε το σύνθημα να μπει το πλήθος στην εκκλησία. Ψάλλοντας το «Αναστάσεως ημέρα» μπήκανε όλοι στο ναό, και το εκκλησίασμα για πολύν καιρό έπειτα σχολίαζε μες την εκκλησία σε τόνο έθιμο τα επεισόδια και τις σκηνές που έλαβαν χώρα έξω στο ύπαιθρο τη στιγμή της Αναστάσεως.
Ενώ ψάλλονταν οι Άνοι γίνηκε ο ασπασμός όπως θα πούμε: Πήραν οι τρεις ιερείς μας και ο γερο-Χαράλαμπος Παρμαξούζ το Βαγγέλιο και τρεις εικόνες, στάθηκαν μπροστά στον Αρχιερατικό χρόνο και άρχισε ο ασπασμός. Ο πρώτος πιστός σταυροκοπήθηκε, προσκύνησε το Βαγγέλιο, φίλησε τον πρώτο ιερέα δύο φορές στο αριστερό μάγουλο και μία φορά στο δεξιό επάνω στα γένια του, και ο ιερεύς ανταπέδωσε το η φίλημα. Το ίδιο έκαμε ο πρώτος πιστός με τους άλλους δύο ιερείς και με τον γερο-Παρμαξούζ, και ύστερα έριξε ένα γρόσι στο δίσκο των ιερέων. Κατά τον ίδιο τρόπο έκαμαν τον ασπασμό όλοι οι άντρες, και έριξαν κι αυτοί νομίσματα στο δίσκο. Οι γυναίκες απλούστατο προσκύνησαν τις εικόνες και το Βαγγέλιο και απεχώρησαν αφού φίλησαν το χέρι τον ιερέων.
Οι ψάλτες έψαλαν τα της λειτουργίας μέχρι τέλους, και ο Χρήστος Αλεξάνδρου διάβασε τον Απόστολο με το ωραίο ευαγγελικό ύφος του. Στο μεταξύ τα μωρουδέλια φωνάζανε και κλαίγανε στις αγκαλιές των μανάδων τους, πολλές γυναίκες κουτσομπόλευαν μέσα στην εκκλησία καθώς και μερικοί άνδρες. Κατά τη Μεγάλη Είσοδο και μετ’ αυτήν επικράτησε κάποια τάξις, και στο τέλος της λειτουργίας λοτε σήμαναν οι καμπάνες και άρχισε ο ιερεύς να διαβάζει το λόγο του Χρυσοστόμου, τότε το εκκλησίασμα έδωσε μεγάλη προσοχή σε αυτόν το λόγο.
Μετά τη λειτουργία κοινώνησαν μερικοί άνδρες και πολλά γυναικόπαιδα, και όλοι ξεκινήσανε για το σπίτι νύχτα ακόμη. Τα παιδιά μόλις πατήσανε το κατώφλι το σπιτιού τους ζητούσαν να φάνε. Οι μητέρες τους τα δώσανε κόκκινα πασχαλιάτικα αυγά που τα σπάσανε και τα φάγανε ώσπου να πεις αμήν. Τα μεγάλα παιδιά όμως γίνηκαν καπνός.
Πήγανε να σχηματίσουνε παρέες και να σκεφθούν τι πρέπει να κάμουν με το τσούγκρισμα των αυγών. Τα πιο μεγάλα παιδιά φροντίσανε να μάθουμε ποιο είναι το κοτέτσι του χωριού που έχει τα πιο κότσκα (παχυτσόφλουδα) αυγά.
Μάθαινε λοιπόν πως τα πιο γερά αυγά βρίσκονται στο κοτέτσι της Εφραιμίνας, και μια και δυο πάνε την βρίσκουνε την Εφραιμίνα και της λένε επιτακτικά και γελαστά: «Θεία Εφραιμίνα, για θα μας αλλάξεις 10 αυγά τον καθένα, για θα κλέψουμε ολόκληρο το κοτέτσι σου». Τι να σου κάνει η καλή σου Εφραιμίνα; Γέλασε καημένη, παραδέχτηκε, τους άλλαξε 20 αυγά, και έτσι πάνοπλοι αυτοί οι μεγάλοι προκαλούσανε τα μικρότερα παιδιά στην αυλή της εκκλησίας, στην αυλή του σχολείου, στην αγορά, στα αλώνια, παντού. Σπάζανε γραμμή τα αυγά των μικρών παιδιών και τα τσεπώνανε, και θα σπάζανε μόνο από τη μύτη γιατί λέγανε στα παιδιά πως την πρώτη μέρα του Πάσχα είναι αμαρτία να τσουγκρίσουν τ’ αυγά απ’ τον πάτο. Τα καημένα τα παιδαρέλια τα χάφτανε όλα τα ψέματα.
Να σας πω, στο τσούγκρισμα των αγώνων εκείνη τη χρονιά στάθηκε αντίπαλος όλων των μεγάλων παιδιών ο διαβόητος Φαλτσής, που χαλνούσε τα σχέδια των άλλων πολλές φορές. Μερικά παιδιά αφού είδανε πως τους έσπασε πολλά αυγά ο Φαλτσής, πήρανε τη δεύτερη ένα αυγό, το τρυπήσανε πολύ λαφριά απ’ τον πάτο κι αδειάσανε το περιεχόμενο· έπειτα έλιωσαν καραβόπισσα και την έριξαν έτσι λιωμένη στ’ αυγό απ’ την τρύπα του πάτου. Ύστερα ζέσταναν λαφριά το αυγό για ν’ αρπάξει μπογιά, το μπογιάτισαν κόκκινο και γίνηκε ένας καλούτσικος τσιχτσιρίνος. Μ’ αυτόν τον τσιχτσιρίνο σπάσανε 20 αυγά του Φαλτσή συνέχεια, μα στο τέλος τους πήρε μυρουδιά ο Φαλτσής και έτσι χάσανε το παιχνίδι.
Δύο μέρες ύστερα οι νικημένοι αυτοί αγοράσανε απ’ του Πιστοφάντων Ταϊγάνας ωβον (αυγό Ταϊγανίου της Ρωσίας, παχυτσόφλουδο) και μ’ αυτό σπάσανε 6 αυγά του Φαλτσή.
Στο τσούγκρισμα των αυγών δεν υστερούσαν και οι άνδρες. Και οι γυναίκες ακόμα, για το χαρμόσυνο της ημέρας τσούγκριζαν αυγά αναμεταξύ τους.
Δεν πέρασε μισή ώρα ύστερα από την ανατολή του ηλίου και στο σπίτι του Χριστόφορου Κύρτογλου γίνηκε μια μεγάλη παρέα απ’ τους προεστούς του χωριού, που τους κάλεσε ονομαστί ο Χ. Κύρτογλους. Η παρέα επεδόθηκε στο φαγοπότι, και μέσα σε μια ώρα όλοι μεθύσανε.
Βγήκανε όλοι μαζί απ’ το σπίτι του Κύρτογλου και χαιρετούσανε τους νοικοκυραίους με το «Χριστός ανέστη, χρόνια πολλά», πίνανε κανά δυο ποτήρια ρούμι ο καθένας, παίρνανε για μεζέ λίγο ψητό μοσχαρίσιο, και τελευταία παίρνανε κι από ένα κόκκινο αυγό ο καθένας, και φεύγανε.
Στο μεταξύ σήμανε η καμπάνα τον Εσπερινό (Διπλανάσταση). Τότε όλοι οι άνδρες που γυρίζανε στα σπίτια άφησαν τις επισκέψεις και έτρεξαν στην εκκλησία. Οι ξενιτεμένοι μας αν και ήσαν μεθυσμένοι, μολαταύτα σεβάστηκαν την ιερότητα του χώρου και της τελετής, και τσιμουδιά! Σαν άρχισαν οι ψάλτες να ψάλουν το «Φως ιλαρόν» αργά και με κάπως αψηλό ίσο, ενθουσιάστηκαν οι ξενιτεμένοι μας με την εκτέλεση αυτού του αρχαίου μέλους. Σαν αρχίσανε τ’ Απόστιχα του Εσπερινού γίνηκε η Λιτανεία της Ανάστασης.
Μπροστά μπροστά πηγαίνανε τον Ιούδα καρφωμένο σε παλούκι και φτιαγμένο από σακιά γεμάτα άχυρο. Ακολουθούσανε τα δύο αψηλά μας λάβαρα , ο Σταυρός των εξαπτέρυγων, δύο παιδιά με λαμπάδες και θυμιατό, οι ψάλτες, οι ιερείς με την εικόνα της Ανάστασης και με το Βαγγέλιο, και τελευταία όλος ο πληθυσμός του χωριού.
Η πομπή διέσχισε την αγορά, έφθασε στο Στενοχώρι και στο Κοιλάδι ρακάν, και εκεί τοποθέτησαν το ομοίωμα του Ιούδα.
Οι ψάλτες ψάλανε τότε όλα τα τροπάρια, των Αποστίχων, επανελάβανε το Χριστός Ανέστη πολλές φορές, και στο τέλος δόθηκε ο λόγος στους οπλοφόρους. Αυτοί με τους πολλούς πυροβολισμούς που ρίξανε κατά του Ιούδα τον κατακερμάτισαν κι έδωσαν φωτιά στ’ άχυρά του. Ο Ιούδας γίνηκε καπνός, μα οι οπλοφόροι εξακολουθούσαν να πυροβολούν, ολόκληρη δε η κοιλάδα του ποταμού μας βούιζε απ’ τον συνεχή κι αδιάκοπον αντίλαλο των πυροβολισμών. Κατόπιν η πομπή με την ίδια τάξη γύρισε στην εκκλησία, στο προαύλιο της οποίας έγινε ο νέος ασπασμός, και η απόλυση.
Μετά την απόλυση οι γέροι του χωριού συνεχίσανε τις επισκέψεις τους, οι δε νέοι στήσανε τον χορό στο αλώνι της Κοπαλέτσας, όπου μαζεύτηκαν όλες οι όμορφες και όλα τα νυφάδια του χωριού, και χορέψανε ως το βράδυ.