Αν και πολύ πιστοί χριστιανοί, οι Πόντιοι πίστευαν πολύ σε δεισιδαιμονίες και προλήψεις, με «το μάτι», τη βασκανία δηλαδή, να την θεωρούν ασθένεια για την οποία υπήρχε συγκεκριμένη θεραπεία.
Ας δούμε τι έγραφε ο Γεώργιος Κανδηλάπτης (Κάνις) στην Ποντιακή Εστία* (με εξαίρεση το πολυτονικό, έχουν διατηρηθεί η ορθογραφία και η σύνταξη του πρωτότυπου).
≈
Απ’ όλας τας ασθενείας, οι Πόντιοι, ιδίως της ενδοχώρας, περισσότερον υπελόγιζαν και εφοβούντο την βασκανίαν, δια την μυστηριώδη, μάλλον, προέλευσίν της. Πολλά ήσαν τα μέτρα τα οποία έλαμβανον κατ’ αυτής. Ένα μέσον θεραπείας ήτο και το επόμενον:
Μόλις περιήρχετο κανείς εις κατάστασιν μαρασμώδη ή αδυναμίας συνεχούς, σπασμώδη, με αίτια όχι εμφανή (κρύωμα, επιδημικόν, αρρώστημα κ.λπ.), απέδιδον αυτήν εις βασκανίαν. Και ευθύς ο θεραπευτής ετίθετο επί το έργον: Σεσημασμένοι ήσαν οι βάσκανοι, αυτοί που μάτιαζαν, εις κάθε χωρίον ή Κοινότητα. Και έπρεπε να διαγνώση ποίος απ’ όλους είναι.
Προς τούτο εγέμιζεν ένα βαθύ σκεύος με νερόν έως κάτω από την στεφάνην. Έπαιρνε, με την μασιάν, ένα αναμμένον κάρβουνον από το μαγκάλι και απαγγέλλων την ευχήν «Σώσον ημάς, Υιέ Θεού, ο σώσας τον κόσμον», έρριπτε το κάρβουνον εις το νερόν, ενώ ταυτοχρόνως έλεγε, ψιθυριστά, το όνομα του υποτιθεμένου βασκάνου. Εάν το κάρβουνον επέπλεε, αυτό εσήμαινεν ότι ο θεράπων απέτυχεν εις την εκλογήν του υπαιτίου της βασκανίας. Τότε έρριπτεν άλλο κάρβουνον. Και αν τούτο εβυθίζετο εις τον πυθμένα του σκεύους, τότε αναμφισβητήτως ο προκαλέσας την βασκανίαν ήτο ο υποτεθείς δεύτερος ή τρίτος.
Εις την περίπτωσιν αυτήν εξηγγέλετο το όνομα του βασκάνου εις επήκοον όλων των οικείων του παθόντος.
Και επηκολούθει άλλη διαδικασία: Ελάμβανον από τα φορέματα του υπαιτίου, είτε εν γνώσει του είτε εν αγνοία του, εν απόκομμα ή ράκος, το έκαιαν και υποχρέωναν τον βασκαθέντα να εισπνέη, ελαφρά, τον απεκάπνιζαν, με την πίστιν ότι έτσι θα εθεραπεύετο.
Εάν δεν επήρχετο η θεραπεία, έθαπτον εις ελάχιστον βάθος, εις την εξώθυραν της οικίας, το βυθισθέν εις τον πυθμένα κάρβουνον, ούτως ώστε ο παθών, εξερχόμενος της οικίας του να συντρίψη εν αγνοία του και να διαλύση κ’ εξαφανίση έτσι την βασκανίαν. Συνάμα έχυναν και το νερόν του σκεύους εις το κατώφλιον της θύρας, δια την πλήρη αποθεραπείαν.
Αναγράφομεν έτερον θεραπευτικόν μέτρον: Η γιαγιά της οικογενείας, και ελλείψει ταύτης, η μητέρα ή γειτόνισσα έχουσα πείραν περί τα τοιαύτα, έθετε τεμάχια άλατος εις την παλάμην της δεξιάς χειρός και τα ανετάραζε απαγγέλουσα το «Πάτερ ημών» και επεκαλείτο την θείαν πρόνοιαν ν’ αποδιώξη το κακόν. Αν αυτή εχασμάτο, τούτο εσήμαινεν ότι ο άρρωστος ήτο θύμα βασκανίας, κάποιος εματίαξεν άτον.
Τότε η θεραπεύτρια προέβαινεν εις τα περαιτέρω: Εφύσα δεξιά και αριστερά, ενώ ταυτοχρόνως έρριπτεν, εν σχήματι σταυρού, ανά ένα κόκκον άλατος δεξιά και αριστερά, υπέρ την κεφαλήν και εις τους πόδας του πάσχοντος. Επίσης έρριπτεν έτερον κόκκον εις την εστίαν· τους δε υπολοίπους διαλύουσσα εντός ποτηρίου ύδατος, επήλειφε με αυτό το πρόσωπον και τας χείρας του ασθενούς, του εκερνούσε την εναπομένουσαν ολίγην διάλυσιν και επιστεύετο ότι έτσι επήρχετο η θεραπεία.