Ο Αναστάσιος Παπαδόπουλος γεννήθηκε στον παραθαλάσσιο οικισμό Κιλισέμπουρου(ν) (ή Κλησέμπουρου, από το τουρκικό kilise, που σημαίνει εκκλησία και burun που σημαίνει μύτη, ακρωτήρι, δηλαδή το ακρωτήρι της εκκλησίας).
Το χωριό βρισκόταν μισή ώρα δυτικά της Τρίπολης και χρωστά την ονομασία του σε βυζαντινή εκκλησία, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, που υπήρχε στο ύψωμα επάνω από τη θάλασσα, σε μικρή απόσταση από τα σπίτια.
Ο πληθυσμός του ανερχόταν σε περίπου 135 Έλληνες κατοίκους, οι οποίοι είχαν μετοικήσει στα τέλη του 18ου αιώνα από τις περιοχές Λαχανά μαdέν, Εσελί μαdέν, Σίμικλι και Δέσμαινα και μιλούσαν ποντιακά. Πέραν της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, ιδιαίτερα ανεπτυγμένες στην περιοχή ήταν επίσης η αλιεία και η οινοποιία.
Η μαρτυρία του Αναστάσιου Παπαδόπουλου περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Γεννήθηκα στο Κιλισέμπουρου στα 1890. Ο πατέρας μου κείνον τον καιρό ήταν κτίστης στη Ρωσία. Έξι χρονώ πήγα στο σχολείο. Δεν το ήθελα, προτιμούσα να κολυμπώ στη θάλασσα. Δύο χρόνια πήγα μόνο. Βγήκα από το σχολείο και μαζί με τη μητέρα και τα άλλα αδέρφια μου ασχολήθηκα με τη γεωργία, με το χορό και το τραγούδι.
Δέκα χρονώ ήμουνα, πήγα σε φούρνο στην Τρίπολη. Πουλούσα κουλουράκια και ψωμιά και καλοπερνούσα. […]
Με τους Βαλκανικούς πολέμους έπεσαν στην Τρίπολη όλοι οι χωριάτες Τούρκοι από Ερζερούμ και Ερζιγκιάν. Έτσι, ντυμένοι με τα δικά τους χωριάτικα ρούχα, ψειριασμένοι, πεινασμένοι. Ήμουνα τότε φούρναρης στην Τρίπολη. Ήρθαν, έκλεψαν έναν ολόκληρο τέντζερε φαΐ, το φάγανε και μετά πετάξανε τον τέντζερε στο φούρνο, δίχως να μας πληρώσουν. Γύριζαν στους δρόμους και τραγουδούσαν στα τούρκικα: «Θα πάμε στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία, τη Σερβία, το Μαυροβούνι, θα χτυπήσομε τους Γκιαούρηδες και κορίτσια των Γκιαούρηδων θα φέρομε εδώ». Εμείς ακούαμε, αλλά σιωπή. Μπορούσες να μιλήσεις;
Το ’14 παντρεύτηκα και πήρα γυναίκα απ’ το χωριό μου. Ήρθε και ο Ευρωπαϊκός πόλεμος. Πριν να ‘ρθει, εκείνο το χρόνο πιάστηκε ο ήλιος δώδεκα η ώρα.1 Όλοι φοβηθήκαμε: «Θα χαθούμε!». Βάσταξε πέντε λεπτά. Μετά, τον Αύγουστο, έγινε το σεφέρμπεϊλικ.2 Αρχίσανε να μαζεύουνε στρατιώτες από είκοσι έως σαράντα πέντε χρονώ, Τούρκους, Αρμεναίους και Γραικούς. Πριν επληρώναμε το πετέλι,3 τώρα πετέλι δεν αναγνωρίζανε. Μας παίρνανε όλους.
Το 1915 έγινε η σφαγή των Αρμεναίων. […] Είχαμε δύο Αρμενοπαπάδες στην Τρίπολη. Ο πρώτος ήταν ογδόντα χρονώ, ο άλλος ήταν τριάντα τριών, τα χρόνια του Χριστού είχε κι ήταν κι όμορφος σαν εκείνον.
Καθώς έμαθαν πως θα κάμουν οι Τούρκοι σφαγή στους Αρμεναίους, ο νέος, για να μην πέσει η οικογένειά του στα χέρια τους, έδωσε φωτιά στο σπίτι του, κι ήταν όλη η οικογένειά του μέσα.
Η φωτιά μεταδόθηκε και κάηκαν άλλα έξι σπίτια Τούρκων. «Γιανγκούν βαρ, Γιανγκούν βαρ»4 φώναζε ο πασβάνης.
Ήμουνα με την ποδιά της δουλειάς. Φούρναρης δεν ήμουνα; Μόλις είχα σηκωθεί για να ζυμώσω. Τρέχαν όλοι για να χύσουνε νερό, έτρεξα κι εγώ να βοηθήσω και, από περιέργεια, να ιδώ. Και τι να ιδώ! Άλλοι Τούρκοι πιάνουν το νέο Αρμένη παπά, τον δένουν και με υψωμένα τα γιαταγάνια τον φύλαγαν. Δεν μιλάει ο παπάς. Όρθιος, ψηλός, ωραίος σα Χριστός, τον κάηκε η ψυχή μου. Άλλοι ορμούν με τα γιαταγάνια να σφάξουν τους Αρμεναίους. Οι τρανοί Τούρκοι, που σκέφτονται τους Ρώσους, «δεν ήρθε ακόμη η ώρα, ησυχάσετε», λένε στους αγριεμένους.
Έφυγα για το φούρνο μου καταστενοχωρημένος. Δεν πέρασαν τρεις ώρες κι άρχισαν να τους μαζεύουν. Πήραν τον παπά δεμένον, απαράλλαχτα Χριστός, και τον έφεραν στο στρατώνα. Μέσα στα ξίφη τον έχουν έξι-οχτώ στρατιώτες. Μαζεύουν και τους άλλους στο στρατώνα σαν πρόβατα, μικρούς, μεγάλους, γέρους και βυζανιάρικα. Μέχρι το μεσημέρι τους είχαν όλους μαζεμένους. Μετά έβλεπες όλους τους Αρμεναίους να περνούν και να φτύνουν τον παπά. «Φτου, που έγινες αιτία να μας εξορίσουνε». Τρέχαν από το πρόσωπο του παπά τα σάλια κι εκείνος δε μιλούσε, σα Χριστός. Πήγαν όλοι, και τελευταίος πήγε ένας χοντρός. Μόνο σ’ αυτόν είπε κάτι ο παπάς. Μακριά ήμουνα, πώς να καταλάβω.
Τούς πήραν όλους και φύγανε. Ο γέρος ο παπάς δεν μπορούσε να περπατήσει. Όταν περνούσαν στου Μπεκιλά, τον σκότωσαν με τις πέτρες. Τους άλλους, όταν περνούσαν στην τοποθεσία Αγάτς μπασί, μιάμιση μέρα από την Τρίπολη, τους σκότωσαν με πέτρες και τσεκούρια.
Εγώ στα ’14 δεν πήγα στρατιώτης, κρύφτηκα. Δεν πιάστηκα, πλήρωσα διοικητές Τούρκους και γλίτωσα. Από τους άλλους χωριανούς είχαμε έξι λιποτάχτες. Κρύβονταν στις σπηλιές που είχαμε στη θάλασσα. Κάθε δυο, κάθε τρεις μέρες τους έφερνα φαΐ από την Τρίπολη. Εγώ τους τάιζα. Δεν είχαν να πληρώσουν. Πότε πεινασμένοι, πότε διψασμένοι.
Το ’16 μάς εκτοπίσανε όλους γενικώς από την Τρίπολη. Όλοι, γυναίκες, άνδρες, παιδιά, κατεβήκανε στο Άκσουι της Κερασούντας. Τότε ξεσηκωθήκαμε για να πάμε στην Κερασούντα. Άρχισαν να μας χτυπούν με το ξύλο και τα ρόπαλα για να μη φεύγομε. Μας εξόρισαν στα μεσόγεια του Σεbίν Καραχισάρ. Κρύο κι η ψείρα έπεσε απάνω μας, κι ο τύφος μάς θέριζε. Φτάσαμε στο Σεbίν Καραχισάρ. Μας στείλανε στο Εσκίσεχιρ ή στο Σούσεχιρ της Γαράσαρης. Εκεί πήγαμε στο αρμενικό χωριό Πιρκ. Μας έπιασε τύφος και μείναμε το ένα τέταρτο. Απ’ αυτούς άλλοι φύγανε στην Κιουτάχεια, άλλοι στην Τοκάτη, άλλοι στην Αμάσεια. Δεν είχαμε πια συνοδεία. Φεύγαμε μόνοι μας, για να γλιτώσομε από την αρρώστια.
Εγώ έμεινα στο Σούσεχιρ και δούλευα σαν τεχνίτης στους κρατικούς φούρνους. Από ‘κει πήγα στο Κότσισαρ. Άνοιξα φούρνο, κέρδισα λίρες. Κατόπιν άνοιξα φούρνο στο Σεbίν Καραχισάρ. Τρεις μήνες μόνο δούλεψα σ’ αυτόν. Ένας αξιωματικός Τούρκος μ’ ανάγκασε να τον κλείσω: «Κλείσ’το φούρνο. Είσαι στρατιώτης». Τον πλήρωσα τριάντα παγκανότες για να μ’ αφήσει κι έφυγα στην Κερασούντα.
Τον Αύγουστο του ’18 πλήρωσα στον Τοπάλ Οσμάν σαράντα λίρες κι έφυγα στη Ρωσία. Στο δρόμο χάλασε το μοτόρ. Οχτώ μέρες και οχτώ νύχτες μείναμε στη Μαύρη Θάλασσα μέσα, δίχως νερό, δίχως φαΐ. Έξι νοματαίοι μας πέθαναν και τους ρίξαμε στο πέλαγος. Βάλαμε το πανοκάραβο να μας τραβήξει. Ύστερα από μέρες τα καταφέραμε. Είχαμε κι ένα επεισόδιο.
Ο καπετάνιος πουλούσε το νερό μια χρυσή λίρα το κανάτι και σ’ όποιους ήθελε. Έδινε μόνο σ’ έναν πλούσιο. Στους άλλους δεν έδινε κι είχαν πέσει όλοι άρρωστοι. Πάνω σ’ αυτό τσακωθήκαμε. Με τον πιστόλι τον οδήγησα, τον ανάγκασα να μας πάει στη Ρωσία.
Με το πανοκάραβο καταφέραμε και βγήκαμε στη Ρωσία, στο Σοχούμ. Οι δικοί μας είχαν επιτροπή. Ήρθαν, μας άρπαξε, ογδόντα ψυχές ήμασταν και μας πήγαν στα νοσοκομεία. Εγώ έχασα σ’ αυτήν την περιπέτεια τη γυναίκα και το παιδί μου.
Είχα έναν αδελφό. Αυτός με πήρε και πήγα στη Σεβαστόπολη. Δούλεψα στο φούρνο ενός Αρμένη. Καλά δουλεύαμε. Μα από τη στιγμή που ήρθαν οι δικοί μας να χτυπήσουν τους μπολσεβίκους,5 δεν είχαμε πια θέση εκεί. Όταν οι στρατιώτες μας γύριζαν από τη γραμμή Περικόπ, που τους έστειλαν οι Αγγλογάλλοι να πολεμήσουν τους Μπολσεβίκους, οι Ρωσίδες τούς έριχναν ζεστά νερά από τα παράθυρα και τους έλεγαν: «Ανόητοι Γραικοί, σας έφεραν εδώ μέσα να μας πολεμήσετε; Δεν πάτε καλύτερα να πολεμήσετε στην πατρίδα σας; Δεν σας σκοτώνομε, ενώ μπορούμε, γιατί ξέρουμε ποιοι σας έβαλαν».
Το Πάσχα του ’19 ήρθαμε στην Ελλάδα. Βγήκαμε στο Αργοστόλι της Κεφαλληνίας. Κάθισα ένα χρόνο. Πουλούσα τα ρούβλια, σαράντα λεπτά του Γκερέσκη και εξήντα του Νικολάγιεφ. Αυτά τα αγόραζαν, γιατί περίμεναν να ξαναγυρίσει ο τσάρος. Έτσι έκαμα συρμαγιά και πουλούσα κουλουράκια στο Αργοστόλι. Στο ’20 ήρθα στον Πειραιά. Πουλούσα πάλι ρούβλια. Αργότερα οι Πειραιώτες αγρίεψαν:
«Δε βούλιαζε το καράβι του γυαλάκια που σας έφερνε; Με τα ρούβλια σας μας εκαταστρέψατε».
Με την απόβαση της Μικρασίας πήγα και πολέμησα κι εγώ. Έγινε η καταστροφή. Γυρίσαμε στα ’22, και στα ’23 μας έστειλαν στη Μακεδονία. Πήγα και εγκαταστάθηκα στην Ανωρράχη Πτολεμαΐδας. Παντρεύτηκα για δεύτερη φορά. Υιοθέτησα ένα κορίτσι και το πάντρεψα στην Αθήνα.