Αφορμή μοιάζει να είναι η κεντρική φωτογραφία του άρθρου – αφορμή και όχι αιτία, καθώς η αιτία είναι το βαθύ σημάδι που έχει αφήσει ο Αχιλλέας Βασιλειάδης σε όσους τον γνώρισαν, τον έζησαν και τον αγάπησαν. Με αφορμή λοιπόν αυτήν τη φωτογραφία και τη στάση του σώματος του ΑΒ, ο Σύλλογος Ποντίων Νυρεμβέργης γράφει γι’ αυτόν, για την εποχή του και τον περίγυρό του, για τον Πόντο (του).
Για να καταλήξει εκεί από όπου θα μπορούσε να αρχίσει, αν δεν είχε όλες αυτές τις μνήμες που στοιχειοθετούν το αποτέλεσμα: «Ο ΣΠΝ προτίθεται να χορηγήσει υποτροφία μεταπτυχιακών σπουδών για την κοινωνιολογική και λαογραφική έρευνα της εποχής του Αχιλλέα».
Παραθέτουμε ολόκληρο το κείμενο του ΣΠΝ, που σίγουρα θα συγκινήσει όσους γνώρισαν τον Αχιλλέα Βασιλειάδη.
«O Αχιλλέας κατά τον δαίμονα αυτού – Η εποχή μας κατά τον δαίμονα της δικής του»
Achille and Siamides on Woodstock’s stage: The Kotira’s ox, ο Achille, ξέφωτος, «σας έχω», μ’ ακράνοιγη αγκαλιά στο stage τινάζει τη γλαρή ματιά του ασελγώντας με αριστοφανικά υπονοούμενα σε πρόθυμο των προθέσεών του πλήθος…
σσερίτσα μ’ να ελέπω σε
κουτούλα ματωμέντσα,
να κλαις και να φτουλίεσαι
τ’ αντρού πουγαλεμέντζα
…ή μήπως «τ’ αντρού γουτουρεμέντζα»;
Πίσω του ένθρονος ο Siamides δαμάζει σαδιστικά τη βιτσιόζα νότα Si, lead in στους Santana…
White Lake – Bethel Woodstock, NY 16.08.1969
Ο αυτομεθών στην Ορφεία του Άλω, ο alegro μελωδός και junkie θεατράνθρωπος –θαρρείς εξώγαμο του Κτενίδη–, ο γητευτής των κοινωνιών και χαράς κλαδίν των συγχρονιών του Αχιλλέας, που βρέφος έπεσε στη μαρμίτα με τοn μαγικό ζωμό της Ποντικής Παγγαίας και παίρνει αμπάριζα από μιας Αυγούστας, της Ρούλας το Ένοικον, ο Αχιλλέας που βρέφος τάχτηκε μαικήνας άδολων οιωνών και αλληλέγγυων βλεμμάτων που παίρνει αμπάριζα από μιας Αυγούστας, της Ρίας το Χερουβικό, ο Αχιλλέας που βρέφος οιστρηλατήθηκε από τη διαύγεια ενός ψευδαισθησιακού Πόντου, πατρίδας ομοούσιων ρομαντισμών κι αδελφοσύνης λαών και παίρνει αμπάριζα από μιας Αυγούστας, της Χριστίνας τον Ηλιάτορα, νάτονε motivator ακριτικών ιάμβων στις Bienalle των Μουσών της Ζύγανας, νάτονε δρυΐδης στις ταραντέλες των σατύρων στους δρυμούς του Μελά, νάτονε Ασίκης μελωδός στου Μίθρα τις βεγγέρες, νάτονε dealer ψυχοτρόπας συγκομιδής από ζεν σπορίδια μιας αιώνιας νιότης, νάτονε να δειγματίζει ενάρετα μπόγια αυτογνωσίας για κάθε ηθοπράκτη ευεξίας της μεταποντιακής ταυτότητας, νάτονε πραματευτής φιλότιμου στις αμφικτυωνίες της.
Ο ιερομνήμων και ιμπρεσιονιστής performer, τάλαντο όμοιο του Σπανίδη, του Χάιτα, του Κοκοζίδη, και Τσουλφά, των σπάνιων σαθέτε που θεατρονόμησαν την ποντική διάλεκτο τροχονομώντας νεύματα, πρόζες και ρίμες της τανάντι στις μήτρες τους, στα Άξιον Εστί των λαών της Μαύρης Θάλασσας και στα θυμόσοφα Ελευσίνια των Χριστού και Μοχαμέτη, ο Αχιλλέας που παίρνει αμπάριζα από του Φίλιππα και της Σωτήρας το Εναύλιν, νάτονε απορημένος για το καψόνι που του σκάρωσαν οι Μοίρες, αυτός ένας μοντεσόρι σε βικτωριανά σύμπαντα Ποντίων –όμοια ξαναμμένος έφηβος σε σαρακοστές εσφιγμενιτών–, αυτός ένας αντίφας βίου όμηρος στα εθνοϊδεοληπτικά ταμπούρια δημόσιων ανακλαστικών τους, νάτονε και «στα κάκαλά του» – απτόητος προβοκάτορας, σοσιαλιστής που σπένδει κανίσκια απ’ της σερέτικης ψυχής και ερασμιακής του μνήμης τις ντόπες, αναπαρθενεύοντας παρέες, κιμπαρεύοντας πατάρια και μουχαπέτια.
Το ανοιχτόκαρδο κι αιώνιο sunny boy που αγαπιέται καθ’ έξιν, ο πληθωρικός τέκτονας λυρικών ανθρωπισμών, το safe εξαγώγιμο brand των forum της ποντικής Ρωμιοσύνης, η cool περσόνα και προσωπικότητα των παραστατικών τεχνών της, ο καριερίστας ενός και μόνο ρόλου-εαυτού, που τα stories του άνετα θα ρίχνανε το Insta των ’80s, ο ιδεαλιστής peace maker εποχών και διαιτητής χαρακτήρων που παίρνει αμπάριζα απ’ τα ένδοξα αρκατασλίκια και συνωμοτικά κιρβανλίκια του, νάτονε που γελιέται πως τσιμπήσαμε στη φάρσα του, νάτονε που γελιέται «εύρεν τον Χάρον σα εύκαιρα κ’ εκόμπωσεν ατον, τεά θ’ αφήν’ ατον σαλμάν και λυκοχαντζεύ’ ’ς ση Χάραινας τα ’ρδανία τ’ εκές…».
Ο Αχιλλέας που με ρουσφετόχαρτο των Κομνηνών διορίστηκε Δροσουλίτης στα καστρόποδα της Ωριάς και βιγλάτορας στις καβάντζες του Άρχοντα Γαβρά, ο συναξαριστής ανάλεκτων από τις εννιά μαχαλάδες της Κυρά-Τραπεζούντας κι ανοιχτής παλίμψηστων απ’ τις πρωτάνοιξες του Παρυάδρη, ο προλετάριος που γυρεύει εφτά ζωές να μετρήσει τα πλούτη της μιας του και παίρνει αμπάριζα από του λίκνου του –της «πατής» τα ξόρκια–, νάτονε που μας τρατάρει ευετηριακά πλιάτσικα από τα ρεσάλτα του στα «μόνα της ζωής του ταξείδια», τα ψυχεδελικά του μπάρκα στην Κιμισχανά της γιαγιάς Αγάπης, στα εξαγνιστικά βεστιάρια του Ερμή, στις κρύπτες της έμμετρης Γνώσης, στο Καράντενιζ του Φουάτ Σακά.
Ο wannabe soulman στα gospels των Νυμφών του Πυξίτη και scabroso maestro στα βακχανάλια των αερικών του Πρύτανη που παίρνει αμπάριζα απ’ οργασμούς έμψυχων στους μεζιρέδες τ’ Αε Φωκά και ιαχές άψυχων στα λυκαυγή του Γεσίρογλη, νάτονε που γουστάρει αυτάρεσκα το μπιζάρισμα της Ιστορίας, νάτονε που της την πέφτει με Αχίλλεια «how U doin’»… μίαν με τον Χάιταν, μίαν με τον Κιαχίδην, τον Ευσταθιάδην, τον Διαμαντίδην, τον Ερμήν, τον Χρύσανθον, τον Κωστάκην, τον Τάσον, την Ντάναν, τον Σελβιάρ’, τον Κυριακίδην, τον Ευθύμην, τον Χατζηκαμάνον, τον Φωτιάδην, τον Αντωνιάδην, τον Αδάμ, τον Πλούτην, την Καμπερίδου, τον Ξένον, τον, την… τότε με τον Μπούλην και τον Σιαμίδην –ζατίμ το τυχερό μ’ ατοίν έσανε–, τότε και πάντα με την Ροδάμαν – ζατίμ το τυχερόν ατς εγώ έμ’νε…
Ο Αχιλλέας των Frat Pack, μιας nouvelle vogue που έπιασε σύναυγα προζύμι διαλέγοντας γονείς τους προπάτορές της – την πρωτογενιά προσφύγων, μαστούρια που αρνήθηκαν την Έξοδο και μηρυκάζουν τη ζείδωρη πρώτη Ύλη νουθετώντας τη μηχανική των early ’70s – late ’90s για την ψυχαγωγή των Ποντίων, ο Αχιλλέας από το Τσαλί Δράμας, ο Αχιλλέας από τον Οίκο Ακρίτα Φοιτητή, ο Αχιλλέας από την Εύξεινο Λέσχη, ο Αχιλλέας από την «Εταιρία Θεάτρου Γ.Κ Φωτιάδη», ο Αχιλλέας από το Σύλλογο Ποντίων Φοιτητών Θεσσαλονίκης, που παίρνει αμπάριζα απ’ τ’ αλχημιστήρια των χαμόσπιτων, τα καθαρτήρια αυλών και καφενέδων, νάτονε π’ ανεβαίνει με υψωμένη γροθιά στην Αγίου Δημητρίου κάθε Μάη και 19 σαν τότες που οι βαστάζοι των πανό ήταν λιγότεροι από κείνα.
Ο εστέτ πιονιέρος της Bell Epoque του «Παρακάθ’» Αχιλλέας, του καθ’ ημάς CBGB δηλαδή –ενός atelier γενετικής και πλοηγού βιολογίας των ορφικών του Πόντου–, ο αρχοντικός εικονοκλάστης και πληθωρικό outsider μιας λίγκας λούμπεν επαγγελματισμού, δογματικών χορδών, αγοραφοβικών μικρόφωνων και «καλλιτεχνών»-callboyzz, που παίρνει αμπάριζα απ’ όσα μαρτυρά η καρυδιά του Πεταλίδη στο Τσαουσλί Πέλλας, νάτονε ινστρούχτορας τρίτου δρόμου και αξιακών σαμπλόν για το ήθος, την ευγένεια, τον έρωτα, τη ματιά, τη στοργή, τη διδαχή και ιπποσύνη του καλλιτέχνη στις πλατείες, του αδελφού στις κολεγιές , του δάσκαλου στις νιότες, του πάτρονα στις γέννες του…
Διευκρινίσεις
Χάιτας, Κοκοζίδης, Τσουλφάς, Σπανίδης: Κορυφαίοι των παραστατικών τεχνών της πρώτης προσφυγικής γενιάς των Ποντίων στην Ελλάδα.
Πρύτανης, Πυξίτης, Γεσίρογλη, Ζύγανα, Μελά, Αε Φωκά, Ωριά, Γαβράς, Κομνηνοί κ.ά.: Ποταμοί, όρη, τοπόσημα, ιστορικά πρόσωπα της βυζαντινής περιόδου στον Πόντο.
Αρκατασλίκι / κιρβανλίκι: Συντροφικότητα / κουμπαριό.
Λοιπές λέξεις/φράσεις ποντικής διαλέκτου: Για την ερμηνεία τους βλ. στο ψαχτήρι της pontianlyrics.gr ή αίτημα στο fb/messenger του Γιάννη Τερζίδη.
Kotira’s ox = Κωτήρας βουδ’ = Βόδι της Κωτήρας = Σωτήρας (μαμά του Αχιλλέα) = προσφιλής προσφώνηση του Αχιλλέα από συγχωριανό του, στην Αργυρούπολη Δράμας, αδυνατούντος να εκφέρει το σίγμα, με την οποία προσφώνηση αντεκδικείτο σχετικά πειράγματα του Αχιλλέα.
Frat Pack, CBGB: βλ. διαδίκτυο (αλληγορικές αντιστοιχίσεις).
Τα κύρια ονόματα του κειμένου είναι της οικογένειας, του φιλικού κύκλου αλλά και κοινωνιών του Αχιλλέα, πρόσωπα δηλαδή της γενιάς του που επέδρασαν με όραμα, πάθος και δεξιότητες στον ταυτοτικό προσδιορισμό των νεότερων γενεών ποντιακής καταγωγής σε ό,τι αφορά τη δημόσια καλλιτεχνική-διαλεκτοφωνική αυτοπεποίθηση και ποντιογνωσία μεταξύ 1970-1990.
Εργάστηκαν, αφοσιώθηκαν, συναναστράφηκαν και εξόρυξαν αφιλοκερδώς πρωτόλειο υλικό από την ιστορική μνήμητων εν ζωή πρωτοπροσφύγων και το λαϊκό πολιτισμό των επαρχιακών οικισμών τους. Μεθερμήνεψαν δε αυτούς τους κόσμους στα αστικά περιβάλλοντα της Μεταπολίτευσης.
Είναι η πλέον σημαντική και «σαββοπούλεια» παρέα των μεταπροσφυγικών γενεών, αφού η παρουσία της καταλύει μέχρι σήμερα εξώθερμα κάθε άσκηση καλλιτεχνικής και πολιτικής νοημοσύνης του ποντιακού ελληνισμού. Ο καθένας τους ως εκκεντρικότητα «κουβαλούσε» και «σήμαινε» αλληλέγγυα τους υπόλοιπους, γι’ αυτό και στο κείμενο προσομοιάστηκαν αλληγορικά με γενίκευση στην εννοιολογία των Frat Pack.
Είμαστε βέβαιοι πως σε ό,τι αφορά τις παρασταστικές τέχνες και τις πολιτικές εκφράσεις των ελλαδιτών Ποντίων, η γενιά του Αχιλλέα, με τον ίδιο ταυτοτικό εκπρόσωπο, ζωηρά παρόντα και πληρούντα, αποδείχθηκε η κρίσιμη μάζα της σύντηξης για το μέλλον και αστικοποίηση των θεματικών της διαλεκτοφωνικής μελωδής, δισκογραφίας, θεατρικού και δημόσιου λόγου, συγγραφής, κ.ο.κ. του ποντιακού «ελληνισμού».
Εκτιμούμε, μάλιστα, πως συμπληρωματικά στις ερωτοβουκολικές και δύσκαμπτες φόρμες στα μουσικά ρεπερτόρια-ορύγματα των προσφύγων από τις περιοχές Ματσούκας (Κατεφορίας), αυτοί οι απίστευτοι και «αφανείς» επί το πλείστον τύποι, διατήρησαν ενεργά τα ύφη και ήθη στις μελωδές της Ανεφορίας, δηλαδή των περιοχών νότια της κορυφογραμμής Ζύγανας, ένθεν κακείθεν της οδού Άρδασσας-Ερζερούμ έως Χερίανας και κυβερνείου Καρς.
Ζωήρεψαν σε συλλόγους, δημόσιες σκηνές και παρακάθια τις ορφικές συμπεριφορές της Σάντας, της Κρώμνης, των σουμοχωρίων Τραπεζούντας και του παράλιου Πόντου από τα Σούρμενα και την Οφιούντα μέχρι την Οινόη και Σαμψούντα.
Από το 1970 κι έκτοτε ανέδειξαν εμφατικά τον λησμονημένο δημώδη κύκλο, μόχλευσαν το μετάλλευμα Στάθη Ευσταθιάδη, παρακίνησαν σοφιστικέ δισκογραφίες, ανέδειξαν πολυθεματικές στιχοπλοκές και πολυτροπικές μελωδές ενώ πρόβαλαν πρωτοπόρα κι ανοιχτόμυαλα χορωδιακές εκφράσεις της ποντιακής μούσας. Με εξωστρεφή αντίληψη ερωτοτρόπησαν με τις μουσικές σκηνές και θεματικές του μητροπολιτικού Πόντου, εδραιώνοντας έκτοτε βεβαιότητες πως ο θρεπτικός Πόντος είναι «εκεί», ολοζώντανος και προσμένων τη «διασπορά» της ποντιακής Ρωμιοσύνης (οι δισκογραφίες-σταθμοί της ιδιοφυούς στιχουργικής Χρήστου Αντωνιάδη αποτελούν μνημεία πολιτικής νοημοσύνης και πολιτισμού κλίμακας).
Με ορμητήρια τις υποδομές και συνειδήσεις πληθυσμών σε πόλεις όπου αλληλοεπιδρούσαν μικτής καταγωγής προσφυγικές μνήμες και αξιοποιώντας δυναμικές προσώπων και εποχών όπως του άξονα Άρδασσας-Πτολεμαΐδας (ΕΛΠ)-Ανατολικού, των διευθύνσεων Θεσσαλονίκης-Καλαμαριάς-Δράμας π.χ., του ΚΕΠΟΜΕ, της πρώτης περιόδου ΠΑΣΟΚ, του Συλλόγου Ποντίων Φοιτητών Θεσσαλονίκης, προσωπικών καταρτίσεων, επαγγελματικών βάθρων και καλλιέργειας στον προοδευτικό χώρο κατά μείζονα, η γενιά του Αχιλλέα παρακίνησε νέες αγωνίες για την έρευνα και προοπτική του νεωτερικού μουσικού-ποιητικού-θεατρικού λόγου και λογοτεχνίας των Ποντίων.
Συνάμα, η ίδια σώρευε θετικά τεκμήρια για την πολιτική ωρίμανση των μεταπροσφυγικών γενεών, τα καταστατικά αντικείμενα των σωματείων τους, τις βιβλιογραφίες, τη δημόσια προβολή και θέαμα περί αυτών, αλλά δυστυχώς και αρνητικά τέτοια όπως της ανάδυσης στρεβλώσεων, π.χ. του επαγγελματία «καλλιτέχνη», της εμπορίας νοσταλγίας, του ιδιοτελούς παραγοντισμού κ.ο.κ.
Μέλη αυτής της παθιασμένης «παρέας», με το προσωπικό, οικογενειακό, κοινωνικό, επαγγελματικό κατά κεφαλή κόστος ανυπολόγιστο, λογίζονται τα πρόσωπα που κινήθηκαν αφιλοκερδώς, μεταξύ 1970-1990 στην Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης, στο Σύλλογο Ποντίων Φοιτητών Θεσσαλονίκης, στον Οίκο Ακρίτα Φοιτητή Θεσσαλονίκης, στην «Εταιρία Θεάτρου Γ.Κ. Φωτιάδη», σε πολιτισμικούς θύλακες όπως της Άρδασσας και του Ανατολικού Εορδαίας, της Πτολεμαΐδας, της Αργυρούπολης και οικισμών πέριξ της Δράμας, όπως και πέριξ του Κιλκίς, της Καλαμαριάς στ’ ανατολικά και Πολίχνης/Ωραιοκάστρου στα δυτικά Θεσσαλονίκης, και σε ελάχιστους ακόμη ιστούς.
Συμπεραίνουμε πως αυτή η θεογονία των Frat Pack είναι απαραίτητο να αποτελέσει αντικείμενο κοινωνιολογικής, λαογραφικής και διεπιστημονικής μελέτης.
Ο Σύλλογος Ποντίων Νυρεμβέργης προτίθεται να χορηγήσει υποτροφία μεταπτυχιακών σπουδών για την κοινωνιολογική και λαογραφική έρευνα της εποχής του Αχιλλέα, σε περίπτωση ενδιαφέροντος, ενώ συνεχίζει την εθιμική χορηγική του υποστήριξη του στις ψηφιακές πλατφόρμες Ποντιακός Στίχος και Μουσικό Ποντιακό Αρχείο. Στους εφέστιους βιότοπους του Αχιλλέα.
Μετρώντας στεφάνια και κορδέλες με χρυσά γράμματα, τη μέρα της φάρσας του Αχιλλέα στο κοιμητήρι του Μεσιανού, συμπεράναμε τα εκατοντάδες ευρώ με τα οποία πληρώθηκαν από φορείς Ποντίων, πρόσωπα κτλ. Ματαιόδοξα και πεταμένα χρήματα, έπελπες show off αυτοαναφορικότητας των αποστολέων, χρήματα που θα στήριζαν μια υποτροφία σπουδών στον μουσικό πολιτισμό της Αργυρούπολης Χαλδίας στο χατίρι του Αχιλλέα. Αλλά, πώς είπεν ο παρπα-Γιάννες τη Πασσαλίδη; Λαέ! λαέ! ’αμώ σε λαέ…
Σύλλογος Ποντίων Νυρεμβέργης