Χωρίς απλή γνώμη και χωρίς καρδιά ταπεινή δε θα απογευτεί ο άνθρωπος αληθινά ποτέ, μήτε ειρήνη μήτε χαρά, μήτε φως μήτε αγάπη, μ’ έναν λόγο δε θα απογευτεί στ’ αληθινά μήτε ζωή. Το απλό μάτι κάνει φωτεινό όλο το κορμί.
Η αφέλεια και η απλότητα που έχει το Ευαγγέλιο, ενώ για τον άπιστο είναι αιτία της απιστίας του, για τον πιστό είναι ίσια-ίσια αιτία της πίστης του.
Οι πονηροί και οι πολύπλοκοι, πονηρά και πολύπλοκα θέλουνε, για να χορτάσει η αλαζονική καρδιά τους. Η θρησκεία της ταπείνωσης με ταπεινά λόγια ειπώθηκε.
Πλην αυτά τα τιποτένια λόγια (δώσε προσοχή), αυτά τα τιποτένια κι άτεχνα λόγια, είναι γεμάτα από κάποια δύναμη δραστική, που μας καρφώνει στον τόπο – τη δύναμη που έχει μονάχα η αλήθεια. Όσα κατασκευάζει τεχνικά ο άνθρωπος, με την ψεύτικη τέχνη του, ας είναι καν ο πιο δυνατός ρήτορας είτε ποιητής, είναι κούφια λόγια «της κενής απάτης», για όποιον θέλει να τραφεί με πνεύμα και με αλήθεια, κι όχι με ίσκιους και με ξεγελάσματα, «εμπαίγματα μαγικής τέχνης» κατά τον Σολομώντα.
Άνθρωπε, που σε μπουχτίσανε με λόγια ψεύτικα. Σκύψε το κεφάλι σου και προσκύνησε και μην ψάχνεις τίποτα, ολότελα. Κι άκουσε με προσοχή τον Ευαγγελιστή Ιωάννη πως ιστορίζει την έγερση του Λαζάρου…
«Σαν ήρθε λοιπόν ο Ιησούς, εβρήκε το Λάζαρο να ’χει τέσσερις μέρες κιόλας μέσα στο μνήμα. Κι ήτανε η Βηθανία κοντά στα Ιεροσόλυμα, ως δεκαπέντε στάδια, και πολλοί Ιουδαίοι είχανε έρθει στη Μάρθα και στη Μαρία για να τις παρηγορήσουνε για τον αδερφό τους. Η Μάρθα λοιπόν σαν άκουσε πως έρχεται ο Ιησούς πήγε και τον προϋπάντησε.
»Η δε Μαρία καθότανε στο σπίτι. Είπε λοιπόν η Μάρθα στον Ιησού: Κύριε αν ήσουνα εδώ ο αδερφός μου δεν θα πέθαινε· αλλά και τώρα ξέρω πως όσα ζητήσεις από το Θεό θα σου τα δώσει ο Θεός. Της λέγει ο Ιησούς: Θαν αναστηθεί ο αδερφός σου. Του λέγει η Μάρθα: Γνωρίζω πως θαν αναστηθεί κατά την ανάσταση, την έσχατη την ημέρα. Της είπε ο Ιησούς: Εγώ είμαι η ανάστασις και η ζωή· όποιος πιστεύει σ’ εμένα και ν’ αποθάνει θα ζήσει. Κι όποιος ζει και πιστεύει σ’ εμένα δε θα πεθάνει στον αιώνα. Το πιστεύεις τούτο;».
Τι φοβερά πράγματα! Ο άνθρωπος μ’ όλη τη σοφία του στέκεται σα μωρό παιδί που γαλουρίζει μπροστά σε τούτη τη φριχτή συνομιλία, που γίνεται ωστόσο ήσυχα και με χαμηλή φωνή.
Λοιπόν κι εσύ Χριστιανέ «πιστεύεις τούτο»; Εδώ δεν έχει καμιά αξία η εξυπνάδα, μήτε τα εύκολα στριφογυρίσματα του μυαλού κι άλλα εφευρήματα που σοφίστηκε ο άνθρωπος για να ξεφεύγει. Εδώ χρειάζεται πίστη καθαρή και ίσια: «Πιστεύεις τούτο;».
«Σηκώσανε λοιπόν την πέτρα από τον τόπο που κειτότανε ο πεθαμένος. Κι ο Ιησούς σήκωσε τα μάτια του απάνω κι είπε: Πατέρα σε φχαριστώ γιατί με άκουσες κι εγώ γνώριζα πως πάντα με ακούς. Αλλά για το πλήθος που στέκεται γύρω το είπα, για να πιστεύσουνε πως εσύ με έστειλες. Και σαν είπε τούτο έκραξε με φωνή μεγάλη· Λάζαρε έλα έξω. Και βγήκε ο πεθαμένος δεμένος τα πόδια και τα χέρια του με φασκιές, κι όψη του με σουδάρια ήτανε περιτυλιγμένη. Τους λέγει ο Ιησούς: Λύσετέ τον κι αφήστε τον να πηγαίνει».
Η ορθόδοξη αγιογραφία μας είναι η ζωγραφική που τη ζωογονά η αθανασία της πίστης, για τούτο έχει εκείνη την αγιασμένη γλυκύτητα. Σε κάποιο χωριό ζωγράφισα στην εκκλησιά ανάμεσα σε άλλα και την «Έγερση του Λαζάρου» κι έχω βάλει τα παρακάτω λόγια σ’ έναν κώδικα που έγραψα για να τον βρούνε οι κατοπινοί:
Το ανάστημα του Χριστού έχει εκείνην την απλήν μεγαλοπρέπειαν της θεϊκής εξουσίας, το βλέμμα του αστραφτερόν, εβγαίνει με δύναμιν, το δεξί χέρι του ωσάν να δίνει προσταγήν εις τον θάνατον, ενώ το αριστερόν κρατεί το ειλητάριον. Ωστόσον το σχήμα του Κυρίου είναι σεμνόν, η δε όψις του θλιμμένη, διότι κατά το Ευαγγέλιον «ενεδριμήσατο τω πνεύματι και ετάραξεν εαυτόν και εδάκρυσεν». Οι βράχοι είναι βαρείς και μαυριδεροί, δια το βαρύ και πένθιμον της υποθέσεως. Και το φαράγγι στενόν και απότομον, δια να δίνει εις τον θεατήν τον φόβον από τον αντίλαλον όπου έβγαλαν οι πέτρες κρουσμένες από την μεγάλην φωνήν του Κυρίου, όπου εκραύγασε: «Λάζαρε, δεύρο έξω»!
Έξι μέρες πριν από το Πάσχα πήγε πάλι ο Ιησούς στη Βηθανία και του κάνανε δείπνο στο σπίτι τους η Μαρία κι η Μάρθα. Κι ο Λάζαρος ήτανε ένας από κείνους που τρώγανε στο τραπέζι μαζί του…
«Ο δε Λάζαρος είς ην των ανακειμένων συν αυτώ»!
Ο ευαγγελιστής Ιωάννης έγραψε πως οι Ιουδαίοι θελήσανε να σκοτώσουνε το Λάζαρο. Και λένε πως έφυγε και πήγε στη Κύπρο κι οι απόστολοι τον χειροτονήσανε επίσκοπο του Κιτίου. Έζησε ύστερα από τη ανάστασή του άλλα τριάντα χρόνια. Και ποτές πια δε γέλασε ως που πέθανε για δεύτερη φορά. Κι ούτε είπε σε κανέναν τίποτα για ό,τι είδε στον άλλον κόσμο.
Φώτης Κόντογλου