Ο Ίμβριος γλωσσολόγος Νικόλαος Π. Ανδριώτης (1906-1976) άφησε σπουδαίο έργο – με κορωνίδα το Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής, πολύτιμο εργαλείο ακόμα και σήμερα. Αναγορεύτηκε διδάκτορας Γλωσσολογίας το 1932, από το 1928 έως το 1944 ήταν συντάκτης του Ιστορικού Λεξικού των Νεοελληνικών Διαλέκτων, στη συνέχεια καθηγητής στην έδρα Γλωσσολογίας ΑΠΘ (έως το 1969). Είχε διατελέσει κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής δύο φορές, αλλά και πρύτανης.
Το 1955 εξελέγη αντιπρόσωπος της Ελλάδας για την ελληνική ονοματολογία στη Διεθνή Επιτροπή των Ονομαστικών Επιστημών, ενώ υπήρξε μέλος και αντιπρόεδρος της διεθνούς επιτροπής για την προετοιμασία του Μεσογειακού Γλωσσικού Άτλαντα.
Το έργο του υπήρξε πλούσιο, και ανάμεσα στις πολυάριθμες γλωσσολογικές εργασίες του συναντάμε Το γλωσσικό ιδίωμα των Φαράσων, Το ιδίωμα του Λιβισίου της Λυκίας, Η γλώσσα και η ελληνικότητα των αρχαίων Μακεδόνων, Κρυπτοχριστιανική Φιλολογία, Κρυπτοχριστιανικά κείμενα, Τα ελληνικά στοιχεία της βουλγαρικής γλώσσας κ.ά.
Αρκετά άρθρα του είχαν φιλοξενηθεί κατά καιρούς στην Ποντιακή Εστία, καθώς είχε φιλικές σχέσεις με τον Φίλωνα Κτενίδη.
Από αυτές τις δημοσιεύσεις επιλέγουμε για το «Μαθαίνω ποντιακά» το άρθρο του για το ρήμα «σκου(ν)τουλίζω»:
Στη διάλεκτο του Πόντου η έννοια των κοινών ρημάτων ευωδιάζω, μοσκοβολώ εκφράζονται με το ρήμα σκουτουλίζω στην Ίμερα και σκουντουλίζω στα Κοτύωρα, π.χ. «Σκουτουλίζ’νε τα τσιτσάκια», «Ντ’ έμορφα εσκουντούλ’τσε το φαΐ σ’!», «Να σκουτουλίζ’ η ψη ατ’» (ευχή για πεθαμένο). Υπάρχει και το ρηματικό ουσιαστικό σκουτούλισμα ( = ευωδιά).
Για να βρούμε την ετυμολογική προέλευση του ρήματος σκου(ν)τουλίζω μάς βοηθεί το μικρασιατικό ιδίωμα του Λιβυσσίου της Λυκίας, όπου το κοινό και ετυμολογικά σαφέστατο ρήμα σκοτίζομαι χρησιμοποιείται με τη σημασία «λιγώνομαι από την ευωδιά», π.χ.:
«Απού την μυρουδιάν ισκουτίστην η κόσμους».
Μπορούμε λοιπόν να δεχτούμε ότι, όπως το σκοτίζομαι, από την αρχική του σημασία «μου έρχεται σκοτοδίνη», περνώντας από τις ενδιάμεσες σημασίες «χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ», πήρε στο Λιβύσσι τη σημασία «λιγώνομαι, μεθώ από την ευωδιά», έτσι και στον Πόντο το ρήμα σκοτουλίζω, από την αρχική του σημασία «προκαλώ σκοτοδίνη, φέρνω λιποθυμία», πήρε σιγά-σιγά τη σημασία «λιγώνω κάποιον με την ευωδιά μου» και κατόπιν «ευωδιάζω, μοσκοβολώ».
Ο γραμματικός τύπος του δεν είναι δύσκολο να εξηγηθή. Στη νέα Ελληνική το ουσιαστικό σκότος και το επίθετο σκοτεινός παρουσιάζουν πολλά παράγωγα: σκοτάδι, σκοτία, σκοτίδα, σκοτίδι, σκότιση, σκοτισμάρα κ.ά. Είναι λοιπόν πιθανό να υπήρχε στον Πόντο το αμάρτυρο σήμερα παράγωγο *σκοτούλα, αντίστοιχο του κοινού σκοτούρα, και από αυτό να σχηματίστηκε κανονικά το ρήμα σκοτουλ-ίζω, που με προληπτική αφομοίωση, συνηθέστατη στον Πόντο, να έγινε σκουτουλίζω – και με ανάπτυξη ερρίνου, προφανώς από κάποια προετυμολογική επίδραση, σκουντουλίζω.
Ν.Π. Ανδριώτη
Καθηγητού Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης