Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «Εις τα Βάια Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ϛ’. Κρατούσαν βάγια τα παιδιά, Δέσποτα, και Σε υμνούσαν· Γιο του Δαυίδ ‒πολύ ορθά‒ έτσι Σ’ αποκαλούσαν.
Σκότωσες, βλέπεις, και Εσύ έναν Γολιάθ για εκείνους, τον νοητό ‒λέω‒ Γολιάθ που τους βροτούς χλευάζει.
Κι οι κόρες που έστησαν χορό μετά τη νίκη του Δαυίδ, έτσι τον εξυμνούσαν:
«Χτυπάει ο Σαούλ και πέφτουνε οι εχθροί κατά χιλιάδες, μα ο Δαυίδ όταν χτυπά, πέφτουν κατά μυριάδες».
Κι αυτό ήταν συμβολικό· πρώτα ήταν ο Νόμος, μα ύστερα ήρθε η Χάρη Σου Ιησού μου, Κύριέ μου.
Ο Νόμος ήταν ο Σαούλ: φθονεί και καταδιώκει.
Μα ο Δαυίδ που διώκεται, τη Χάρη Σου μας δείχνει, όπως σ’ ένα ξερό κλαδί πρωτοβλασταίνει άνθος.
Ότι ο Κύριος του Δαυίδ, Εσύ είσαι στ’ αλήθεια.
Ευλογημένος είσαι Εσύ που τον εξόριστο Αδάμ έρχεσαι και τον προσκαλείς κοντά Σου να γυρίσει.
ζ’. Ο ήλιος: άρμα από φως· αλλά, ακόμα και αυτός στη δούλεψή Σου είναι. Κι αν είναι ένα ολόλαμπρο όχημα φοβερό,
τις διαταγές Σου ακολουθεί· το θέλημά του Πλαστουργού, το θέλημα του ενός Θεού, αυτό πάντοτε κάνει.
Μα και ο γαϊδαράκος ‒που όχημα είναι και αυτός‒ Σου έκανε τα κέφια. Την άπειρη ευσπλαχνία Σου πέφτω και προσκυνώ
και για τ’ ότι γεννήθηκες για χάρη μου πρωτύτερα μέσα σε μία φάτνη και σε φασκιώσανε ως μωρό,
μα και για τώρα, επίσης, που γαϊδουράκι καβαλάς, Εσύ που θρόνο ουράνιο έχεις για να καθίσεις.
Τότε παλιά οι Άγγελοι κυκλώνανε τη φάτνη
και τώρα εδώ οι Μαθητές γύρω απ’ το γαϊδουράκι πορεύονται κι αυτοί μαζί, Σ’ ακολουθούν και πάνε.
Τότε παλιά σε δόξαζαν, «δόξα» και «δόξα» λέγαν, και τώρα όλοι πάλι λεν:
«Ευλογημένος είσαι Εσύ που τον εξόριστο Αδάμ έρχεσαι και τον προσκαλείς κοντά Σου να γυρίσει».
η’. Διαλέγοντας τα ταπεινά, δείχνεις τη δύναμή Σου. Γιατί καβάλα κάθεται και πάει με γαϊδουράκι μονάχα όποιος είν’ φτωχός· μα Εσύ, και πάνω στο γαϊδούρι πας και τη Σιών ολάκερη ως Ένδοξος σαλεύεις.
Κι οι μαθητές που ’χεις κοντά, έτσι που ’ναι ντυμένοι, βάζουν κι αυτοί μια πινελιά στης φτώχειας την εικόνα.
Αλλά στην Παντοδυναμία Σου, ήταν καθόλα ταιριαστή μια τέτοια κοσμοσυρροή και των παιδιών οι ύμνοι.
Φώναζαν όλοι «ωσαννά», που μ’ άλλα λόγια πάει να πει: σώσε μας οπωσδήποτε Εσύ που κατοικείς ψηλά στον ουρανό.
Σώσε Μεγαλοδύναμε όλους εμάς που πέσαμε κάτω ταπεινωμένοι.
Δες πώς κουνάμε τα κλαδιά, Κύριε, κι ελέησέ μας.
Γύρνα το βλέμμα Σου σ’ εμάς, στρέψε το πρόσωπό Σου σ’ όλους που Σου φωνάζουμε:
«Ευλογημένος είσαι Εσύ που τον εξόριστο Αδάμ έρχεσαι και τον προσκαλείς κοντά Σου να γυρίσει».
θ’. Ο Αδάμ καταχρεώθηκε, μας φόρτωσε το χρέος που τώρα εμείς οφείλουμε, γιατί πήγε και έφαγε εκείνο που δεν έπρεπε.
Και μέχρι σήμερα αντ’ αυτού, από εμάς τους εξ αυτού, το χρέος του απαιτείται.
Και δεν αρκεί στον δανειστή, που έχει δέσμιο και κρατά κείνον που του χρωστάει·
στου οφειλέτη τα παιδιά ρίχνει όλο το βάρος, και απαιτεί από αυτά το χρέος που κληρονόμησαν να του το ξεπληρώσουν.
Στο σπίτι του οφειλέτη του κατάσχεση έχει κάνει και το αδειάζει εντελώς, κι όλη την οικογένεια, τους πάντες σέρνει έξω.
Γι’ αυτό, σ’ Εσένα όλοι προσφεύγουμε, γιατί Είσαι Παντοδύναμος.
Καθώς καλά γνωρίζεις ότι είμαστε πια πάμπτωχοι,
Εσύ ξεπλήρωσε για εμάς το χρέος που χρωστάμε·
ευλογημένος είσαι Εσύ που τον εξόριστο Αδάμ έρχεσαι και τον προσκαλείς κοντά Σου να γυρίσει.
ι’. «Στον κόσμο ήρθες τώρα Εσύ τους πάντες για να σώσεις· ένας απ’ τους Προφήτες Σου ‒τον λέγαν Ζαχαρία‒ από παλιά το έχει πει, έδωσε μαρτυρία, καθώς σε αποκάλεσε
»Πραότατο και Δίκαιο, μα ‒επίσης‒ και Σωτήρα.
»Έχουμε κατακουραστεί, είμαστε ηττημένοι, τόπος για εμάς δεν βρίσκεται ‒ από παντού διωγμένοι.
»Στο Νόμο εμείς νομίζαμε πως λύτρωση θα βρούμε, μ’ αυτός μας υποδούλωσε.
»Και οι Προφήτες πάλι; Τι κι αν πιστέψαμε σ’ αυτούς; Μας άφησαν στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα.
»Γι’ αυτό κι εμείς υποδοχή με τα παιδιά αντάμα υποδοχή Σού κάνουμε· στα γόνατά μας πέφτουμε και Σε παρακαλούμε:
»ελέησέ μας Κύριε, κοίτα μας πώς στεκόμαστε εδώ ταπεινωμένοι.
»Δέξου για εμάς να σταυρωθείς και σχίσε το χρεόγραφο του αβάστακτού μας χρέους.
»Ευλογημένος είσαι Εσύ που τον εξόριστο Αδάμ έρχεσαι και τον προσκαλείς κοντά Σου να γυρίσει».
ια’. «Ω, πλάσμα μου, που σ’ έπλασα με τα ίδια μου τα χέρια!», ο Πλάστης αποκρίθηκε σ’ αυτούς που τέτοια του έλεγαν και με αγωνία κραυγάζαν,
«ήξερα πως δεν είν’ αρκετός για να σε σώσει ο Νόμος, γι’ αυτό κι εγώ κατέβηκα.
»Ο Νόμος δεν σου δόθηκε για να ’βρεις σωτηρία· μήπως ο Νόμος σ’ έπλασε;
»Ούτε και οι Προφήτες ήταν για να σε σώσουνε, γιατί κι αυτοί όπως κι εσύ, δικά μου πλάσματα είναι.
»Σ’ εμένα μόνο πρέπει αυτό, μονάχα εγώ δύναμαι να σ’ απαλλάξω απ’ αυτό τ’ αβάστακτο το χρέος.
»Ο ίδιος μου θα πουληθώ κι ως δούλος θα ξεπουληθώ, για να σ’ ελευθερώσω.
»Για σένα εγώ θα σταυρωθώ και συ δεν θα πεθαίνεις.
»Στο θάνατο πηγαίνω εγώ ώστε να σε διδάξω, για να σε μάθω να μου λες και να βροντοφωνάζεις:
»“Ευλογημένος είσαι Εσύ που τον εξόριστο Αδάμ έρχεσαι και τον προσκαλείς κοντά Σου να γυρίσει”».