Τι κι αν κοντεύει να κλείσει το πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου, ο καιρός σε πολλές περιοχές θυμίζει χειμώνα, με χιόνια, καταιγίδες και χαμηλές θερμοκρασίες. Πρόκειται όμως για κάτι που οφείλεται στην κλιματική κρίση, ή είναι απολύτως φυσιολογικό να κάνει τις τρέλες του ο δεύτερος μήνας της άνοιξης;
Αντί βαριάς επιστημονικής απόδειξης για το πόσο φυσιολογικά είναι όλα όσα συμβαίνουν τις τελευταίες μέρες, θα επικαλεστούμε τη λαογραφία και τη λαϊκή σοφία του Πόντου.
Από τις πιο δημοφιλείς δοξασίες για την ανοιξιάτικη κακοκαιρία ήταν «τη γραίας τα ποράνα» (οι μπόρες της γριάς), και η υπόθεση πάει ως εξής: Μετά από έναν βαρύ χειμώνα, ήρθε ο Μάρτης και οι άνθρωποι ανάσαναν. Περισσότερο απ’ όλους χάρηκε μια γριά, που χάιδεψε τα γιδοπρόβατά της λέγοντας περιφρονητικά: «εξέβεν ο Μάρτ’ς, εξέβεν και το τάρτ’, χάιτε κουτίτσα μ’ ’ς σον παρχάρ’»1 (βγήκε ο Μάρτης, τέλειωσαν τα βάσανά μας, εμπρός κατσίκες μου, πάμε στα παρχάρια).
Ο Μάρτιος θύμωσε με τα περιφρονητικά λόγια της, και παρακάλεσε τον Απρίλη να του δανείσει τις τρεις πρώτες μέρες του, πράγμα που εκείνος το δέχτηκε κι άρχισε πάλι να κάνει φοβερό κρύο και ανεμοθύελλες.
Η γριά, για να μην παγώσει, πλησίαζε όλο και περισσότερο τη φωτιά, ώσπου χώθηκε κάτω απ’ το καζάνι της και κάηκε – και φυσικά τα γιδοπρόβατά της σκόρπισαν.
Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, άλλωστε, ό,τι συμβαίνει με τις καιρικές συνθήκες στην Ελλάδα τον Μάρτιο, αυτό συμβαίνει στον Πόντο με τον Απρίλιο. Όπως λέει και μία από τις παροιμίες, πότε κλαίει και πότε γελάει:
Απρίλ’τς έρται και περά’,
τ’ άλλο κλαίει, τ’ άλλο γελά.
Ο δε Ξενοφών Άκογλου στα Λαογραφικά Κοτυώρων παραθέτει και το «’Πρίλ’-ι-μ μ’, γρίλ’-ι-μ’», και εξηγεί:
Μια επιπλέον εκδοχή μάς παραδίδει ο Δημήτριος Κ. Παπαδόπουλος (Σταυρίτες). Αφορά την Αγία Μαρία την Αιγυπτία, η οποία εκοιμήθη 1η Απριλίου:1
Πέρα όμως από τον …παλαβό καιρό, είχε και τα καλά της η άνοιξη στον Πόντο. Καταρχάς, απολάμβαναν ακόμα τα χιλιοτραγουδισμένα χαψία φρέσκα, γιατί υπήρχαν σε αφθονία (από τον Ιούνιο και μέχρι τον Νοέμβριο τα έτρωγαν παστά). Επίσης ήταν η εποχή που ψάρευαν τα μερσίνια (ο οξύρρυγχος του Εύξεινου Πόντου).
Σημαντικές ποσότητες αλιεύονταν στα στόμια των ποταμών Άλυ στην Πάφρα, Ίρη και Θερμώδοντα. Για την Πάφρα συγκεκριμένα αναφέρεται ότι παρήγε 3-5 τόνους χαβιάρι το χρόνο.
Άλλο ένα ψάρι που είχε την τιμητική του τους ανοιξιάτικους μήνες ήταν το σκουμπρί, το οποίο αλιευόταν ιδιαίτερα στις ακτές της Σινώπης, από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Αύγουστο. Ήταν ακριβός μεζές, επομένως προσιτός κυρίως στους εύπορους. Τα σκουμπρία τα συντηρούσαν σε αλάτι με προσθήκη δάφνης, ή αποξηραμένα (ο γνωστός μας τσίρος), ή και καπνιστά.
Όσο για τα επαγγέλματα, ήταν η εποχή κατά την οποία «ανθούσαν» οι γουρουτζήδες. Ο γουρουτζής ήταν ο αγροφύλακας, και στα χωριά του Πόντου προστάτευε τη γεωργική, δενδροκομική και μελισσοκομική παραγωγή. Πληρωνόταν από τους κατοίκους του χωριού σε χρήμα ή σε είδος.
Την άνοιξη περίμεναν χτίστες και μαστόροι για να ξενιτευτούν, ώστε να κερδίσουν λίγα χρήματα και να επιστρέψουν το φθινόπωρο να σμίξουν με την αγαπημένη τους – εξού και το δίστιχο:
Ούλ’ περιμέν’ν την άνοιξην,
κι η κόρ’ το μοθοπώρι.
Τ’ άθθα αθθούν την άνοιξην,
κι η κόρ’ το μοθοπώρι.