Η Μαρία Φωτοπούλου γεννήθηκε στον οικισμό Άκκαγια (από το τουρκικό ak, που σημαίνει λευκός, και kaya, που σημαίνει βράχος, πέτρα), ο οποίος ήταν κτισμένος σε πλαγιά, σε υψόμετρο 800 μέτρων.
Εκκλησιαστικά άνηκε στη δικαιοδοσία της μητροπόλεως Χαλδίας και Χερροιάνων.
Ο ελληνικός πληθυσμός του οικισμού ανερχόταν περίπου στους 600 κατοίκους, που προέρχονταν κυρίως από την περιοχή της Αργυρούπολης και μιλούσαν ποντιακά. Στην περιοχή υπήρχε μεγάλη εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο και στον προαύλιο χώρο της βρισκόταν το πεντατάξιο δημοτικό σχολείο του οικισμού. Οι κάτοικοι παρήγαγαν φουντούκια, καλαμπόκι και οπωροκηπευτικά και κατά τη διετία 1916-1918 το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού εξορίστηκε στην περιοχή του Αρτοβάν.
Η μαρτυρία της Μαρίας Φωτοπούλου περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Παραμονή του Χριστού του 1916 φύγαμε από την Άκκαγια για την εξορία. Ενάμιση μήνα περπατήσαμε μέσα στα χιόνια. Τα βάσανα που υποφέραμε, να μην τα θυμάμαι ο άνθρωπος, γιατί μπορεί και να τρελαθεί. Πήγαμε στο Νίκσαρ πρώτα. Εκεί έμειναν οι βαριά άρρωστοι. Εμείς προχωρήσαμε στην Τοκάτη, εκεί μείναμε δυο ημέρες κι από ‘κει πήγαμε στην Αμάσεια. Μερικοί έμειναν και στην Τοκάτη. Αμάσεια και Σεβάστεια μας είπαν ότι μπορούμε να μείνουμε. Στα παράλια απαγορευόταν να κατεβούμε. Εμείς κατορθώσαμε και πήγαμε στη Σαμψούντα. Εγώ ήμουνα με δύο θείους μου μαζί, τον παπα-Κυριάκο Παπαδόπουλο και τον Βασίλη Παπαδόπουλο. Ο παπα-Κυριάκος είχε μαζί του και την κόρη του και τα δυο του εγγόνια. Ο γαμπρός του ήτανε εγκαταστημένος στη Ρωσία. Εγώ με τον θείο μου τον Βασίλη πήγανε σ’ ένα χωριό, ο παπάς πήγε σ’ άλλο χωριό. Εκεί που πήγε είχε χριστιανούς κι εκκλησία κι έκανε πάλι τον παπά.
Λίγο καιρό αφού πήγανε, πιάσανε τον θείο μου τον Βασίλη και τον ρίξανε στις φυλακές. Έτσι τους πιάσανε και τους φυλακίζανε, πως είναι τάχα λιποτάκτες.
Τόσο πολύ τον κτύπησαν, με τα χέρια, με τα πόδια, με κάτι βαριές αλυσίδες που είχανε επάνω τους, που όταν έπεσε κάτω ξερός και όλο αίματα, τον νομίζανε πεθαμένο και τον παρατήσανε.
Πώς σώθηκε, είναι ολόκληρη ιστορία. Εκεί στο ίδιο χωριό ήτανε ένας χριστιανός καλαϊτζής, από τα μέρη της Κερασούντας κι αυτός, από το χωριό Τέρελι. Αυτός πήγαινε από χωριό σε χωριό και έκανε τον καλαϊτζή. Τον άφηναν ελεύθερο, γιατί είχε την τέχνη του. Μια μέρα πήγε μια Τούρκισσα και του έδωσε να καλαΐσει τα σκεύια της. Ο άντρας της Τούρκισσας ήτανε κλέφτης γνωστός, και τον είχανε στη φυλακή.
Ο Νικόλας τον ήξερε. Καλάισε τα σκεύια της Τούρκισσας, της είπε ότι δε θέλει πληρωμή και της έδωσε και όσα γρόσια είχε πάνω του, να πάρει κάτι να πάει στον άντρα της στη φυλακή και να του πει και πολλά χαιρετίσματα από τον ουστά-Νικόλα. Σε λίγο καιρό τον έπιασαν και τον Νικόλα και τον πήγανε στη φυλακή. Ήτανε την ημέρα ακριβώς που είχανε πεθάνει στο ξύλο τον δικό μου θείο. Μόλις βρέθηκε στη φυλακή ο Νικόλας, έπεσε μπρος στον Τούρκο τον κλέφτη, που του είχε στείλει τα γρόσια και τα χαιρετίσματα.
Ο Τούρκος μόλις τον είδε, τον πήρε στην αγκαλιά του κι αμέσως είπε σ’ όλους τους Τούρκους: «Αυτός είναι αδελφός μου και κανένας σας να μην τολμήσει να τον πειράξει, γιατί θα του βγάλω το μάτι».
Ο Τούρκος ήτανε πολύ δυνατός και ήτανε σαν αρχηγός μέσα στη φυλακή κι όλοι τον υπακούανε. Ο Νικόλας αναγνώρισε και τον θείο μου, πήγε κοντά, τον έγδυσε, τον περιποιήθηκε και με τη βοήθεια του Τούρκου φίλου του τον συνεφέρανε και ζωντάνεψε. Όσους μπορούσε βοήθησε τότε στη φυλακή ο Νικόλας. Έλεγε στον Τούρκο φίλο του, κι εκείνος είναι συγγενής μου, κι εκείνος, κι εκείνος και ο Τούρκος τούς έδινε περισσότερο συσσίτιο και ανάγκαζε και τους άλλους να φέρνονται καλά. Ο Τούρκος αυτός, όμως, είχε πολλές κατηγορίες επάνω του και μια μέρα ήρθανε και τον πήρανε για να τον κρεμάσουνε. Όταν έφευγε, γύρισε και είπε στους άλλους Τούρκους: «Εγώ φεύγω, μπορεί να μη γυρίσω. Εσείς πρέπει να φροντίζετε για τ’ αδέλφια μου, σαν να ήμουνα εγώ».
Αυτή είναι η ιστορία του θείου μου του Βασίλη. Από τη φυλακή της Σαμψούντας τούς πήγανε στη φυλακή της Σεβάστειας. Έτσι τους γυρνούσανε, από φυλακή σε φυλακή. Είχε πολλές περιπέτειες και βάσανα. Στα 1924 μόλις, πήγε στην Τραπεζούντα κι από ‘κει ήρθε στην Ελλάδα. Τώρα βρίσκεται στη Σφήνα του Αγρινίου.
Είναι πολύ γέρος και, ύστερα από τόσα που πέρασε, το μυαλό του είναι σαλεμένο λίγο. Άλλο δε λέει, παρά για τα βάσανα που πέρασε.
Ο άλλος θείος μου, ο παπα-Κυριάκος, είχε πολύ λυπηρό τέλος. Τη Λαμπρή του 1917 κατέβηκαν οι Έλληνες αντάρτες στο χωριό που ήτανε παπάς, κοινώνησαν στην εκκλησία του και πριν φύγουνε, του είπανε να πάρει τους Χριστιανούς και να φύγει, γιατί έρχεται ο Οσμάν αγάς με τους τσετέδες του. Ο παπα-Κυριάκος όμως δεν άκουγε τίποτε: «Είναι Λαμπρή», έλεγε, «κι εγώ θα κάνω τη λειτουργία μου».
Ανήμερα τη Λαμπρή μπήκε στο χωριό ο Οσμάν με τους Τσετέδες, πήγε κατευθείαν στην εκκλησία, είδε τον παπα-Κυριάκο που τον θυμόταν από τότε που του έδωσε το ξύλο, τον έφτυσε στο πρόσωπο και βγήκε έξω. Ο παπα-Κυριάκος συνέχισε ατάραχος τη λειτουργία. Ο Οσμάν αγάς έβαλε απ’ έξω φωτιά στην εκκλησία και κάηκαν όλοι μέσα.
Κι ο παπάς και η κόρη του και τα εγγόνια του και όλοι οι Χριστιανοί γίνανε κάρβουνο. Εγώ απόμεινα, χωρίς κανένα δικό μου, και μόνο λίγοι πατριώτες.
Στα 1918 μας είπανε πως θα γυρίσουμε στα χωριά μας. Όσοι απομείναμε, πήραμε τον δρόμο πάλι από χωριό σε χωριό κι από βουνό σε βουνό. Σκόρπιοι, λίγο από δω, λίγοι από ‘κει, βαδίζαμε. Άλλη ήτανε στην Αμάσεια, άλλοι στην Τοκάτη, άλλοι στη Σεβάστεια. Όταν βρεθήκαμε στην Άκκαγια, απ’ τις εκατόν σαράντα οικογένειες που φύγαμε, μόνο τριανταπέντε ψυχές γυρίσαμε. Στα σπίτια μας δεν βρήκαμε τίποτε. Ρημαγμένα, έρημα κι άδεια. Μπήκαμε πάλι μέσα εμείς οι λίγοι και προσπαθούσαμε να τα ξαναζωντανέψουμε. Τότε ήρθε ο Σάββας Φυτόπουλος και παντρευτήκαμε, κι εκεί στην Άκκαγια γεννήθηκε το πρώτο μας αγόρι, που το θάψαμε στην Πόλη. Ο άντρας μου δούλευε στους δρόμους. Εγώ έμενα στο χωριό και κοίταζα κάτι να κάνω στα τκήματα. Καμιά φορά ερχόταν κι εκείνος στο χωριό.
Τον Αύγουστο του 1921 πάλι κινδυνέψαμε να μας σφάξουνε τα σκυλιά του Οσμάν αγά. Ακούγαμε πως θα το κάνουν κι όλο με τον φόβο ζούσαμε. Ύστερα μάθαμε πως γλιτώσαμε.[…] Οι άλλοι Τούρκοι τους εμπόδισαν. Τους είπαν πως αν κάνουνε τέτοιο πράγμα, η Τουρκία θα χαθεί και πως έστειλε διαταγή ο ίδιος ο Κεμάλης, να μη γίνουνε σφαγές Χριστιανών. Οι Τσετέδες, άμα το άκουσαν, φοβήθηκαν και γύρισαν πίσω, κι έτσι γλιτώσαμε. Αύγουστο έγινε αυτό και σε τρεις μήνες μάς ήρθε διαταγή να φύγουμε. Πήραμε στην πλάτη μας πάλι ένα πάπλωμα και το κατσαρόλι μας και πήγαμε στην Κερασούντα, για να μπούμε σε τούρκικο πλοίο να μας πάει στην Πόλη, κι από ‘κει να μας πάρει ελληνικό και να μας φέρει στην Ελλάδα.