Λαϊκός τραγουδιστής και μουσικός από τα Σούρμενα του Πόντου, ο Μπαχατίν Τσαμουραλί (Bahattin Çamurali) ήταν και ένας από τους σημαντικότερους λυράρηδες του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε το 1931 στο χωριό Τσίτα (νυν Dirlik) των Σουρμένων, σε οικογένεια οργανοπαικτών της λύρας και του αγγείου. Ήταν ο μικρότερος από τα πέντε παιδιά του Χαμδή και της Μπιρτανέ. Άλλοι πρεσβύτεροι συγγενείς του Μπαχατίν, οι Μουράτ και Ιμπραχίμ Τσαμουραλί, ήταν βιρτουόζοι λυράρηδες.
Στενός του συγγενής, ο Χασάν Τσαμουραλί, ήταν ο τελευταίος μεγάλος μουσικός και κατασκευαστής του αγγείου στα Σούρμενα.
Στην ίδια οικογένεια υπήρχαν και άλλοι οργανοπαίκτες λύρας, αγγείου, καβάλ’, νταουλιού και ζουρνά.
Παρά το ότι ο Μπαχατίν ζούσε σε ένα τέτοιο οικογενειακό περιβάλλον, στα οκτώ του χρόνια προτίμησε για δάσκαλο της λύρας έναν άλλον διάσημο Σουρμενίτη, τον Χουσεΐν Ντιλαβέρ (Hüseyin Dilaver) από το χωριό Ακσού (Ασού). Έτσι, ο μικρός Μπαχατίν επί έναν χρόνο και κάθε βδομάδα διάβαινε τα δύσβατα όρη των Σουρμένων για να μάθει λύρα στο Ακσού. Μάλιστα, ταυτόχρονα εξασκείτο στο παίξιμό της ενώ περπατούσε.
Ο μικρός λυράρης είχε βρει στήριγμα τη μεγαλύτερη αδερφή του, την Ραχιμέ, που εξαρχής τον παρότρυνε να κάνει μαθήματα με τον δάσκαλο Χουσεΐν, και έναν χρόνο αργότερα, όταν ο Μπαχατίν έγινε εννέα ετών, του χάρισε την πρώτη του λύρα, με χρήματα που μάζεψε με πολύ κόπο και στερήσεις την εποχή που η τουρκική οικονομία δεν ήταν στα καλύτερά της.
Η Ραχιμέ ήταν αυτή που είχε παρατηρήσει ότι ο αδερφός της σε νηπιακή ηλικία έκανε πως παίζει λύρα τρίβοντας δύο κλαδιά από θάμνο. Όταν οι συνθήκες το απαιτούσαν, η Ραχιμέ κουβαλούσε τον αδερφό της στην πλάτη της ως το Ακσού, στο σπίτι του δασκάλου του.
Από την ημέρα που ο Μπαχατίν απέκτησε τη δική του λύρα δεν την αποχωριζόταν, καθώς την κουβαλούσε ακόμα και στο σχολείο αντί τα βιβλία του, γεγονός που τον έκανε κακό μαθητή.
Ο Μπαχατίν Τσαμουραλί εξελίχθηκε σιγά-σιγά σε κορυφαίο μουσικό παίζοντας σε γάμους εντός και εκτός Σουρμένων και το ταλέντο του γνώρισε μεγάλη απήχηση μετά την ηλικία των 30, τις δεκαετίες 1960-1970. Μετά τη θητεία του στο στρατό μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνεργάστηκε ως μουσικός με πολλούς διάσημους καλλιτέχνες της Τουρκίας σε εκδηλώσεις, αλλά και στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο. Ενώ την ίδια περίοδο κυκλοφορούσε πλήθος δίσκων και κασετών του, τα πειρατικά άλμπουμ ξεπερνούσαν τον αριθμό τους και πωλούνταν κατά εκατοντάδες χιλιάδες.
Έτσι σήμερα δεν έχει διασωθεί ούτε μία επαγγελματική του ηχογράφηση καλής ποιότητας και ό,τι έχουμε στη διάθεσή μας είναι προϊόν πειρατικών κασετών και ερασιτεχνικών καταγραφών από διάφορα παρακάθια.
Ενώ ήταν φτωχός το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του, έκανε ευκαιριακές χειρωνακτικές εργασίες και ουσιαστικά δεν ζούσε από τη λύρα. Όταν δεν είχε όρεξη, αρνείτο να παίζει. Ελεύθερη και ανεξάρτητη φύση, ο Μπαχατίν είχε απορρίψει ευγενικά την πρόταση σταθερής συνεργασίας που του είχε γίνει τότε από το κανάλι TRT.
Δεν έπαιζε κατά παραγγελία όταν δεν του άρεσε κάτι στους τρόπους ή στην αύρα όποιου του το ζητούσε.
Ιδίως δεν ήθελε να παίζει όταν του πρόσφεραν πολλά χρήματα, διότι ένιωθε ότι έτσι ευτελίζεται η τέχνη του, την οποία θεωρούσε ιερή. Επίσης αρνείτο ή έπαυε να παίζει στα παρακάθια όταν οι άλλοι κάνανε φασαρία ή συνομιλούσαν. Στις μουσικές παραστάσεις που έδινε δεν δίσταζε σηκώνεται και να φεύγει από τη σκηνή όταν κάτι δεν του άρεσε.
Ως προς το περιεχόμενο των τραγουδιών του, ερμήνευε γνωστά δημοτικά τουρκόφωνα τραγούδια του Πόντου, αλλά συνέθετε και δικά του, με πολλές επιρροές από τα δημώδη. Επιδίωκε να τραγουδά στην κοινή τουρκική αντί της διαλέκτου των Σουρμένων, για να μεταδίδει καλύτερα την κουλτούρα της Μαύρης Θάλασσας σε όλη την Τουρκία. Γνωρίζουμε ότι είχε πολλά τετράδια στα οποία κατέγραφε τον λαϊκό ποιητικό πλούτο του Πόντου, καθώς και δικά του στιχάκια, αλλά δυστυχώς όλα έχουν απωλεσθεί.
Μετά την Ανταλλαγή, οι χοτζάδες στα χωριά του Πόντου απαγόρευαν στους μουσουλμάνους το παίξιμο της λύρας, διότι τα θεωρούσαν ρωμαίικα και επιδίωκαν τον πλήρη πολιτιστικό εκτουρκισμό της περιοχής.
Παρ’ όλα αυτά στον ανατολικό Πόντο η λύρα και ο χορόν όχι μόνο δεν σίγησαν, αλλά αποτελούν σήμερα ταυτότητα και πηγή υπερηφάνειας. Ήταν η γενιά του Μπαχατίν και άλλων Μαυροθαλασσιτών καλλιτεχνών, οι οποίοι έχοντας μεταναστεύσει στην Κωνσταντινούπολη έκαναν το τουρκικό κοινό να αποδεχτεί και να εκτιμήσει τον μουσικοχορευτικό πλούτο του Πόντου.
Το σημερινό χωριό Dirlik, η πάλαι ποτέ Τσίτα (ή Τσίτε ή Σίδη) κατοικείτο από Ρωμιούς και Μουσουλμάνους. Ο χριστιανικός πληθυσμός εγκατέλειψε το χωριό με τη Συνθήκη της Λοζάνης. Ο γράφων κατά την επίσκεψή του στην περιοχή των Σουρμένων, το 2019, πληροφορήθηκε από ποντιόφωνους Σουρμενίτες και Οφίτες ότι ο λυράρης Τσαμουραλί ήταν Ρωμιός.
Επειδή όμως δεν υπάρχει καμία τέτοια αναφορά στη βιβλιογραφία και δεν σώζεται καμία σχετική δήλωση του ιδίου, κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό να διασταυρωθεί και να τεκμηριωθεί.
Τα μέλη της οικογένειάς Τσαμουραλί στην Τσίτα σήμερα λένε ότι οι ρίζες τους είναι από τον Καύκασο –μια τοποθέτηση αρκετά γενικευμένη και ασαφής.
Δεκαετίες μετά την Ανταλλαγή οι ξεριζωμένοι επετράπη να επισκέπτονται τις πατρίδες τους. Έτσι το 1965 μερικοί Σουρμενίτες από την Ελλάδα γύρισαν ως επισκέπτες στην πατρίδα τους, φιλοξενήθηκαν στα σπίτια των μουσουλμάνων συμπατριωτών τους και τους κάλεσαν στην Ελλάδα για να ανταποδώσουν τη φιλοξενία κατά τα ανατολίτικα ήθη.
Ομάδα μουσουλμάνων Σουρμενιτών πράγματι πήγε στην Ελλάδα, όπου διέμεινε επί έναν μήνα, επισκεπτόμενη τους κατά τόπους οικισμούς των χριστιανών Σουρμενιτών και φέρνοντάς τους δώρα. Μέλος της ομάδας αυτής ήταν και ο Μπαχατίν, ο οποίος συγχρωτίστηκε με τους διάφορους χριστιανούς λυράρηδες εκ Σουρμένων κατά τα παρακάθια που κάνανε όλοι μαζί. Όταν έπαιζε ο Μπαχατίν, αρκετοί ηλικιωμένοι ανταλλάξιμοι δάκρυζαν και η παρέα πάντα πλαισιωνόταν και από άλλους Πόντιους που δεν ήταν από τα Σούρμενα. Η αγάπη των χριστιανών Ποντίων και τα συγκινητικά βιώματα εκείνης της επίσκεψης ώθησαν τον λυράρη να επισκεφτεί την Ελλάδα και άλλες φορές αργότερα.
Είναι γνωστό ότι υπήρχαν –και υπάρχουν– αρκετοί τρόποι παιξίματος της ποντιακής λύρας, πέραν από αυτόν που έχει καθιερωθεί στην Ελλάδα από τον Γώγο Πετρίδη μεταπολεμικά. Ηχογραφήσεις των λυράρηδων πρώτης γενιάς μας δείχνουν ότι υπήρχε μουσικός πλούτος που σήμερα έχει εκλείψει. Αυτό δεν ισχύει για τη γειτονική χώρα, καθώς συνεχίζει να διατηρεί σε μεγάλο βαθμό την ποικιλία του παιξίματος των παλαιών.
Ο Μπαχατίν Τσαμουραλί είναι αναγνωρισμένος ως ο αυθεντικός εκπρόσωπος ενός συγκεκριμένου παιξίματος λύρας, γνωστού ως «σχολή των Σουρμένων».
Οι δοξαριές του είναι λιτές και κοφτές, διαφορετικές από αρκετών συγκαιρινών του από άλλες περιοχές του Πόντου. Όσον αφορά τους Ρωμιούς λυράρηδες, θα μπορούσε ίσως να παρομοιαστεί με τη λύρα του Λ. Ματσουκάτοβ στην ΕΣΣΔ. Σύγχρονοι συνεχιστές του είναι πολλοί, όπως οι Σουρμενίτες: ο ελληνόφωνος Γιουσούφ Τζεμάλ Κεσκίν – «ο Άρχοντας της Λύρας»–, και ο Ιλιάς Παρλάκ (Μαναχός).
Το παίξιμό του χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό μελαγχολικό, γεγονός που ταιριάζει στη θεματολογία των τραγουδιών του, καθώς μεγάλο μέρος από αυτά εκφράζουν τη νοσταλγία του για τη γενέτειρά του – τα Σούρμενα, την οποία εγκατέλειψε για να μετακομίσει στην Κωνσταντινούπολη για λόγους βιοποριστικούς, και την οποία προσπαθούσε να επισκέπτεται σε κάθε ευκαιρία.
Ένα τραγούδι του που αγαπήθηκε πολύ φέρει τον ελληνικό τίτλο «Έλα έλα λέω σε», σε ρυθμό του οικείου στην Ελλάδα «Κορτσόπον λάλ με» –τραγούδι οδοιπορικό, το οποίο άδονταν από τους εκδρομείς και παρχαρέτες κατά τη μετάβαση στα παρχάρια.
Ο στίχος είναι τουρκικός που καταλήγει εναλλάξ σε ποντιακό «κορτσόπον λαλεί με» και «έλα έλα λέω σε, εσέν’ πα να λέω σε» ή και «λάλ’ ’μεν κι έλα λέω σε, εσέν πα να λέω σε».
Γενικά και όπως είναι φυσικό, οι μελωδίες του είναι πολύ οικείες στο αυτί των Καυκασίων και των Ελλαδιτών Ποντίων.
Τέτοιες είναι οι «Çayelinden Öteye» που γνωρίζουμε ως «Έλα έλα πουλόπο μ’» και το «Σαρί κιζ».
Ο δε σκοπός του «Şu karşıdan aşağα» αγαπήθηκε ιδιαίτερα στην Ελλάδα.
Πάνω σε αυτόν τραγουδήθηκαν το «Την πατρίδα μ’ έχασα» και το «Τοϋλίσσα έμορφος»
Η φωνή και η λύρα του Σουρμενίτη βιρτουόζου σίγησε για πάντα στις 27 Απριλίου του 1991 στην Κωνσταντινούπολη.
Στην κηδεία του τον συνόδεψε πλήθος ανθρώπων των καλών τεχνών, των συμπατριωτών του και φίλων. Η μεγάλη Πόντια τραγουδίστρια της Τουρκίας Σουρεγιά Νταβουλτσούογλου (Süreyya Davulcuoğlu) από τα Πλάτανα της Τραπεζούντας, εκφωνώντας τον επικήδειο λόγο είπε: «Σουρμενίτες…Πρέπει να είστε περήφανοι που βγάλατε αυτόν τον μεγάλο μάστορα. Πρέπει να χτίσετε μνημείο για αυτόν τον άνθρωπο. Ήταν δάσκαλος όλων μας…».
Ακούστε τον Μπαχατίν Τσαμουραλί σε απόσπασμα της εκπομπής «Karadeniz Sevdalisyiz», να τραγουδά το μακρύν της Ματσούκας και να του ξεφεύγει ένα «πουλόπο μ’»:
Χαρακτηριστικοί σκοποί και τραγούδια από τον Μπαχατίν Τσαμουραλί:
Σπάρτακος Τανασίδης
Πηγές