Όταν μαθεύτηκε γύρω στο μεσημέρι της Πρωταπριλιάς του 1988, ότι ο Δημήτρης Μαλαβέτας έβαλε τέλος στη ζωή του, πολλοί το πήραν για κακόγουστο αστείο λόγω της ημέρας. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη, που έπαιζαν μαζί τότε, ήταν στα τηλέφωνα για να τον βρει. Όταν μπήκε τελικά η Αστυνομία στο σπίτι του, δυστυχώς αποδείχθηκε ότι δεν ήταν ψέμα.
Ο Δημήτρης Μαλαβέτας ένας ηθοποιός και σκηνοθέτης, που σε όλο του τον επαγγελματικό βίο δίδασκε αξιοπρέπεια, γοητεία και διακριτικότητα ήταν νεκρός. Οι φήμες που κυκλοφόρησαν –μερικές πολύ χοντρές–δεν μπόρεσαν να επισκιάσουν τη θλίψη των ανθρώπων που είχαν συνεργαστεί μαζἰ του.
Περισσότερη ήταν η πίκρα για έναν άδικο θάνατο ενός ανθρώπου μόλις 49 χρονών.
Τα όμορφα και τα δύσκολα
Γεννήθηκε το 1939 από μια εύπορη οικογένεια. Πατέρας του ήταν ο δημοσιογράφος Θωμάς Μαλαβέτας και μητέρα του η Μαρία Τζαμαρέλου που διατέλεσε γραμματέας στο Εθνικό Θέατρο.
Εύπορη μεν η οικογένειά του αλλά μιλάμε για άγρια εποχή, όπου ο τρόμος καραδοκούσε κάθε στιγμή. Ο πατέρας του δολοφονήθηκε στον Εμφύλιο και η δεύτερη μαύρη στιγμή –μετά την κατοχή– χαράχθηκε στην ψυχή του μικρού Δημήτρη. Ακόμα και στον δικό τους κύκλο ήταν «ο ορφανός».
Πηγαίνει σχολείο στο Αμερικάνικο Κολλέγιο και από πολύ μικρός εντυπωσιάζει με το στιλ του. Ήταν από τους πρώτους έφηβους, όπως είχε πει η Μαλβίνα, που φορούσε άρωμα και όχι κολώνια, εξού και χιουμοριστικά οι συμμαθητές του τον φώναζαν χιουμοριστικά «Δημήτριος ο μυροβλήτης».
Τελειώνοντας το σχολείο πηγαίνει στην Αγγλία και σπουδάζει στην Βασιλική Σχολή Θεάτρου. Αν και του άρεσαν τα ταξίδια και μπορούσε να ζήσει στο εξωτερικό, προτιμά να γυρίσει στην Ελλάδα, από όπου περνάει από τη Σχολή του Εθνικού θεάτρου.
Ανοιχτό μυαλό
Παραμένει στο δυναμικό του Εθνικού θεάτρου, αλλά σιγά-σιγά αισθάνεται το δημοσιουπαλλικό κλίμα που επικρατούσε να τον πνίγει. Παρόλο που με τις παραστάσεις του γύρισε σχεδόν όλο τον κόσμο. Φεύγοντας τελικό από το Εθνικό, αποφασίζει να περάσει στην απέναντι όχθη. Αρχίζει να σκηνοθετεί. Και μάλιστα έργα που έχουν σαν άξονά τους τη μουσική.
Η πιο σαματατζίδικη και ζόρικη στιγμή ήταν σίγουρα το εγχώριο ανέβασμα του Jesus Christ super star. Μια πανάκριβη παραγωγή, πρωτόγνωρη για τα εγχώρια δεδομένα που όμως πέρασε πολλά. Παραθρησκευτικές οργανώσεις σαμποτάριζαν την παράσταση, ενώ οι διαμαρτυρίες έξω από το θέατρο Καλουτά, που είχε ανέβει, ήταν καθημερινό φαινόμενο. Υπήρξαν και μέρες που οι διαμαρτυρόμενοι ακόμα και αν οι θεατές έβγαζαν εισιτήριο, τους τράβαγαν να μην μπουν στην αίθουσα. Φυσικά αν αυτό συνέβαινε σήμερα, θα ήταν μιας πρώτης τάξεως διαφήμιση και δη δωρεάν. Όμως το κοινό του 1979 τρόμαξε και ενώ ξεκίνησε πολύ καλά στην πορεία, ο κόσμος προτίμησε να μην πάει, οδηγώντας τον παραγωγό σε οικονομική καταστροφή.
Το χρονικό μιας προγραμματισμένης αυτοκτονίας
Μια ακόμα λαμπρή στιγμή στην καριέρα του, γράφεται το 1981, όπου υποδύεται τον «Περόν» στην Εβίτα στο πλευρό της Αλίκης. Με την τελευταία θα συναντηθούν ξανά σε έτερη τεράστια επιτυχία το Λίγο πιο νωρίς, λίγο πιο αργά, τη σεζόν ’87-’88. Μόνο που αυτή η παράσταση θα αποδειχτεί μοιραία.
Το καλοκαίρι του 1987 είχε κάνει επέμβαση παχέως εντέρου. Ο γιατρός του είχε συστήσει να μην δουλέψει τον χειμώνα, όμως εκείνος δεν μπορούσε να μείνει ένα χειμώνα μόνος του. Και έτσι δέχεται την πρόταση της καλής του φίλης.
Και ενώ η παράσταση γίνεται επιτυχία από την πρεμιέρα, ο Μαλαβέτας δείχνει να μην το χαίρεται. Αλλά δεν ανοιγόταν. Πολλά χρόνια αργότερα, η φίλη και συνάδελφος του Νεφέλη Ορφανού που έπαιζε και στην παράσταση, είπε πως 10 μέρες πριν από το φινάλε του, την κάλεσε να πάει σπίτι του, γιατί είχε πάρει χάπια. Η ηθοποιός τον σώζει, αλλά πλέον ο δρόμος είναι χωρίς επιστροφή.
Η παράσταση είχε προγραμματιστεί να ανέβει στη Θεσσαλονίκη. Ο Δημήτρης Μαλαβέτας είχε πάρει από τον παραγωγό Γιώργο Λεμπέση μια προκαταβολή, την οποία και επέστρεψε. Παράλληλα είχε πει στην Αιμιλία Υψηλάντη που τότε ήταν πρόεδρος του ΣΕΗ ότι τους δώριζε την πλούσια βιβλιοθήκη του.
Τη βραδιά της τελευταίας παράστασης, την ώρα της υπόκλισης, γύρισε στην Αλίκη, την αγκάλιασε και της είπε «Θέλω να σε φιλήσω. Είναι ευτυχία να εργάζεται κάποιος μαζί σου».
Φεύγοντας από το θέατρο, βρήκε τον Κώστα Σπυρόπουλο και του έδωσε τα κλειδιά του σπιτιού του, λεγόντας του «Μπορεί να χρειαστώ να μου στείλεις κάτι». Και έφυγε για το Παγκράτι όπου ήταν το σπίτι του.
Η κηδεία του έγινε στο νεκροταφείο του Βύρωνα και είχε πάρα πολύ κόσμο. Είχαν πάει να αποχαιρετήσουν τον αριστοκράτη του θεάτρου, που το φως της παρουσίας και του ταλέντου του, δεν κατάφερε να σβήσει την σκοτεινιά της ψυχής του.
Σπύρος Δευτεραίος