Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «Εις τα Βαΐα Ρωμανού».
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
Προοίμιο Ι
Καθώς, Χριστέ μου και Θεέ, ταυτόχρονα καθόσουνα στο θρόνο Σου εκεί ψηλά, ψηλά στον ουρανό, κι απάνω σ’ έναν όνο εδώ κάτω στη γη,
δεχόσουν που Σου πρόσφεραν οι άγγελοι τους αίνους και τα παιδιά τους ύμνους τους, αφού την ίδια ώρα όλοι μαζί με μια φωνή φώναζαν και Σου λέγαν:
«Ευλογημένος είσαι Εσύ που τον εξόριστο Αδάμ έρχεσαι και τον προσκαλείς κοντά Σου να γυρίσει».
Προοίμιο ΙΙ
Κλαδιά κρατούσανε πιο πριν, τα κράδαιναν, Σε υμνούσαν· ρόπαλα πήραν ύστερα κι ήρθαν να σε συλλάβουν·
οι Ιουδαίοι έπιασαν Εσένα τον Χριστό, οι αγνώμονες συνέλαβαν τον Ίδιο τον Θεό.
Εμείς, όμως, ασάλευτη την πίστη μας κρατάμε
κι ως ευεργέτη τον Χριστό πάντοτε Τον τιμάμε και Του βροντοφωνάζουμε:
«Ευλογημένος είσαι Εσύ που τον εξόριστο Αδάμ έρχεσαι και τον προσκαλείς κοντά Σου να γυρίσει».
Οίκοι
α’. Τον Άδη αιχμαλώτισες, πισθάγκωνα τον δένεις, το θάνατο τον νέκρωσες, τον κόσμο ανασταίνεις.
Γι’ αυτό, με βάγια τα παιδιά Σε επευφημούνε σήμερα ως νικητή, Χριστέ μου,
και Σου κραυγάζουν δυνατά: «Δόξα σε Σε, υιέ Δαυίδ,
γιατί ποτέ», φωνάζουν, «δεν θα σφαγούν βρέφη ξανά για της Μαριάμ το βρέφος.
Αλλά για χάρη όλων μας, νήπιων και γερόντων, μόνος Εσύ θα σταυρωθείς.
Δεν θα ’ρθει εναντίον μας σπαθί για να μας κόψει,
γιατί η δική Σου η πλευρά θα τρυπηθεί με λόγχη.
Γι’ αυτό, λοιπόν, ολόχαροι όλοι μαζί Σού λέμε:
«Ευλογημένος είσαι Εσύ που τον εξόριστο Αδάμ έρχεσαι και τον προσκαλείς κοντά Σου να γυρίσει».
β’. Ιδού ο Βασιλέας μας, ο πράος και γαλήνιος, σε γαϊδουράκι κάθεται
και σπεύδει για να πάθει, ώστε απ’ τη ρίζα να κοπούν του κόσμου μας τα πάθη.
Ο Λόγος πάνω σ’ άλογο έρχεται για τους λογικούς ‒ θέλει να τους λυτρώσει.
Μα τι αξιοθέατο ήτανε να το βλέπεις! Πάνω στη ράχη πουλαριού γαϊδάρου να πηγαίνει, Αυτός που κάθεται ένδοξος στων Χερουβίμ τους ώμους,
Αυτός που πήρε στα ψηλά κάποτε τον Ηλία με ένα άρμα πύρινο,
Αυτός που θεληματικά διάλεξε την πτωχεία, ενώ είναι τόσο πλούσιος από το φυσικό Του,
Αυτός που σ’ όλους φάνηκε αδύναμος στη θέληση και στην επιρροή, ενώ ενδυναμώνει
τους πάντες που απευθύνονται σ’ Αυτόν και Του φωνάζουν:
«Ευλογημένος είσαι Εσύ που τον εξόριστο Αδάμ έρχεσαι και τον προσκαλείς κοντά Σου να γυρίσει».
γ’. Η πόλη τώρα ολάκερη ‒η Ιερουσαλήμ‒ ταράχτηκε συθέμελα, όπως κάποτε η Αίγυπτος. Τα άψυχα τότε εκεί ταρακουνήθηκαν πολύ· εδώ, όμως, τα έμψυχα τα όντα σαλευτήκαν, καθώς Σε βλέπαν να ’ρχεσαι Σωτήρα και Θεέ μου.
Δεν είναι ότι Είσαι κανένας ταραχοποιός· τ’ αντίθετο Είσαι, Κύριε: πατέρας της ειρήνης.
Είναι που καταστρέφεις του φοβερού μας του εχθρού όλες τις μαγγανείες, ως Κύριος και Δημιουργός, ως Ποιητής των όλων.
Από παντού κακήν κακώς τον άτιμο τον διώχνεις, αφού Εσύ είσαι ο Βασιλιάς παντού ‒ του κάθε τόπου.
Όπως παλιά τα είδωλα όλα των Αιγυπτίων σείστηκαν και γκρεμίστηκαν,
έτσι και τώρα όσοι εδώ τα ίδια έχουνε μυαλά μ’ αυτά εκείνων τότε, ταράζονται, κλονίζονται,
καθώς ακούνε τις φωνές ‒ φωνάζουν τα παιδάκια:
«Ευλογημένος είσαι Εσύ που τον εξόριστο Αδάμ έρχεσαι και τον προσκαλείς κοντά Σου να γυρίσει».
δ’. «Μα ποιος είν’ τούτος;», λέγανε, αν και καλά το ήξεραν· επίτηδες το κάνανε – θέλαν και Σ’ αγνοούσαν. Γιατί, σού λέει, δεν ξέραμε
ποιος θα ’ναι άραγε αυτός που θα ’ναι του Δαυίδ ο γιος κι είναι να μας λυτρώσει απ’ τη φθορά, απ’ το θάνατο.
Τώρα δα ξεφασκιώνανε τον Λάζαρο απ’ τα σάβανα και δήθεν δεν γνωρίζουν ποιος ήταν που τον σήκωσε!
Ακόμα είναι πιασμένοι οι ώμοι τους που σήκωναν νεκρό τον γιο της χήρας·
κατά τα άλλα, αγνοούν ποιος ήταν που τον άρπαξε απ’ τα χέρια του θανάτου και του ’δωσε ξανά ζωή!
Δεν πρόλαβαν να βγούνε απ’ του Ιάειρου την αυλή
και λεν πως δεν γνωρίζουν ποιος ήταν που ανέστησε την κόρη αυτού του έρμου.
Μωρέ το γνώριζαν καλά! Αλλά, ήταν που δεν θέλανε να Τον παραδεχτούνε και να Του πουν ξεκάθαρα:
«Ευλογημένος είσαι Εσύ που τον εξόριστο Αδάμ έρχεσαι και τον προσκαλείς κοντά Σου να γυρίσει».
ε’. Τέτοια αγνωμοσύνη δείξαν αυτοί οι άνομοι! Την άγνοια προφασίστηκαν και την σφιχταγκαλιάσαν και δήθεν δεν γνωρίζανε.
Οι άνομοι σχεδίαζαν το πώς να Τον σκοτώσουν, μα δεν Τον γνώριζαν καλά, τάχα, οι γιοι του ψεύδους.
Μ’ αυτό που λέγαν αν σκεφτείς, περίεργο δεν θα το βρεις· μια από τα ίδια, όπως παλιά, κάνουν και τώρα πάλι.
Τους βγάζει απ’ την Αίγυπτο ο Μωυσής και τους διασώζει, μ’ αυτοί για το ευχαριστώ, ευθύς τον απαρνούνται.
Έτσι και τώρα τον Χριστό· τους σώζει από το θάνατο κι αυτοί δεν Τον γνωρίζουν.
Και τον Μωυσή παλιότερα κάναν πως δεν τον ξέραν· μα το χρυσό μοσχάρι, τούτο το γνώριζαν καλά.
Απαρνηθήκαν τον Χριστό οι φίλοι του Βελίαρ
κι έτσι δεν έστερξαν ποτέ, δεν θέλαν να φωνάξουν:
«Ευλογημένος είσαι Εσύ που τον εξόριστο Αδάμ έρχεσαι και τον προσκαλείς κοντά Σου να γυρίσει».