«Έβγαλα λεφτά, αλλά δεν κράτησα τίποτα. Αφού αύριο-μεθαύριο θα πεθάνω». Αυτή είναι μια από τις φιλοσοφίες ζωής της Μαριώς, της σπουδαίας ρεμπέτισσας που κατάφερε να περάσει ένα σχεδόν μουσειακό (με την έννοια της μη ανανέωσής του με νέα τραγούδια) μουσικό είδος στη νεότερη γενιά.
Όσοι την έχουν δει ζωντανά, θα έχουν δει μια τεράστια –ηλικιακά– βεντάλια ανθρώπων όχι μόνο να την ακούν, αλλά και να τραγουδούν τα τραγούδια της.
Σαν σήμερα λοιπόν, το 1945, έρχεται στον κόσμο η Μαρία Κωνσταντινίδου. Χρόνια δύσκολα και ταραγμένα, αφού η χώρα έμπαινε στην δίνη των διπλών πολέμων. Ο πατέρας της δούλευε μουσικός σε κέντρα και πανηγύρια, οπότε το DNA καλά δουλεύει. Επίσης η μητέρα της ήταν ξαδέλφη του Αγίου Παϊσίου.
«Κυρία, πού τραγουδάτε απόψε;»
Στα 13 της η μικρή ξεκινάει δίπλα στον πατέρα της, παίζοντας ακορντεόν. Και ένα βράδυ κάτω, στον κόσμο, ήταν ο κοντοχωριανός της Χρήστος Νικολόπουλος. Με το που την ακούει, της προτείνει συνεργασία. Η μικρή δέχεται, παρατάει το ακορντεόν και πέφτει στο ρεμπέτικο τραγούδι. Αρχικά ο πατέρας της δεν την άφηνε, είχε φόβο, αλλά εκείνη δεν άκουγε κανέναν. Και λίγα χρόνια αργότερα σταμάτησε να τραγουδάει μαζί του.
Όσον αφορά το σχολείο, τελειώνει Δημοτικό και τρεις τάξεις από το Γυμνάσιο, και μετά πηγαίνει στην Οικοκυρική Σχολή στην Αλεξανδρούπολη, όπου ειδικεύεται στην ταπητουργία.
Το 1963 ήρθε στην Αθήνα και δίδασκε κιόλας νεαρές ταπητουργούς. Υπήρξε καλή σε αυτό, αλλά επαγγελματικά ήταν γεννημένη τραγουδίστρια. Και Σαλονικιά, εξού και δεν άντεξε την Αθήνα και ανέβηκε πάλι στην πόλη της.
Οι μαύρες σελίδες της ζωής
«Ξέρεις τι είναι να προχωράς στη γειτονιά σου και μόλις σε βλέπουν οι γείτονες να λένε “καλώς την ντιζέζ”;». Η Μαριώ, αν και δυναμική γυναίκα, βίωσε την περίοδο που το τραγούδι όχι μόνο ήταν ανδροκρατούμενο αλλά τις γυναίκες τις θεωρούσαν β’ κατηγορίας και ελαφρών ηθών. Και φυσικά διαθέσιμες, σύμφωνα με τα μυαλά της εποχής.
Είναι κλασική η ιστορία με την καρφίτσα, που διηγείται η ίδια:
«Θυμάμαι μια φορά ήρθε ένας σερβιτόρος και με πήγε σ’ ένα τραπέζι, στα “Ξημερώματα”, στη Θεσσαλονίκη. Αισθάνομαι λοιπόν ένα χέρι, να πάει να πιάσει το πόδι μου. Πάντα στο σακάκι μου είχα μια καρφίτσα, κι εκείνη τη βραδιά τού κατατρύπησα του μάγκα τα χέρια, χωρίς να πω τίποτε άλλο. Αυτός μετά μαζεύτηκε. Αμέσως σηκώθηκα, πήγα στο καμαρίνι, πήρα τα ρούχα μου και πήγα σπίτι, χωρίς να πάρω καν το μεροκάματό μου. Την άλλη μέρα με παίρνει ο ιδιοκτήτης και με καλοπιάσματα προσπάθησε να με κάνει να ξαναγυρίσω. Δεν υπήρχε περίπτωση, όμως, η Μαριώ να επιστρέψει εκεί που ένιωσε ότι την προσέβαλαν».
Και αν έχετε στο μυαλό σας μια εικόνα ξέγνοιαστης τη δεκαετία του ’60, με τον κόσμο να διασκεδάζει και να ναι όλοι μέσα στην ευτυχία –εκτός από τους αντιφρονούντες–, η Μαριώ τα θυμάται εκείνα τα χρόνια με πίκρα και αποστροφή. Γιατί μόνο ωραίες αναμνήσεις δεν της ξυπνάνε.
Σπασίματα πιάτων, καβγάδες, οι τραγουδιστές που ήταν υποχρεωμένοι να κάτσουν στο πάλκο μέχρι το πρωί, ακόμα και για μια παρέα. Και φυσικά απληρωσιές και φέσια. Ειδικά το τελευταίο το βίωσε σε μια δραματική στιγμή, το 1967.
Μια γυναίκα αυτόνομη
Στα μέσα του 1960 ζει τον μεγάλο έρωτα. Μόνο που η δουλειά της στέκει εμπόδιο να συνεχιστεί αυτή η σχέση. Η τελευταία φορά που τον είδε ήταν ήδη 7 μηνών έγκυος. Η Μαριώ παίρνει την απόφαση να μεγαλώσει μόνη το παιδί της, επί προκειμένου την κόρη της Μαρίνα. Όταν η τελευταία είναι μηνών, η Μαριώ όχι μόνο βιώνει αναδουλειές, αλλά έχει φάει φέσι από επιχειρηματία της εποχής.
Πηγαίνει ένα βράδυ να τον βρει, να της δώσει κάτι από τα χρωστούμενα, προκειμένου να πάρει γάλα για το παιδί της. Εκείνος δεν της δίνει τίποτα. Τότε, για καλή της τύχη, συναντά έναν φίλο της. Όταν του εξιστορεί τι έχει συμβεί, εκείνος την παίρνει από το χέρι και πηγαίνουν σε ένα φαρμακείο, που φυσικά λόγω ώρας ήταν κλειστό. Όταν ξυπνάει ο φαρμακοποιός, την βρίζει κιόλας. Τότε παρεμβαίνει ο φίλος της και σχεδόν τον διατάζει να φέρει γάλα.
Στην πορεία της ζωής της βέβαια τα πράγματα στην προσωπική της ζωή πήγαν πολύ καλύτερα. Γνώρισε τον άντρα της ζωής της, παντρεύτηκαν και απέκτησαν και έναν γιο.
Και της ταβέρνας και του Μεγάρου
Με ορμητήριο τη Θεσσαλονίκη, φτάνει το όνομά της να γίνει γνωστό ακόμα και στο εξωτερικό. Μάλιστα, δύο από τις εμφανίσεις που δεν θα ξεχάσει ποτέ, ήταν στη Νορβηγία και τη Σουηδία. Δυο χώρες που είναι εντελώς κόντρα στο ελληνικό ταμπεραμέντο, και όμως ο κόσμος την αγκάλιασε με πολλή αγάπη.
Το 1999 αναγκάζεται πλέον λόγω ζήτησης να κατέβει στην Αθήνα. Και όπως λέει, το 2000 αναγκάστηκε για πρώτη φορά να φορέσει παντελόνια.
«Έχω τραγουδήσει και στο Μέγαρο και σε ταβέρνες και σε μουσικές σκηνές… Και με την Άννα Βίσση ακόμα έχω τραγουδήσει το 2009, κάτι που είχε τότε χαρακτηριστεί ως πρωτοφανές».
Η Μαριώ έζησε μια πλούσια ζωή γιατί ήταν αγωνίστρια, παθιασμένη, και αγαπούσε και υπερασπιζόταν την κάθε επιλογή της. Λατρεύει το ρεμπέτικο και έχει πει: «Η Ελλάδα δεν είναι μόνο ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις, υπάρχει και το ρεμπέτικο, που είναι όλη η ιστορία των ψυχών μας και του τόπου μας. Καιρός, τους λέω, και με συγχωρείτε, να αναφερθείτε στον Τσιτσάνη και στον Μάρκο κάποια στιγμή…».
Όσο για την ίδια; Δεν ζήλεψε, δεν κακολόγησε, και όπως υποστηρίζει: «Δεν έβλαψα κανέναν κι ούτε σκοπεύω. Ρεμπέτικο είναι η καλή καρδιά, αυτό είναι».
Σπύρος Δευτεραίος