Μεγάλωσε σε εύπορη οικογένεια, αλλά έγραψε (και) για τους καημούς και τους πόνους της φτωχολογιάς. Είχε την ταμπέλα του «λαϊκού» δημιουργού, αλλά η κουλτούρα και οι γνώσεις του δεν είχαν να ζηλέψουν σε τίποτα από διάφορους λόγιους. Και βέβαια κυρίαρχο ρόλο παίζει η εποχή που μεγαλώνει ένας άνθρωπος.
Ο Κώστας Βίρβος γεννήθηκε σαν σήμερα το 1926, που σημαίνει ότι μέχρι τα 20+ βίωσε όλες τις ιστορικές στιγμές της χώρας.
Ένας άνθρωπος με ευαισθησία, ταλέντο, ανοιχτός στις προσλαμβάνουσες, δεν θα μπορούσε παρά να το μετουσιώσει όλο αυτό σε δημιουργία.
Η μεγάλη σχολή της Θεσσαλίας
Οι μουσικοί ιστορικοί του μέλλοντος –και του παρόντος, γιατί όχι;– θα πρέπει να ψάξουν γιατί η θεσσαλική γη έχει «γεννήσει» τόσους σπουδαίους δημιουργούς, και όχι μόνο στο λαϊκό τραγούδι. Ο νεαρός Βίρβος μεγαλώνει στα Τρίκαλα, με την αγάπη για την τέχνη, αλλά είναι και πολύ άτακτος (ο πατέρας του τον έστειλε στην Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών).
Ο πόλεμος του 1940 έκλεισε τη Σχολή, και ο Κώστας συνέχισε τις σπουδές του στο Γυμνάσιο Τρικάλων. Εκεί γνώρισε τον Απόστολο Καλδάρα (μαντέψτε καταγωγή).
Το 1943 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο Πάντειο, αλλά μπαίνει στην Εθνική Αντίσταση. Συλλαμβάνεται να γράφει αντιστασιακά συνθήματα. Οι 800 λίρες που θα δώσει ο πατέρας του θα του σώσουν την ζωή, αλλά δεν θα ξεχάσει: Τον χτύπησαν, τον βασάνισαν κρεμασμένο ανάποδα, κάνοντάς του φάλαγγα. Και όλα αυτά τον εμπνέουν για ένα σπουδαίο τραγούδι που θα κυκλοφορήσει αργότερα.
Εντός και εκτός
Αρχίζει και βγαίνει στην επιφάνειά του, η μουσική δημιουργία. Υπάρχει μάλιστα ένας μύθος σχετικά με το τραγούδι «Γιατί πονάς και βασανίζεσαι»: Την περίοδο που υπηρετούσε τη θητεία του στο Καϊμακτσαλάν, στέλνει μέσω ασυρμάτου στον Καλδάρα (που υπηρετούσε στο Σιδηρόκαστρο) τους στίχους του παραπάνω τραγουδιού.
Ακολουθεί η γνωριμία με τον Βασίλη Τσιτσάνη και η «Ζαΐρα» για τη Μαρίκα Νίνου, και ο Βίρβος ως στιχουργός ανεβαίνει. Και μπαίνει και αυτός στην ινδική-ασιατική περίοδο του εγχώριου λαικού τρραγουδιού.
Κάπου στην πορεία του μπαίνει και ο Στέλιος Καζαντζίδης.
Στην ουσία η πρώτη γνωριμία ήταν με τον συνθέτη Χρήστο Λεοντή. Όταν ολοκλήρωσε μουσικά την «Καταχνιά», ο Βίρβος πρότεινε για ερμηνευτές το δίδυμο Καζαντζίδης-Μαρινέλλα. Αλλά «ο Καζαντζίδης δεν ήταν πρόθυμος να την αφήσει να έχει δικές της σόλο ερμηνείες…». Τότε, ο στιχουργός επιστράτευσε το χιούμορ: «Μα καλά Στέλιο, θες να τραγουδήσεις εσύ το “Γιατί να γίνω μάνα;”».
Ο Βίρβος ήταν κι αυτός που έβαλε στο ρεπερτόριο του Καζαντζίδη τα τραγούδια για την ξενιτιά.
Αλλά δεν έμεινε εκεί. Συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με Μίκη Θεοδωράκη, Μίμη Πλέσσα, Γιάννη Μαρκόπουλο, ενώ συμμετείχε στο δίσκο του Μανώλη Μητσιά Εξ αδιαιρέτου. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε το 1984 και τα μισά τραγούδια υπέγραφαν οι Κραουνάκης–Νικολακοπούλου (το τότε «σήμερα») και τα άλλα μισά οι Δερβενιώτης-Βίρβος.
Τι πιο συγκινητικό! Το παρόν να σέβεται και να αναγνωρίζει το παρελθόν.
Και όλα αυτά από έναν άνθρωπο που από το 1954 μέχρι τη σύνταξή του, δούλευε στο υπουργείο Οικονομικών.
Οι τιμές και η ηρεμία της ζωής του
«Ο Βίρβος πήρε το λαϊκό τραγούδι από το μισοσκόταδο των υπογείων και το περιθώριο, και με τα φτερά της μουσικής του Τσιτσάνη και του Καλδάρα, το άπλωσε σε πολιτείες και σε χωριά […] κάνοντάς το τραγούδι ολόκληρου του ελληνικού λαού». Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Οπότε καταλαβαίνετε τι βαρύτητα έχουν.
Και δεν είναι μόνο τα λόγια.
Ο Βίρβος τιμήθηκε από δύο Προέδρους Δημοκρατίας της Κύπρου και τον Ραδιοτηλεοπτικό Οργανισμό ΡΙΚ της Μεγαλονήσου, από τα πανεπιστήμια Αθηνών, Ιωαννίνων και Πειραιώς, από τον Φιλολογικό Ιστορικό Λογοτεχνικό Σύνδεσμο (ΦΙΛΟΣ) Τρικάλων, από τους πολιτιστικούς φορείς δεκάδων δήμων της χώρας και του εξωτερικού.
Στην γενέτειρα πόλη του, τα Τρίκαλα, ένας δρόμος της πόλης και ένα Δημοτικό Σχολείο έχουν λάβει το όνομά του, ως απόδοση τιμής στην προσφορά του, ενώ αντικείμενα από τη ζωή και το έργο του εκτίθενται σε τρία μουσεία. Ο μεγάλος στιχουργός (και συγγραφέας τριών βιβλίων) εκτός δουλειάς έζησε μια ήρεμη ζωή, αγαπώντας την οικογένειά του και δημιουργώντας όταν ήθελε.
O Κώστας Βίρβος έφυγε από τη ζωή στις 6 Αυγούστου 2015, σε ηλικία 88 ετών.
Σπύρος Δευτεραίος