Στο Καρς, την περιοχή που βρίσκεται στις νοτιοδυτικές υπώρειες της οροσειράς του Καυκάσου ανατολικά του Πόντου, είχαν μεταναστεύσει χιλιάδες Πόντιοι με μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα αυτή των Αργυρουπολιτών, κατά την περίοδο 1878-1918. Στα 40 αυτά χρόνια της μετοίκησής τους, οι περίπου 70.000 Έλληνες Καρσλήδες ή Καυκάσιοι, όπως χαρακτηρίζονται, ανέπτυξαν ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία και ποιοτικά χαρακτηριστικά μέσα από το πρίσμα ενός πιο ελεύθερου τρόπου ζωής συγκριτικά με άλλες περιοχές όπου ο τουρκικός ζυγός ήταν πιο αισθητός.
Εκεί άνθισαν οι ελληνικές κοινότητες με τα 80 χωριά-κωμοπόλεις, τα 81 ελληνικά σχολεία τους, την οκτατάξια αστική σχολή τους, το παρθεναγωγείο τους, το πρακτικό λύκειο αρρένων και το γυμνάσιο θηλέων! Εκεί άνθισε το εμπόριο με τη Ρωσία αλλά και τις ευρωπαϊκές χώρες, εκεί διαμορφώθηκαν οι συνθήκες για υψηλότερη μόρφωση και καλλιεργήθηκε ο δημοκρατικός τρόπος σκέψης. Εκεί μεταφέρθηκε το «εργαστήρι» της διανόησης και δημιουργήθηκαν think tanks που προσέβλεπαν στην απελευθέρωση του Πόντου και ει δυνατόν στην ένωση με την Ελλάδα.
Το Μερτινίκ ήταν κεφαλοχώρι της επαρχίας Κιόλιας και έδρα των 13 ελληνικών χωριών της. Ο Ευστάθιος Ιωαννίδης είχε μεταναστεύσει στο Μερτινίκ του Καρς από την Αργυρούπολη. Ήταν έμπορος υφασμάτων. Όταν επέστρεφε στο σπίτι του μετά από πολύμηνα ταξίδια στο εξωτερικό, δεν ξεχνούσε ποτέ να φέρει δώρα στην οικογένειά του από τις ευρωπαϊκές χώρες που επισκεπτόταν, μεταξύ των οποίων και η Γαλλία. Τα δώρα αυτά συνήθως ήταν υφάσματα, καπέλα αλλά και πατρόν ευρωπαϊκά για να ραφτούν ρούχα για την οικογένεια.
Πριν ξεκινήσει το τελευταίο μεγάλο ταξίδι του η γυναίκα του διένυε τους πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης της. Όταν επέστρεψε στο σπίτι του μετά από πολύ καιρό, άνοιξε την πόρτα της αυλής του και είδε τα παιδιά του να παίζουν αμέριμνα. Άφησε κάτω τις κατάφορτες βαλίτσες του, γονάτισε στο έδαφος και άνοιξε τα χέρια του για να τα αγκαλιάσει. Τα παιδιά έχοντας επιθυμήσει τον πατέρα τους έτρεξαν και χώθηκαν στην αγκαλιά του. Ανάμεσα τους υπήρχε και ένα χάταλο (νήπιο) που μόλις είχε αρχίσει να περπατάει. Ο Ευστάθιος είτε επειδή ένιωσε αμήχανα, είτε επειδή δεν κατάλαβε ό,τι ήταν γιος του το παραμέρισε για να αγκαλιάσει τα μεγαλύτερα, τον Κοσμά και την Βαρβάρα. Το μικρό, ο Κωνσταντίνος, έπεσε γιατί δεν μπορούσε να σταθεί καλά στα πόδια του και άρχισε να κλαίει. Βλέποντας την σκηνή ο αδελφός του που παρακολουθούσε, τον πλησίασε και του είπε με αυστηρό τόνο: «Να τρως τον κώλον ατ’. Το παιδί σ’ πα κι εγνωρίεις. Άλλο ’κι θα φεύ’ς ας σ’ οσπίτι σ». Και όντως ο Στάθης άκουσε τον αδελφό του και από τότε δεν ξαναέφυγε για μεγάλο ταξίδι!
Ο πρωτότοκος γιος του Στάθη λεγόταν Κοσμάς. Όταν ήταν μικρός και του έλειπε ο πατέρας του συνήθιζε να ρωτάει τα αδέλφια του: «ποίος ερωθύμεσεν τον κύρ΄ν εμούν» και όλα μαζί απαντούσαν εν χορώ «εγωωωώ»! Ο Κοσμάς λοιπόν δεν ήθελε ουδόλως να νιώσουν τα παιδιά του όπως ένιωθε αυτός όταν ήταν μικρός, γι’ αυτόν τον λόγο μετέτρεψε μαζί με τον αδελφό του την αρχοντική διώροφη οικογενειακή κατοικία τους που βρισκόταν στο κέντρο του Μερτινίκ, σε ένα πανέμορφο καφενείο-παντοπωλείο, στο οποίο μεταξύ άλλων σερβίριζαν εκλεκτούς μεζέδες και κρασί μαζί με τους καφέδες από αραβικό χαρμάνι.
Το καφενείο των αδελφών Ιωαννίδη στο Μερτινίκ γρήγορα απέκτησε φήμη. Οι θαμώνες του δεν ήταν μόνο Έλληνες από το Μερτινίκ, το Μουζαρέτ και τα άλλα ελληνικά χωριά της περιοχής, αλλά και Τούρκοι από τα τουρκικά χωριά. Έμεινε μάλιστα παροιμιώδης η φράση «πουκιούν πιρ σέι γιαπματικ, Μερτινικτέ τα κέλμετικ» δηλαδή «σήμερα τίποτα δεν κάναμε και δεν πήγαμε και στο Μερτινίκ» υπονοώντας ότι η μέρα πήγε χαμένη γιατί ούτε δούλεψαν ούτε διασκέδασαν (στο καφενείο των αδελφών Ιωαννίδη). Το γεγονός αυτό μαρτυρά τις καλές σχέσεις που υπήρχαν ανάμεσα στους Έλληνες και στους Τούρκους της περιοχής.
Ο Αλέξης Ιωαννίδης ήταν ο πρωτότοκος γιος του Κοσμά.
Γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1892 στο Μερτινίκ του Καρς. Ο Αλέξης ήταν ιδιαίτερα χαρισματικός και αγαπούσε πολύ τα γράμματα. Έτσι σπούδασε δάσκαλος στην Ακαδημία του Αλεξανδρουπόλ στη Ρωσία. Δίδαξε στα σχολεία του Αρνταχάν.
Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στον ρώσικο στρατό όπως όλοι οι άρρενες Καρσλήδες
και παντρεύτηκε τη Λίζα Σταμπουλίδου, Αργυρουπολίτισσα, πρωτότοκη κόρη του πρωτοπρεσβύτερου και δάσκαλου Θωμά Σταμπουλίδη (ο οποίος μαρτύρησε από τους Τσέτες).
Απέκτησαν ένα αγοράκι τον Κόλια (Νικόλας) που μεγάλωνε τη δύσκολη περίοδο λίγο πριν την παραχώρηση του Καρς από τους Ρώσους στους Τούρκους.
Στο σπίτι του Αλέξη και της Λίζας στο Μερτινίκ ελάμβαναν χώρα συμβούλια μεταξύ των προκρίτων με κυρίαρχο θέμα όλα αυτά που διέβλεπαν πως θα ενσκήψουν το επόμενο διάστημα.
Ο μικρός Κόλιας απολάμβανε αυτήν την πατριωτική ατμόσφαιρα στο σπίτι του.
Όταν αργούσαν να συγκληθούν αυτά τα συμβούλια ρωτούσε τους γονείς του «πάπα, μάμα αλλομίαν πότε θα ευτάμε σχοτ» δηλαδή «μπαμπά, μαμά πότε θα κάνουμε συμβούλιο»;
Το 1918 η Ρωσία μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων και την πτώση του τσαρικού καθεστώτος, αποσύρθηκε από την περιφέρεια Καρς «χαρίζοντάς» την μαζί με τον χριστιανικό πληθυσμό της, στην Τουρκία. Χιλιάδες Καρσλήδες μάζεψαν τα απαραίτητα και κατευθύνθηκαν στο πλησιέστερο λιμάνι του Βατούμ, του Βαθέος Λιμένος, για να επιβιβαστούν στα πλοία με προορισμό την Ελλάδα. Το ταξίδι από το Βατούμ στο Καραμπουρνάκι της Καλαμαριάς διήρκεσε 17 ολόκληρες ημέρες λόγω βλάβης του πλοίου που έδεσε για ημέρες στην Κωνσταντινούπολη. Οι υγειονομικές συνθήκες πάνω στο κατάστρωμα ήταν άθλιες. Πολύς κόσμος αρρώστησε από τύφο μεταδίδοντας την ασθένεια.
Ο μικρότερος αδελφός του Αλέξη, ο δεκαοχτάχρονος Πέτρος που στο Μερτινίκ υπηρετούσε στην πολιτοφυλακή, κόλλησε τύφο και άφησε την τελευταία του πνοή πάνω στο καράβι. Οι κανόνες ήταν αυστηροί. Οι σοροί των νεκρών έπρεπε να ριχτούν στην θάλασσα. Ο Αλέξης έκανε πέτρα την καρδιά του, του έκλεισε τα μάτια ψιθυρίζοντας του στο αυτί πως θα συναντηθούνε ξανά την ανέσπερο ημέρα που η θάλασσα θα αποδώσει τους νεκρούς της. Αφού του διάβασε μια ευχή, τον σήκωσε στην αγκαλιά του και τον έριξε στην θάλασσα για να γίνει ο Ελλήσποντος υγρός του τάφος.
Τότε αρρώστησε βαριά και ο μικρός Νικόλας, ο μοναχογιός (μέχρι τότε) του Αλέξη και της Λίζας, ο οποίος σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού ψηνόταν στον πυρετό. Η βίαιη τροπή των γεγονότων δεν τους επέτρεψε να περιμένουν μέχρι να κλείσει η πληγή στο ποδαράκι του η οποία προκλήθηκε από πτώση ενώ έπαιζε. Το τραύμα μολύνθηκε πάνω στο πλοίο και ο Νικόλας ξεψύχησε λίγο μετά που το πλοίο έπιασε λιμάνι στην Καλαμαριά. Έμειναν για πολλούς μήνες στα ελεεινά λοιμοκαθαρτήρια της Καλαμαριάς. Στο μεταξύ είχε πεθάνει και η πεθερά του Αλέξη.
Η ελονοσία θέριζε ζωές. Όταν λοιπόν τους δόθηκε η άδεια να βγουν από την καραντίνα, ο 28χρονος τότε Αλέξης, εμφανώς τσακισμένος ψυχολογικά από τους θανάτους των πλέον προσφιλών του προσώπων, αποφάσισε να κινηθεί βόρεια μαζί με μια ομάδα συντοπιτών του από το Μερτινίκ που του είχαν εμπιστοσύνη και τον ακολούθησαν.
Ναυλώνοντας μακριά εβραϊκά κάρα που έσερναν άλογα, διέσχισαν 75 χλμ και έφτασαν όσο βορειότερα τους επιτρεπόταν, στα σύνορα της Ελλάδας με την Γιουγκοσλαβία. Ήθελαν να κάνουν καινούργια αρχή και να απομακρυνθούν από τη θάλασσα και τους μολυσματικούς της κινδύνους.
Στις 12 Δεκεμβρίου του 1920, ανήμερα του αγίου Σπυρίδωνος, έφτασαν στο χωριό Ματσίκοβο στο οποίο υπήρχαν καμιά δεκαριά οικογένειες ντόπιων, καταγόμενοι κυρίως από τη γειτονική Γευγελή και την Βογδάντσα.
Οι επήλυδες Κιόλιαλήδες που έφτασαν στους Ευζώνους ήταν περίπου 150.
Δύο χρόνια μετά εγκαταστάθηκαν στο χωριό και πρόσφυγες από το Σοχούμι.
Συνεχίζεται…
Αλεξία Ιωαννίδου
⇒ Απαγορεύεται αυστηρά η αναπαραγωγή των φωτογραφιών και των εγγράφων χωρίς την έγγραφη άδεια της κατόχου του Αρχείου και συντάκτριας του άρθρου Αλεξίας Ιωαννίδου.
⇒ Διαβάστε εδώ το Μέρος Β’.
Πηγές
• Αρχείο Αλεξίου Ιωαννίδη
• Αρχοντούλα Κωνσταντινίδου και Νίκος Κωνσταντινίδης, Ιχνηλατώντας τις ρίζες μας στο Καρς του Καυκάσου, Ιδιωτ. Έκδοση, Κιλκίς 2022.
• Χ. Σαμουηλίδης, Το Χρονικόν του Καρς, Εκδόσεις Αφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2010.