Τη μεγάλη εικόνα του πόνου και της αγωνίας, του θανάτου, του ξεριζωμού και της προσφυγιάς, συνθέτουν οι μικροϊστορίες που μεταφέρθηκαν από γενιά σε γενιά, και αφηγούνται το της Γενοκτονίας των Ελλήνων της καθ’ ημάς Ανατολής. Άνθρωποι που ρίζωσαν στη νέα πατρίδα είχαν πολλά να αφηγηθούν· κάποιοι το έκαναν, σαν να λένε παραμύθι, άλλοι προτίμησαν την ανακούφιση της λήθης.
Ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας Κοσμάς Τσίναλης από την Άψαλο Αλμωπίας έχει ξεκινήσει να καταγράφει κάποιες από αυτές τις ιστορίες. Συνήθως τις διασταυρώνει με μέλη των οικογενειών των πρωταγωνιστών – αυτή όμως αφορά τη δική του οικογένεια:
Η γιαγιά μου η Τσαπραζίνα, η μητέρα της μάνας μου, γεννήθηκε στο Χατζή Οσμάν της περιφέρειας Νικομήδειας της Βιθυνίας. Μάνα της ήταν η Μυροφόρα Τσαβδαρίδου, το γένος Παχίδου, που έμεινε χήρα δύο φορές ούσα ακόμα νέα, αφού και τους δύο άντρες της τους σκότωσαν οι Τούρκοι!
Η γραία Αλεξίνα –προσωνύμιο από τον δεύτερο άνδρα της– «έτονε ψηλέσσα, έμορφος αλλά πολλά άτυχεσσα», όπως μου αφηγούνταν η Άφρω.
Ο πρώτος της άντρας ήταν ο Λεγόντιος Ευδωρίδης, πουρτουτσής – επούλ’νε πουρτία, όπως έλεγε η Άφρω, έμπορος υφασμάτων δηλαδή, πλούσιος. «Φορούσε ρεπούμπλικα και ρολόι τσέπης», συμπλήρωνε.
Μια μέρα, επιστρέφοντας από την πόλη όπου είχε πάει για να αγοράσει τα πουρτία, οι Τούρκοι τον σκότωσαν, έκλεψαν τα εμπορεύματα, ακόμα και τα ρούχα του και το ρολόι του και τον παράτησαν στον δρόμο. Έτσι η νεαρή Μυροφόρα έμεινε χήρα με δύο παιδιά, με τη Σοφία (Θοδοσίνα Παρασκευόπουλου) και την Παρθένα (την πεθερά του Τσαντιρίδη).
Την αγάπησε όμως ο Αλέξιος Τσαβδαρίδης, συγχωριανός της κι αυτός και την παντρεύτηκε. Άνδρας καλός που αγάπησε και τα παιδιά της και έκανε μαζί του άλλα δύο παιδιά, τη γιαγιά μου τη Μαρία (Τσαπραζίνα) και τον Γιάννη (Φρούραχος).
Ο Αλέξιος ήταν δυνατός άντρας παιχλιβάντς, έλεγε η Άφρω. Κάποτε ένας Τούρκος πεχλιβάνης προκαλούσε τους χριστιανούς να «παραβγούν» στην πάλη μαζί του. Ο Αλέξιος θύμωσε και πάλεψε με τον Τούρκο τον οποίο και νίκησε. Το ίδιο βράδυ οι Τούρκοι τον σκότωσαν για εκδίκηση!
Έτσι η Μυροφόρα έμεινε πριν από τα 30 για δεύτερη φορά χήρα με τέσσερα παιδιά.
Ο ξεριζωμός του 1922 την έφερε πρώτα στην Καβάλα. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους με το πλοίο τα δυο της μεγάλα παιδιά, η Σοφία και η Παρθένα, κατέβηκαν στη Λήμνο και η Μυροφόρα με τα άλλα δύο τα μικρότερα στην Καβάλα. Κατάφεραν τελικά να σμίξουν αργότερα στην Καβάλα και έμεινε εκεί κοντά στα τέσσερα χρόνια μαζί με το μισό της σόι, ενώ άλλα αδέρφια της και πολλοί συγχωριανοί της είχαν πάει ήδη στην Άψαλο.
Τελικά πήρε την απόφαση να μετακινηθεί στην Άψαλο κοντά στον κουνιάδο της Γιώργο Τσαβδαρίδη (Γαρατσά). Πίσω της άφησε τα άλλα της αδέρφια και κάποιους συγγενείς του πατέρα της (Παχίδης), στο Νευροκόπι της Δράμας.
Πήγε λίγες τάξεις σχολείο στην Άψαλο και είχε δάσκαλο τον αείμνηστο Δημήτριο Παρασκευόπουλο που ήταν και δάσκαλος της μάνας μου. Ήταν και πολύ καλή γυναίκα. Ακόμα και την ημέρα που θα πέθαινε ήξερε και την είπε στα παιδιά της και την «μόνασαν», μου έλεγε η Άφρω.
Η κόρη της η Μαρία παντρεύτηκε τον παππού μου Αναστάσιο Τογγουσίδη (Τσαπράζη), ο οποίος ήταν γεννημένος στο Χατζή Οσμάν κι αυτός, με καταγωγή από τη Σαμψούντα όμως. Η Άφρω έλεγε πάντα: «Εμείς Σμψωλούδες είμες!». Είχε και μια θεία μάλιστα στο χωριό που τη φώναζαν Σαμψωλούσα.
Με τον Τσαπραζη έκαναν τέσσερα παιδιά. Τη μάνα μου την Άφρω που ήταν το πρώτο τους παιδί, ακολούθησε ο θείος μου ο Λάμπος, η θεία Ελευθερία και η θεία Ελένη (Λέλα). Εν ζωή είναι πλέον μόνο ο θείος Λάμπος.
Θεωρώ ότι η γραία η Τσαπραζίνα ήταν γυναίκα έξυπνη, δυναμική και εργατική!
Ζώντας την προσφυγιά του ’22 ως παιδί, τον πόλεμο του ’40 ως ενήλικη παντρεμένη γυναίκα, τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, τον Εμφύλιο και τη δικτατορία του ’67, τη φτώχεια και τις διακρίσεις δεν είχε πλέον να φοβηθεί τίποτα. Έμεινε χήρα σχετικά νέα και έζησε έως τα 86 της χρόνια.