Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’ και το Μέρος Β’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιγ’. Ο Ιωσήφ σαν είδε την Κόρη που απ’ τον Θεό ήταν ευλογημένη, να λάμπει από την πολλή τη Χάρη που είχε λάβει,
τρόμαξε κι αποθαύμασε, θαμπώθηκε τελείως, και σκέφτηκε από μέσα του:
«Άραγε, Θεέ μου, ποια είναι αυτή;» Και ύστερα συνέχισε το λογισμό και είπε: «αλλιώς την έβλεπα εχθές, σήμερα αλλιώς την βλέπω!
»Μου φαίνεται τόσο γλυκιά και φοβερή συνάμα, ετούτη εδώ, η κόρη αυτή που κατοικεί μαζί μου.
»Χιονιά μαζί με καύσωνα μού φαίνεται ατενίζω. Κήπο ωραίο, ολόδροσο, αλλά μαζί ταυτόχρονα καμίνι πυρωμένο.
»Ηφαίστειο που καπνίζει και θείο άνθος δροσερό σε τρυφερό βλαστάρι.
»Είναι του Πανοικτίρμονα ο φοβερός ο θρόνος, αλλά είναι και, ταυτόχρονα, το ταπεινό σκαμνάκι που ακουμπά τα πόδια Του. Ποια είναι αυτή που πήρα, ποια είναι αυτή που έλαβα, ούτε που το κατάλαβα!
»Πώς, το λοιπόν, σ’ Αυτήν να πω, πώς να το εκστομίσω το
»“Χαίρε νύμφη ανύμφευτε”;
ιδ’. »Σπουδαία μα και ταπεινή, δέσποινα κι υποτακτική είσαι Εσύ συνάμα· τι είσαι πες μου, το λοιπόν, πες το μου αν θέλεις τώρα.
»Τι να Σε πω; Τι να Σου πω; Και πώς να Σε υμνήσω; Το κάλλος Σου τώρα εγώ πώς πρέπει να επαινέσω;».
Αληθινό είναι αυτό που λέει στο Ευαγγέλιο:
Ο Ιωσήφ πολύ καιρό, μέχρι να έρθει η ώρα, ούτε που το κατάλαβε ποια ήτανε πραγματικά Αυτή που είχε δίπλα του, τι ήταν η Μαρία.
Μέχρι, βεβαίως, τη στιγμή που γέννησε ολοφάνερα τον Λόγο του Θεού· τότε, ναι, φανερώθηκε.
Τότε, όμως, μονάχα και όχι στη συνέχεια,
γιατί έπρεπε μετά απ’ αυτό να μείνει καλυμμένη Αυτή
κι Αυτός που γέννησε· κι έτσι δεν φανερώθηκε και δεν αποκαλύφτηκε κι ύστερα αυτό που ήταν,
Αυτή που πρέπει όλοι εμείς δικαίως να Της πούμε το
«Χαίρε νύμφη ανύμφευτε».
ιε’. Αυτός, ο ίδιος ο Ιωσήφ, που πριν δεν αναγνώρισε τι ήταν η Παρθένος και πόση δόξα άξιζε,
στεκόταν κι ήταν έκθαμβος· και όπως έβλεπε το φως που είχε η μορφή Της,
της απευθύνθηκε ξανά κι αυτά είναι που Της είπε: «Ω, κόρη Εσύ ολόλαμπρη, βλέπω να Σε κυκλώνουνε κάρβουνα πυρωμένα· βλέπω και φλόγες γύρω Σου!
»Γι’ αυτό, έχω μείνει έκπληκτος μπροστά Σου Μαριάμ. Διαφύλαξέ με, πρόσεξε και μη με κατακάψεις.
»Καμίνι έγινε διάπυρο στα ξαφνικά η άχραντη, η άμωμη κοιλιά Σου.
»Γι’ αυτό και σε παρακαλώ στάχτη να μη με κάνεις, λυπήσου με αν γίνεται.
»Θέλεις μήπως κι εγώ, όπως το έκανε παλιά κάποτε κι ο Μωυσής, να βγάλω τα υποδήματα,
»για να σε πλησιάσω και να Σ’ ακούσω τι θα πεις
»κι αφού καλά το μάθω, τότε κι εγώ να Σου το πω το
»“Χαίρε νύμφη ανύμφευτε”;».
ιϛ’. «Τώρα ζητάς να ’ρθεις κοντά, να μάθεις το ποια είμαι», είπε η Μαρία στον Ιωσήφ.
«Έλα, λοιπόν, και άκουσε και μάθε το ποια είμαι· όπως με βλέπεις είμαι εγώ, αυτό που βλέπεις είμαι.
»Μα ήρθε κάποιος με φτερά κι όπως μου εμφανίστηκε, γέμισε το δωμάτιο ολόκληρο η μορφή του
»κι εμένα όλη με τύλιξε. Ήρθε και με επισκέφτηκε δίχως να ανοίξουν πόρτες
»και ύστερα μου μίλησε κι αυτά είναι που μου είπε: “Έχεις τη Χάρη του Θεού, ο Κύριος είν’ μαζί Σου”.
»Μόλις μου είπε κι άκουσα τ’ όνομα του Κυρίου,
»λιγάκι αναθάρρησα, βρήκα παρηγοριά
»και μπόρεσα ν’ αντιληφθώ ότι έβλεπα μπροστά μου κάποιον που ήταν ολόλαμπρος, μέσα στις φλόγες ήταν
»και δροσερά μου μίλαγε και μου ’πε αυτό το “χαίρε”, το
»“Χαίρε νύμφη ανύμφευτε”.
ιζ’. »Λοιπόν, καθώς αντήχησε ετούτος ο χαιρετισμός ολόκληρος στ’ αυτιά μου, μ’ έκανε ολοφώτεινη
»και έγκυο με κατέστησε. Πώς έγινε η σύλληψη του εμβρύου δεν γνωρίζω,
»αλλά ιδού, κυοφορώ! Κι ως βλέπεις είμαι άθικτη, παρέμεινα παρθένος.
»Ούτε που ξέρω μάρτυρας ποιος θα βρεθεί για μένα, για τούτα εδώ τα θαυμαστά να δώσει μαρτυρία, αν όχι εσύ που τάχθηκες για να με προστατεύεις.
»Υπερασπίσου με, λοιπόν, δώσε τη μαρτυρία, και μέσα σου θ’ αναπαυτείς κι ωραία θα ειρηνεύσεις».
Κι ο Ιωσήφ σαν τ’ άκουσε αυτό, ανταπαντάει και λέει:
«Σαφώς κι εγώ για ετούτα εδώ θα δώσω μαρτυρία,
»αλλ’ απ’ την άλλη πρόσεξε κι άκουσε τι Σου λέω: ποιος θα πιστέψει άραγε ότι ήρθε από τα ψηλά
»αυτός που φώναξε σ’ Εσέ το
»“Χαίρε νύμφη ανύμφευτε”;
ιη’. »Του ολέθρου και της πονηριάς παιδιά είναι διεφθαρμένα ετούτοι εδώ οι ιερείς που έχει ο λαός Σου. Το ξέρεις άλλωστε κι Εσύ, δεν χρειαζόταν να σ’ το πω.
»Αν εγώ μαρτυρήσω πως, όντως, έπιασες παιδί δίχως να ξέρεις άντρα, δεν πρόκειται οι ιερείς να με πιστέψουν στάλα.
»Για μένα είναι ολοφάνερο και καθαρά το βλέπω το φως της παρθενίας Σου που άσβηστο μπρος μου λάμπει.
»Μα για αυτούς τους σκοτεινούς ανθρώπους έχει σβήσει· ανάξιοι αποδείχτηκαν για να Σε καταλάβουν, κι έτσι δεν βλέπουνε το φως.
»Γι’ αυτό, λοιπόν, θα ’ναι καλό, νομίζω εγώ Παρθένε, να Σε αφήσω στα κρυφά και σιωπηλά, χωρίς πολλά, να Σε αποδεσμεύσω.
»Δικαίως δεν επιθυμώ να λάβεις τιμωρία.
»Σε νοιάζομαι πραγματικά, αλλά φοβάμαι τον λαό.
»Κι από την άλλη σκέφτομαι: όπου και να Σε στείλω, μπορεί ο Μεγαλοδύναμος να Σ’ αναδείξει αθώα.
»Θέλω, λοιπόν, και θα σ’ το πω, θέλω και Σου το λέω, το
»“Χαίρε νύμφη ανύμφευτε”».