«Δεν ξέρω αν θα φανεί παράξενο, αλλά όταν έγραφαν ύμνους οι Γάλλοι, εδώ μου έκλειναν τις πόρτες».
Αυτή η ατάκα ανήκει στον Γεράσιμο Λαβράνο, έναν από τους κορυφαίους Έλληνες συνθέτες του 20ού αιώνα.
Σίγουρα έχετε δει και σε ελληνικές ταινίες αυτήν τη μαγική αίσθηση με τις μεγάλες ορχήστρες, τους καλοντυμένους κυρίους και τις καλοντυμένες κυρίες να χορεύουν υπό τους ήχους της τζαζ, της σόουλ, αλλά και της λάτιν μουσικής. Αυτήν τη μαγική εποχή εξέφρασε ο Γεράσιμος Λαβράνος, και μεγαλούργησε. Και όχι μόνο, αλλά την πήγε ακόμα πιο πέρα.
Όταν όμως στις αρχές της δεκαετίας του 1970 είδε προς τα πού πάει η ελληνική μουσική και η δισκογραφία, αποφάσισε να αποχαιρετήσει το…άθλημα. Λίγο πριν δούμε τη ζωή και την καριέρα αυτού του σπουδαίου δημιουργού, ας αφεθούμε σε ένα (δικό του) χάλι-γκάλι.
Μουσικό DNA
Γεννήθηκε στην Κέρκυρα. Τόσο εκείνος όσο και τα αδέλφια του (πέντε τον αριθμό) έμαθαν μουσική. Μάλιστα, ο αδελφός του Νίκος έγραψε επιτυχίες και για ονόματα του λαϊκού και του ελαφρολαϊκού τραγουδιού. Ο Γεράσιμος ξεκίνησε στα 9, και στα 11 έπαιζε κόρνο στην μπάντα. Άρα κλασική παιδεία.
Μια μέρα στο σπίτι ενός από τους δασκάλους του, του Σπύρου Μεταλληνού, βρίσκει κάποιες παρτιτούρες από κομμάτια του Γκέρσουιν και του Κόουλ Πόρτερ. Αρχίζει να τις παίζει στο πιάνο και ενθουσιάζεται. Η μουσική έχασε έναν πιθανό κλασικό συνθέτη, και η τζαζ βρήκε έναν από τους εκφραστές της.
Κατεβαίνει στην Αθήνα για τη στρατιωτική του θητεία και γνωρίζεται με τον μουσικό κόσμο της πρωτεύουσας. Μετά το τέλος της θητείας του, είχε τρεις προτάσεις. Ή να συνοδεύσει τη Σοφία Βέμπο σε κάποιες παραστάσεις που θα έδινε στο εξωτερικό, ή να παίξει στο κλαμπ «Μπλε Αλεπού», ή να μπει, πιανίστας, στην Ορχήστρα του Γιώργου Μουζάκη. Επέλεξε την τρίτη.
Έπαιξαν στα καλύτερα μαγαζιά της εποχής, και πρώτα απ’ όλα στον «Καρυστινό», στη Λιοσίων. Είχαν εμφανιστεί εκεί η Κατερίνα Βαλέντε, ο Ρενάτο Καροζόνε και άλλοι.
Την άνοιξη του 1955 σαλπάρουν με το πλοίο «Βασίλισσα Φρειδερίκη» για Νέα Υόρκη, και την άνοιξη του ’56 πάλι στην Αμερική, για δεύτερη φορά. Τότε του έγινε μια σοβαρή πρόταση να μείνει εκεί και να δουλέψει, αλλά την αρνήθηκε. Αρχίζει να παίζει σε ξενοδοχεία, σε ντεφιλέ μόδας, ενώ ανοίγουν και οι πόρτες της ραδιοφωνίας.
Το 1958 συνθέτει το πρώτο του τραγούδι, το «Χέρι-χέρι», σε στίχους του Κώστα Πρετεντέρη, που λίγο αργότερα γίνεται και η διασκευή του στα γαλλικά.
Όλα καλά; Όχι ακριβώς, αφού το κατεστημένο της εποχής εκτός του «θαψίματος» φτάνει να του ζητάει να περάσει σε κάποιες δουλειές από ακρόαση. Αυτό σταμάτησε μετά το παρακάτω περιστατικό που εξιστόρησε ο ίδιος ο Λαβράνος σε συνέντευξη του:
«Το 1961-62 ήταν να πάρουμε μια δουλειά στο “Κορονέτ”, που ήταν κάτω από το “Κινγκς Πάλας”, και με καλούν για δοκιμή. “Δεν πάνε να πνιγούνε”, λέω, και πάω σπίτι μου. Παίρνω τότε ένα τηλέφωνο από κάποια κυρία, που με καλούσε να συνοδεύσω μιαν επίδειξη μόδας, η οποία, συμπτωματικά, θα παρουσιαζόταν στο “Κινγκς Πάλας”. Αν και ζητούσαν δύο μόνον άτομα, εγώ παίρνω ολόκληρη την Ορχήστρα και πάω. Καλώ λοιπόν τους υπεύθυνους του “Κορονέτ” να έρθουν να μας ακούσουν. Τότε στην Αθήνα βρισκόταν η Τζέιν Μάνσφιλντ, και φυσικά ήταν προσκεκλημένη στην επίδειξη. Θυμάμαι πως την είχε βρει τόσο πολύ με την ορχήστρα, που ανέβαινε πάνω στα τραπέζια και χόρευε. Περιττό να σας πω ότι, μετά απ’ αυτό, πήραμε αμέσως τη δουλειά στο “Κορονέτ”».
Εντός, εκτός και…«Rebeta nova»
Υπήρξε ο καλλιτεχνικός νονός της Τζένης Βάνου, όταν εκείνη δεν ήθελε να μάθει ο πατέρας της ότι είναι τραγουδίστρια. Και από Ευγενία Βραχνού, έγινε Τζένη Βάνου. Και φυσικά της έγραψε σπουδαία τραγούδια.
Ο Λαβράνος ήταν ο άνθρωπος που πρότεινε στον Ντέμη Ρούσο να υιοθετήσει τις κελεμπίες. Παράλληλα, έγραψε σπουδαία τραγούδια και μουσικές για τον ελληνικό κινηματογράφο, ενώ συνήθως ήταν με μια βαλίτσα στο χέρι, αφού όλο στο εξωτερικό βρισκόταν για εμφανίσεις. Και όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά έκανε επιτυχία μέχρι τη Βραζιλία.
Από την άλλη, η εγχώρια μουσική κοινότητα εξακολουθεί να τον κοιτά με μισό μάτι. Ειδικά όταν έβγαλε στα μέσα της δεκαετίας του ’60 το άλμπουμ Rebeta nova. Ένα άλμπουμ με διασκευές κλασικών λαϊκών τραγουδιών σε τζαζ και μπόσα νόβα. Ιεροσυλία!
Το άλμπουμ σχεδόν σαμποταρίστηκε, απαξιώθηκε, και σιγά-σιγά και εξαφανίστηκε. Τότε.
Το 2007 κυκλοφόρησε σε CD από το περιοδικό Jazz και τζαζ, που μεταξύ άλλων βράβευσε τον σπουδαίο συνθέτη.
Το σιωπηλό αντίο
Και κάπου εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο Λαβράνος αρχίζει να φεύγει από τη μουσική σκηνή της χώρας.
Η αλλαγή στάσης ξεκινά νωρίτερα, όταν έγινε η χούντα.
Εκείνη την εποχή βρισκόταν στην Ισπανία, και δεν σκεφτόταν να γυρίσει στην Ελλάδα. Μάλιστα ετοιμαζόταν με την μπάντα του να φύγουν για Αμερική. Αλλά, «Έγινε η χούντα και το πράγμα χάλασε. Αρκετοί από τους μουσικούς ήθελαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, για να δουν τα παιδιά τους, τις οικογένειές τους και όλο εκείνο το σκηνικό που ετοιμάζαμε διαλύθηκε» είχε δηλώσει σε συνέντευξή του.
Και συνέχισε: «Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα διαπίστωσα, με τον καιρό, όλα αυτά για τα οποία φοβόμουν. Οι ορχήστρες είχαν εξαφανιστεί από τη διασκέδαση και προβάλλονταν περισσότερο τα γκρουπάκια και τα τότε σκυλάδικα. Σταμάτησα. Ήταν μια συνειδητή επιλογή. Ήμουν οργισμένος. Διαφωνούσα με την πορεία που έπαιρνε η μουσική και το σώου, και κρατήθηκα μακριά – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σταμάτησα να ασχολούμαι, να γράφω τραγούδια, να παρακολουθώ τις εξελίξεις».
Σπουδαίος δημιουργός, με αισθητική και ευγένεια, ήταν και ένας άνθρωπος που δεν είχε μάθει να σιωπά.
Άλλωστε είχε συναίσθηση και γνώση της αξίας του. Τώρα αν αρκετοί δεν τον έμαθαν, πρόβλημά τους. Άλλωστε όπως είχε πει σε μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις του: «Όσον αφορά εμένα, ένα θα σας πω. Ευτυχώς που δεν βιοπορίζομαι από την καλλιτεχνία».
Ο σπουδαίος Κερκυραίος συνθέτης πέθανε στις 24 Μαρτίου 2015, στα 80 του χρόνια.
Σπύρος Δευτεραίος