Όταν ξέσπασε η επανάσταση στην Ελλάδα ο Πόντος ήταν μακριά; Γεωγραφικά ναι, αλλά για την οθωμανική διοίκηση «το άπιστον και βρωμερό έθνος των Γραικών» έπρεπε να πάρει ένα αιματηρό μάθημα όπου γης. Η επέκταση της εξέγερσης το λιγότερο που θα μπορούσαμε να πούμε είναι ότι θορύβησε την Υψηλή Πύλη· μετά τη δημοσίευση του ιερού φετφά¹, εκδόθηκαν σουλτανικά φιρμάνια.
Στο εμβληματικό του έργο Ο Πόντος ανά τους αιώνας (1929), ο αρχιμανδρίτης Πανάρετος Τοπαλίδης γράφει:
«Ό,τε φετβάς, και τα σύμφωνα προς αυτόν Σουλτανικά φιρμάνια έθετον εκτός Νόμου το “άπιστον και βρωμερόν έθνος των Γραικών” και διετάσσον “πάντα μεν αρχηγόν να επιστρατεύη τους πιστούς και διαπερά εν στόματι μαχαίρας τους Έλληνας, να εξανδραποδίζη τας γυναίκας και τα ανήλικα τέκνα των και να καταστήση δούλους εις τους πιστούς, να διανείμη τα υπάρχοντα των μεταξύ των νικητών μουσουλμάνων, και να παραδίδη τας εστίας των εις το πυρ και την τέφραν, εις τρόπον ώστε ου μόνον ανθρώπινη φωνή, αλλ’ ουδ’ αλέκτορος να μην ακουσθή πλέον εις τας κατοικίας αυτών, πάντας δε τους πιστούς να εξεγείρωνται ως εις άνθρωπος και κατασφάξωσι τους άνδρας, εξανδραποδίσωσι τας γυναίκας και τα τέκνα, διαρπάξωσι τας περιουσίας και εξαλείψωσιν από προσώπου γης και αυτά τα ίχνη του αχαρίστου και αναξίου ζωής έθνους των Γραικών, βέβαιοι ότι ούτω πράττοντες εφαρμόζουσι τα ιερά παραγγέλματα του Κορανίου και του ιερού Φετβά, και εκπληρούσιν επιθυμίαν του Μεγάλου Χαλίφου του Ισλάμ και κραταιοτάτου Σουλτάνου και κυριάρχου απάσης της Οικουμένης”»².
Στον Πόντο τα σουλτανικά φιρμάνια έφτασαν στους τοπάρχες με ειδικούς ταχυδρόμους και με τη διαταγή να εφαρμοστούν «οι βουλές του Μωάμεθ».
Η εικόνα που περιγράφει ο Πανάρετος Τοπαλίδης είναι ότι ο τουρκικός όχλος έπνεε μένεα, διότι οι άπιστοι «ετόλμησαν να στασιάσωσι κατά του Χαλίφου, του μεγάλου διαδόχου του Προφήτου και εκτελεστού των θείων παραγγελμάτων», και «ανέμενε ανυπομονών και αγωνιών την έκδοσιν του συνθήματος των αιμάτων και απολαύσεων».
Στην Τραπεζούντα, έδρα του γενικού τοπάρχη, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη σε ανώτατο επίπεδο για να καθοριστούν οι λεπτομέρειες εφαρμογής της διαταγής. Επικεφαλής ήταν ο Οσμάν πασάς, ο οποίος προσκάλεσε τον μητροπολίτη Παρθένιο. Ενώπιον των τουρκικών Αρχών διαβεβαίωσε ότι μεταξύ των χριστιανών της περιφέρειας δεν υπήρχαν άτομα ή οικογένειες «εκ του επαναστανήσαντος απίστου γένους των Ελλήνων», και δεσμεύτηκε ότι αν εντόπιζε οποιονδήποτε «ου μόνον δεν θα ελυπείτο διά την δικαίαν καταστροφήν του, αλλά και θα έσπευδε αυτός πρώτος να καταμηνύσει αυτόν».
Κατά τον Πανάρετο Τοπαλίδη, ακολούθησε μια ευρεία συζήτηση για την εθνολογική ταυτότητα των χριστιανών του Πόντου και των επαναστατημένων Ελλήνων, με τον Οσμάν πασά να εκφράζει την άποψη ότι οι χριστιανοί της περιφέρειας Τραπεζούντας και γενικά του Εύξεινου Πόντου είναι αυτόχθονες και η εθνικότητά τους διαφέρει από αυτή των επαναστατών της Πελοποννήσου και της υπόλοιπης Ελλάδας. Τόνισε δε ότι αυτό το χαρακτηριστικό «εγγυάται περί της φιλονομίας και αφοσιώσεως αυτών εις το Κράτος και την Πατρίδα».
Αυτή η στρεβλή εικόνα για τους Έλληνες του Πόντου και η εκτίμηση ότι στον πληθυσμό «δεν υπάρχουν άπιστοι εκ του γένους των στασιαστών της Ελλάδος» ουσιαστικά έσωσε –για έναν αιώνα, όπως αποδείχθηκε– τους Πόντιους από τον συστηματικό και σχεδιασμένο αφανισμό τους.
Στη Ματσούκα, στην περιφέρεια των μονών, τις σφαγές πρόλαβε ο τότε ηγούμενος του Βαζελώνα Χρύσανθος. Τη σουλτανική διαταγή για αντίποινα έλαβαν ο άρχοντας Οσμάν αγάς και ο ανώτερός του, τιμαριούχος της ευρύτερης περιφέρειας Σολάκ Εμέρ αγάς.
Ο ηγούμενος Χρύσανθος συγκεντρώνοντας πολύτιμα δώρα και συνοδευόμενος από τον σωματοφύλακα του Οσμάν αγά, ο οποίος ήταν κρυπτοχριαστιανός, πήγε βράδυ στο χωριό Σπήλαια κοντά στο Τζεβισλήκ όπου ήταν το αρχοντικό του αγά και ζήτησε ακρόαση. Ο Τούρκος αξιωματούχος παρόλο που δέχθηκε την προσφορά του ηγούμενου έδιωξε τον Χρύσανθο λέγοντας ότι δεν μπορεί να παρακούσει την εντολή του σουλτάνου, «την οποία θα εκτελέση απαρεγκλίτως».
Το επόμενο βράδυ έφτασε ικέτης στο αρχοντικό του Σολάκ Εμέρ αγά, και πάλι με πλούσια δώρα. Χρειάστηκε η παρέμβαση της συζύγου του ώστε να καμφθεί η αντίστασή του και να υποσχεθεί ότι οι χριστιανοί θα είναι ασφαλείς. Με το αζημίωτο βέβαια, καθώς απαίτησε 15.000 γρόσια μέχρι το μεσημέρι της επομένης, οπότε ήταν προγραμματισμένο να δοθεί το σύνθημα για τις σφαγές.
Ο ηγούμενος βρέθηκε ξανά σε αδιέξοδο, καθώς το ποσό ήταν μεγάλο και ο Βαζελώνας απείχε 7 ώρες. Σαν από μηχανής θεά επενέβη και πάλι η Χατιφέ, η σύζυγος του αγά. Περιγράφει ο Πανάρετος Τοπαλίδης: «Ωνακουστούσα εκ του παρακειμένου δωματίου και βλέπουσα ότι εκ δεκαπέντε χιλιάδων γροσίων εκρεμάσθη η ζωή των χριστιανών, ετοιμάζει το ποσόν, και, επωφελουμένη τυχαίας εξόδου του Εμέρ αγά εκ της αιθούσης, εισέρχεται και παραδίδει αυτό εις τον Χρύσανθο λέγουσα: “Πάρε και δος τα, να τα βάλη στα μάτια του”».
Παρόλο που ο Εμέρ αγάς κατάλαβε πώς βρέθηκε το ποσό μέσα σε ελάχιστα λεπτά («η σύζυγός μου απεδείχθη ανωτέρα μου» φέρεται να είπε), εντούτοις διαβεβαίωσε ότι θα λάβει «τα ενδεικνυόμενα μέτρα και ουδείς χριστιανός θα πάθη τι». Πράγματι, την επόμενη μέρα με δύναμη 200 ιππέων πήγε στην πεδιάδα όπου συγκεντρώνονταν οι τουρκικές δυνάμεις υπό τον Οσμάν αγά. Απειλώντας ότι θα εκδικηθεί προσωπικά στο δεκαπλάσιο όποιον πειράξει χριστιανό, στο παρά πέντε διασώθηκαν οι Έλληνες της Ματσούκας.
Και ενώ σε Τραπεζούντα και Ματσούκα ένας μητροπολίτης και ένας ηγούμενος κατόρθωσαν να ακυρώσουν στην πράξη το σουλτανικό φιρμάνι με τα αιματηρά αντίποινα, στην Αργυρούπολη, όπως και σε άλλες περιφέρειες με μεταλλεία, την καταστροφή την πρόλαβαν οι αρχιμεταλλουργοί. Στη δε Νικόπολη, η Μητρόπολη Κολωνίας. Μόνο στην Αμάσεια και στη Νεοκαισάρεια οι χριστιανικοί πληθυσμοί πλήρωσαν το τίμημα, ωστόσο η κατάσταση δεν πήρε τη μορφή γενικής εξόντωσης.
Όλα καλά λοιπόν; Όχι, σύμφωνα με τον Πανάρετο Τοπαλίδη:
«Προελήφθη μεν η γενική σφαγή και εξόντωσις των Ελλήνων του Πόντου, […] εν τούτοις η χώρα μεταβλήθη δια τους χριστιανούς εις πραγματικήν κοιλάδα κολάσεως και κλαυθμώνος. Καθ’ όλο το διάστημα των επακολουθησάντων επτά ετών της Ελληνικής επαναστάσεως εν Πόντω τα πικρά δάκρυα δεν εστείρευσαν, οι στόνοι και οι λυγμοί δεν εκόπασαν, και η γη δεν εστέγνωσεν από το αίμα των κατ’ ιδίαν και κατά τόπους επί διαφόροις προφάσεσι και δίχως λόγου σφαγών και φόνων ατόμων και οικογενειών.
»Οι εμπρησμοί, αι εκσκαφαί των οικιών εν θεμελίων, τα βάσανα, οι ακρωτηριασμοί, οι διαμελισμοί αθώων, απλώς εις τέρψιν ενστίκτων αγρίων, και τα παντοία οικογενειακά δράματα αποτέλουν συνήθη απασχόλησιν των Τούρκων και στάδιον αμίλλης υπερθεματισμού.
»Οι χριστιανοί εξηναγκάζοντο εις καταναγκαστικά έργα εν τη υπηρεσία και τοις αγροίς των Τερεπέγηδων επί ημέρας και εβδομάδας νυχθημερών υπό την μάστιχα χαμερπών υπηρετών και οργάνων και υφίσταντο, συν άλλοις, τους χθαμαλωτέρους χλευασμούς, επανερχόμενοι δε εις τας εστίας των, εύρισκον αυτάς λεηλατημένας, ως επί πλείστων και ερήμους, διότι εν τω μεταξύ αι οικογένειαι διεσκορπίζοντο υπό άλλων επιδρομέων.
»Εν απλούν παράδειγμα, εκ των συνήθων τότε αποκαλύπτει την κρατήσασαν κατάστασιν, τούτο. Εν τω χωρίω Χαμουρή Επαρχίας Ροδοπόλεως έζη εύσωμος μήτηρ μονογενούς και μονοετούς τέκνου Σοφία καλουμένη, ης ο σύζυγος αγγαρευθείς ηργάζετο από εβδομάδων εις τους αγρούς του τιμαριώτου Οσμάν αγά. Ημέραν τινά παρουσιασθέντες τρεις σωματοφύλακες του αγά εζήτησαν να οδηγήσωσιν αυτήν εις το χαρέμιον.
»Αύτη έξαλλος ρίπτεται έξω της οικίας και εισελθούσα εις το υπερκείμενον δάσος φεύγει εξαφανισθείσα. Οι σωματοφύλακες λαμβάβουσι το βρέφος εκ του λίκνου και πυρούσιν αυτό εις το στόμιον του καιουμένου κλιβάνου, συστρέφοντες ίνα η μήτηρ ακούουσα τους λυγμούς του καιουμένου τέκνου της επανέλθη και παραδοθή. Αλλά εκείνη ευρίσκετο μακράν και δεν ήκουε. Εν τέλει απογοητευθέντες έρριψαν το βρέφος εις τον κλίβανον και απήλθον· περί μέσα δε νύκτας επανελθούσα η δυστυχής μήτηρ εύρεν αυτό απηνθρακωμένον. Όμοια εγκλήματα διά διαφόρων μέσων ενεργούμενα, ήσαν όλως συνήθη και κοινά».