Ένας από τους μεγαλύτερους παραπόταμους του Ίρη ποταμού, ο Λύκος (Kelkit για τους Τούρκους) έχει ταυτιστεί με τα εύφορα εδάφη και τις πλούσιες σοδειές σιτηρών και φρούτων στην επαρχία Νικοπόλεως. Εικόνες από την περιοχή αποτυπώνει η Λαογραφική Συντακτική Επιτροπή Εκκλησιαστικής Επαχίας Νικοπόλεως Πόντου με πρόεδρο τον Παντελή Φουρνιάδη στο μνημειώδες έργο της Ιστορία και Λαογραφία Εκκλησιαστικής Επαρχίας Κολωνείας και Νικοπόλεως (Σεμπίν-Καραχισάρ) που εκδόθηκε το 1964 στην Καβάλα, τη «μητρόπολη» των εν Ελλάδι Νικοπολιτών.
≈
Ποταμός της παρ΄αυτής (Νικοπόλεως) διαρρεί τον χώρον, αυτώ τω ονόματι το τραχύ και ανήμερον επισημαίνων του ρεύματος. Λύκος γαρ, διά το βλαπτικόν είναι παρά των προσοικούντων επονομάζεται. Ούτω πολύς μεν και εκ των πηγών καταφέρεται της Αρμενίας, της χώρας αυτής διά των υπερκειμένων ορών (ορέων) διαψιλώς επιχορηγούσης το ρείθρον.
Κοίλος δε πανταχού τας υπωρείας των κρημνών υπορρέων πολύ μάλλον ταις χειμερίαις χαράδραις αποτραχύνεται, πάσας εις εαυτόν τας εκ τον ορέων συρροίας υπολαμβάνων. Εν δε τω υπτίω της χώρας, διής διεξέρχεται πολλάκις ταις εκατέρωθεν κριπίσι στεναχωρούμενος, κατά τη μέρος υπερχείται της όχθης κατά το πλάγιον, άπαν επικλύζων τω ρείθρω το υπερκείμενον ώστε συνεχώς κατά το απροσδόκητον τοις παροικούσι τω τόπω τους κινδύνους επανεσθαι, αωρί (ακαίρως) των νυκτών ή καθ’ ημέραν πολλάκις του ποταμύ τοις αγροίς επεμβαίνοντος.
Όθεν ου φυτά μόνον και σπέρματα και βοσκήματα τη των υδάτων φορά διαφθείρεται, αλλά και αυτών ήπτετο των οικητόρων ο κίνδυνος, απροόπτως εν τη επικλίσει του ύδατος εν ταις οικίαις ναυαγούντων… αναστάντες ως κατά το μέρος εκείνο των ποταμώ προσοικούντες άνδρες και γυναίκες και παίδες πανδημεί. Πάντες ικέται του μεγάλου δεόμενου λύσιν αυτοίς τινα των κακών εξ ανελπίστων πορίσασθαι.
Ο Λύκος παρ’ αρχαίους ελέγετο Κάψος (τουρκ. Τι•πή –σου) και πηγάζει από την οροσειράν την Αλούτζαρας.
Άλλος ολιγώτερον σπουδαίος ποταμός εις την υποδιοίκησιν του Χαμητιγέ το Μελέτ –ιρμάκ (Μελάνθιος ποτ.) και το Ακ–σού (άσπρο νερό).
Ο ποταμός Μελέτ –ιρμάκ πηγάζει από τα όρη της υποδιοικήσεως Κοϊλά–χισάρ εις απόστασιν 15 χιλμτ. Β.Α. της πρωτευούσης και διευθύνεται κατ’ αρχάς δυτικά έως το Μελέτ τον οποίον αρδεύει και εκεί σχηματίζει γωνίαν προς τα Β. Δ. για να κατευθύνεται ως τόξον κύκλου προς το Ταμαλά. Εξέρχεται κατόπιν από τον Νομόν Σεβαστείας και εισέρχεται εις τον Νομόν Τραπεζούντος με ευθείαν γραμμήν με διαδρομήν 155 χιλμ. και εις απόστασιν 5 χιλμτ. ανατολικώς της Ορδού χύνεται εις τον Εύξεινον Πόντον.
Δάση. Μεταξύ Καρά –χισάρ (Νικοπόλεως) και Κερασούντος υπάρχουν υψηλά βουνά, ευρείες κοιλάδες και απέραντα δάση, με έλατα Νορβηγικά, κέδρους, πυξούς κ.τ.λ. τα οποία είναι τα γραφικώτερα μέρη του κόσμου και αποτελούν σπουδαίας πηγάς εκμεταλλεύσεως και πλουτισμού.
Β.Α. της πόλεως και πέριξ των χωρίων Κάλτζασα, Στρεφή, Κόρατζα, Καράκεβεζητ, Μπάλτζανα, Καταχώρ, Λίτζασα, Ασαρτζούκ και πέριξ των χωρίων Έσολα, Φέιλερε και υποδιοικήσεως Αλούτζαρας, Δ. δε εις τα τμήματα της επαρχίας Ρεφαγέ, Σού–σεχρή, Επε•σίου και Κοϊλά–χισάρ, εκτείνονται πελώρια δάση, κατάφυτα από δένδρα δρυός, πεύκης, ελάτης Νορβηγικής, εκ των οποίων επρομηθεύοντο καύσιμον και οικοδομήσιμον ξυλείαν όλα τα πέριξ χωρία προσέτι δε και η πόλις.
Θηρία και θηράματα. Μέσα εις τα απέραντα δάση ενδιαιτώντο άρκτοι, κάπροι, λύκοι, αλώπεκες, έλαφοι, λαγωοί, θώες, αγριοκάτσικα, αγριόγατοι, δορκάδες, ικτίες και άλλα διάφορα ζώα.