«Ονομάζομαι Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος», έλεγε ο ίδιος αναφερόμενος στο όνομά του. Ο Άσιμος, μια δεκαετία μετά την αυτοκτονία του το 1988, «εμφανίστηκε» ξανά στο προσκήνιο. Η πλαστικότητα και οι τάσεις της εποχής επανέφεραν ιδιαίτερα τους ανθρώπους των «εναλλακτικών» μἐσων από το παρελθόν και τους επαναλάνσαραν με το ανάλογο περιτύλιγμα.
Σίγουρα θα είχατε δει και κάποιο από τα πολλά αφιερώματα στους «τρεις αγγέλους των Εξαρχείων», τα οποία, εκτός από τον Άσιμο περιελάμβαναν επίσης την Κατερίνα Γώγου και τον Παύλο Σιδηρόπουλο. Ναι και οι τρεις τα τελευταία χρόνια κινούνταν, ενίοτε και ζούσαν στη γνωστή πλατεία, αλλά ήταν μάλλον αυθαίρετος ο συμψηφισμός τους. Άλλωστε ο καθένας τους ερχόταν από άλλη αφετηρία και με άλλη πορεία ζωής και δημιουργίας.
Όταν έφτασε η ζωή του Νικόλα Άσιμου να γίνεται βίντεο σε πρωινομεσημεριανά τηλεοπτικά προγράμματα, αρκετοί γέλασαν ειρωνικά. Άλλωστε όσοι ήξεραν την ζωή και το έργο του, σίγουρα δεν πίστευαν ότι χρόνια μετά το θάνατό του, η ζωή και το έργο του θα προβάλλονταν ανάμεσα σε ζώδια, σκάνδαλα και τις τελευταίες εξελίξεις ενός reality της εποχής.
Θεσσαλονίκη- Κοζάνη-Αθήνα και τα πρώτα δείγματα
Ο Νικόλας Ασημόπουλος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη στις 20 Αυγούστου 1949. Σε μικρή ηλικία μετακόμισαν οικογενειακώς στην Κοζάνη. Ο πατέρας του Λάζαρος Ασημόπουλος, ήταν ιδιοκτήτης καταστήματος γενικού εμπορίου στο κέντρο της Κοζάνης και η μητέρα του Μαρίκα Ασημοπούλου, το γένος Πινελίδη, ασχολείτο με τα οικιακά και ήταν Μικρασιατικής καταγωγής.
Υπήρξε μέτριος μαθητής, ασχολήθηκε με τον στίβο και το ποδόσφαιρο (έπαιζε τερματοφύλακας) και στην εφηβεία του αγάπησε τα ποιήματα του Γεωργίου Σουρή, ενώ διασκέδαζε τους συμμαθητές του σκαρώνοντας σατιρικούς στίχους πάνω σε μελωδίες ξένων επιτυχιών της εποχής. Έστειλε μάλιστα το συγκεκριμένο στιχούργημά του σε στήλη για τη νεολαία που διατηρούσε ο Νίκος Μαστοράκης στην εφημερίδα Ελεύθερος Κόσμος, χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά το ψευδώνυμο «Νίκος Άσιμος».
Το 1967 εισήχθη στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ, όπου ασχολήθηκε με το φοιτητικό θέατρο, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα στην ιδιωτική Δραματική Σχολή του Κυριαζή Χαρατσάρη, χωρίς να αποφοιτήσει. Στη Θεσσαλονίκη αγόρασε την πρώτη του κιθάρα και ξεκίνησε να παίζει ως αυτοδίδακτος και να συνθέτει τα πρώτα του τραγούδια. Τον Δεκέμβριο του 1972 πρωτοεμφανίστηκε στο κοινό ως τραγουδοποιός, αλλά και ως ηθοποιός στο δώμα του Λευκού Πύργου, το οποίο είχε μετατραπεί σε μπουάτ. Εκεί προέκυψαν για πρώτη φορά διαφωνίες και ρήξεις με συνεργάτες του, ένα φαινόμενο που τον ακολούθησε σε όλη την καλλιτεχνική διαδρομή του. Πώς λέμε η καλή μέρα….
Τον Μάιο του 1973 εγκατέλειψε τις σπουδές του, έφυγε από τη Θεσσαλονίκη και κατέβηκε στην Αθήνα.
Όλοι μαζἰ και ο Άσιμος χώρια
Λίγο πριν το τέλος της χούντας, ξεκινάει να παίζει στις μπουάτ της Πλάκας όπου συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με καλλιτέχνες όπως οι Πάνος Τζαβέλας, Θανάσης Γκαϊφύλλιας, Γιάννης Ζουγανέλης, Σάκης Μπουλάς. Το 1974 σκηνοθέτησε μία βραχύβια μουσικοθεατρική παράσταση στην μπουάτ «Εντεκάτη Εντολή», χωρίς ανταπόκριση από το κοινό.
Το 1975 σημειώθηκε η πρώτη του παρουσία στη δισκογραφία με ένα δίσκο 45 στροφών που περιείχε τα τραγούδια «Ο Μηχανισμός» (Α΄ πλευρά) και «Ο Ρωμιός» (Β΄ πλευρά). Τον έβγαλε η εταιρεία «Λύρα» και έπεσε θύμα λογοκρισίας, δηλαδή επιτράπηκε η πώλησή του στα δισκοπωλεία, αλλά απαγορευόταν η μετάδοσή του από τη δημόσια ραδιοτηλεόραση. Την ίδια χρονιά ο Άσιμος συμμετείχε στο πρόγραμμα του Μουσικού Καφενείου «Σούσουρο».
Θεωρητικά ήταν μια παρέα ή πολλές παρέες που προσπαθούν να γράψουν ιστορία. Όμως ακόμα και με ανθρώπους που κατά μια έννοια μιλούσαν την ίδια γλώσσα και είχαν την ίδια ηλικία, ο Άσιμος αισθάνεται μόνος. Και αρχίζει η απομόνωσή του.
Έχουμε θέματα
Το 1976 απέκτησε μία κόρη από την εκτός γάμου σχέση του με την αναρχοφεμινίστρια Λίλιαν Χαριτάκη. Τον Οκτώβριο του 1977, λίγο πριν από τις βουλευτικές εκλογές της 20ης Νοεμβρίου εκείνης της χρονιάς, προσήχθη και προφυλακίστηκε στις φυλακές της Αίγινας μαζί με πέντε εκδότες πολιτικών εντύπων (τέσσερις αναρχικούς και έναν αριστεριστή), γιατί παρουσιάστηκαν από την Αστυνομία σαν «ηθικοί αυτουργοί» ταραχών που ξέσπασαν στην Αθήνα κατά τη διάρκεια αντιγερμανικών διαδηλώσεων,
Το 1978 ξεκίνησε η περιπέτειά του για να αποφύγει τη στράτευση. Πήρε απαλλαγή προσποιούμενος τον ψυχοπαθή και κατάφερε να του αναγνωριστεί ότι πάσχει από σχιζοειδή ψύχωση. Ὀπως περιγράφει στο βιβλίο του Αναζητώντας Κροκάνθρωπους, υιοθέτησε αυτή την συμπεριφορά γιατί ήταν αντίθετος προς τη στράτευση.
Οι μυθικές κασέτες και η «αναγνώριση»
Από τον Σεπτέμβριο του 1978 έως τον Μάρτιο του 1987 κυκλοφόρησε οκτώ παράνομες κασέτες με λιγότερο ή περισσότερο πρόχειρες ηχογραφήσεις τραγουδιών του. Τις διακινούσε κυρίως ο ίδιος, στα κάγκελα του Πολυτεχνείου στην οδό Πατησίων, τριγυρνώντας σε μαγαζιά, νυχτερινά κέντρα και μπαρ, ή στα «μαγαζόσπιτα» όπου ζούσε κατά καιρούς, με πιο χαρακτηριστικό το ημιυπόγειο επί της οδού Αραχώβης 41 στα Εξάρχεια, την περίφημη «υπόγα» του Άσιμου, εκεί όπου διέμεινε από το φθινόπωρο του 1978 έως την άνοιξη του 1983.
Το Νοέμβριο του 1982 κυκλοφόρησε από την εταιρεία Μίνως ο μοναδικός δίσκος 33 στροφών που έβγαλε όσο ζούσε, με τίτλο Ο Ξαναπές και με συμμετοχές όπως αυτή της Χάρις Αλεξίου και του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Μάλιστα στον τελευταίο έδωσε και τέσσερα τραγούδια για το άλμπουμ Χαιρετίσματα με πιο γνωστό το «Καταρρέω».
Η αντίστροφη μέτρηση
Από το 1981 δρομολογείται η επώδυνη σχέση του με τα ψυχιατρεία, στα οποία νοσηλεύτηκε αρκετές φορές. Το 1987 ο Άσιμος κατηγορήθηκε για βιασμό μίας γυναίκας και κρατήθηκε στη φυλακή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Η επικείμενη δίκη είχε επιπτώσεις στην ψυχοσωματική του κατάσταση. Τα ξημερώματα της Πέμπτης 17 Μαρτίου 1988 έδωσε τέλος στη ζωή του, πριν δικαστεί. Κρεμάστηκε από σωλήνα ύδρευσης στο «Χώρο Προετοιμασίας», όπως αποκαλούσε το τελευταίο μαγαζόσπιτό του στην οδό Καλλιδρομίου 55 στα Εξάρχεια.
Πριν είχε τηλεφωνήσει στον φίλο του Νίκο Ζερβό και του είχε πει ότι δεν αντέχει άλλο. Εκείνος δεν τον πίστεψε. Στο σημείωμα που άφησε έγραφε μεταξύ άλλων «Συγγνώμη, ρε Νίκο, που δε σου άδειασα νωρίτερα τη γωνιά, αλλά ως και ο θάνατος, ο οποίος όμως κυκλοφόρησε σε ελάχιστα αντίτυπα, δε με ήθελε». Απευθυνόταν στον σπιτονοικοκύρη του, που του χρωστούσε ενοίκια και μαζί με κάποιους κατοίκους της περιοχής του έκαναν τη ζωή δύσκολή με το να τον φτύνουν, να τον βρίζουν και να γράφουν υβριστικά μηνύματα έξω από την πόρτα του.
Κηδεύτηκε την επομένη στη Νέα Σμύρνη, με παρόντες την οικογένειά του, φίλους του και πλήθος κόσμου.
Διαβάζοντας τον βίο του σίγουρα η λέξη αντισυμβατικός είναι η πρώτη που έρχεται στο μυαλό. Από την άλλη δεν πάσαρε καν ο ίδιος τον εαυτό του, ως η παραγνωρισμένη και κυνηγημένη αυθεντία. Ασχέτως ότι πήγε να κάνει μετά θάνατον.
Ίσως η πιο αντιπροσωπευτική ατάκα για τον Άσιμο, ειπώθηκε από έναν σπουδαίο τραγουδιστή, τόσο ξένο όμως στον σύμπαν του Άσιμου, τον Στέλιο Καζαντζίδη. Το 1996 του είχε αφιερώσει το τραγούδι «Ο φίλος μας» σημειώνοντας στο δίσκο: «Το τραγούδι αυτό, είναι αφιερωμένο στον Νικόλα Άσιμο. Τον καλλιτέχνη και άνθρωπο που έζησε και αμφισβήτησε με συνέπεια και πίστη αυτόν τον κόσμο της βαρβαρότητας».
Σπύρος Δευτεραίος