Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού».
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
Προοίμιο
Ότι ελεήμων σαν κι Εσέ δεύτερος δεν υπάρχει,
καλά εμείς το ξέρουμε, Κύριε, αφού εγεννήθης
και Γιος Εσύ ονομάστηκες ανθρώπου, μιας γυναίκας που πλάσμα Σου ήτανε κι Αυτή.
Κι έτσι, τη μακαρίζουμε και με στεντόρεια φωνή της λέμε κάθε μέρα:
«Χαίρε νύμφη ανύμφευτε».
Οίκοι
α’. Ελάτε, πάμε όλοι μαζί! Με τον Αρχάγγελο Γαβριήλ κι εμείς να πορευτούμε· να πάμε στην Αειπάρθενο την κόρη, τη Μαρία.
Και σαν Την απαντήσουμε, όλοι ας Την προσκυνήσουμε, ότι είναι Μάνα και Τροφός της ίδιας της ζωής μας.
Δεν είναι μόνο ο Στρατηγός που πρέπει στη Βασίλισσα μπροστά να προσκυνάει.
Κι εμείς, μικροί κι αδύναμοι αν κι είμαστε ‒ας είναι‒ μας επιτρέπεται κι εμάς την Παναγιά να δούμε και να Την χαιρετήσουμε,
Αυτήν, που ως Θεού Μητέρα, όλες του κόσμου οι γενιές πάντα Την μακαρίζουν και Της φωνάζουν λέγοντας:
«Χαίρε Κόρη Αμόλυντη, Χαίρε η καλεσμένη από τον ίδιο τον Θεό,
»Χαίρε Σεμνή, χαίρε Εσύ πηγή χαράς γεμάτη καλοσύνη, χαίρε Κόρη πανέμορφη,
»χαίρε που βλάστησες Καρπό δίχως να πέσει σπόρος, χαίρε Αγνή· χαίρε Εσύ που έγινες Μητέρα δίχως άνδρα·
»χαίρε Νύμφη ανύμφευτε».
β’. Κάποτε ο Αρχιστράτηγος των ουρανίων ταγμάτων, φιλανθρωπίας σύνθημα
πήρε απ’ τον Θεό κι αμέσως τρέχει βιαστικά να πάει στην Παρθένο, μπροστά της να εμφανιστεί, όπως το γράφει κι η Γραφή.
Και φτάνοντας στη Ναζαρέτ, καθώς κατευθυνόταν στην κατοικία του Ιωσήφ, κατάπληκτος σκεφτότανε κι αυτό αναρωτιόταν: πώς και ο Παντοδύναμος έτσι αγαπά και κάνει και θέλει να συμπορευτεί με τους μικρούς κι αδύναμους;
«Ολάκερος ο ουρανός κι ο πύρινός Του ο θρόνος, δεν Τον χωράνε», έλεγε, «των όλων τον Δεσπότη·
»και πώς Αυτή η ασήμαντη θα Τον συλλάβει ως βρέφος;
»Οι επάνω φρίττουν, τρέμουνε πώς θα Τον αντικρύσουν κι οι κάτω θα Τον βλέπουνε εδώ ανάμεσά τους;
»Αλλά, αφού το θέλει Αυτός; Νόμος το θέλημά Του· τι στέκομαι, λοιπόν, εδώ και δεν πετάω να πάω στην Κόρη μπρος και να Της πω το:
»“χαίρε Νύμφη ανύμφευτε”;»
γ’. Αυτά τα λόγια λέγοντας μπήκε στο σπίτι της Σεμνής ‒ αυτός που πάνω κατοικεί, ψηλά στα επουράνια.
Και μίλησε στην κόρη, την κόρη την ανύπαντρη, χαιρετισμό απευθύνοντας: «Χαίρε», Της λέει, προσθέτοντας: «ο Κύριος μαζί Σου».
Μα τι κι αν την χαιρέτισε; H νεαρή δεν έδειξε διόλου να ξεθαρρεύει μπροστά σε τούτη τη μορφή που ολόφωτη εμφανίστηκε εκεί και της μιλούσε.
Έσκυψε το κεφάλι Της κι αμίλητη στεκόταν.
Αυτά που ο νους κατάλαβε πασχίζει ο νους να κρίνει, κι η λογική Της προσπαθεί μια λογική να βρει σ’ αυτά και να τα συνταιριάξει· κι όπως συλλογιζότανε, μονολογούσε κι έλεγε:
«Τι να ’ναι άραγε αυτό που τώρα βλέπω μπρος μου; Τι να σκεφτώ, λοιπόν, γι’ αυτό και τι να υποθέσω;
»Ακούω άνδρα να μιλά, μα βλέπω κάτι σαν φωτιά·
»τι είναι αυτός που στέκεται εδώ και μου μιλάει; Και ταραχή μού προκαλεί, αλλά κι από την άλλη, θάρρος μού δίνει αυτό που λέει, το:
»“Χαίρε νύμφη ανύμφευτε”».
δ’. Ο χείμαρρος των λογισμών που είχε η Μαρία, ιλύ κατέβαζε πολύ από τον νου στα κάτω και στην καρδιά την στοίβαζε, στρώμα πάνω στο στρώμα.
Της πρόσφερε όμως στήριξη ο πύρινος αμέσως, και οι φοβίες Της κάηκαν κι έγιναν όλες στάχτη, όπως τα φύλλα τα ξερά καίγονται μες στην πυρκαγιά, όταν ξεσπάει στο δάσος.
Γιατί έτσι Της μίλησε, για να Την στερεώσει: «Ολόλαμπρη, μη φοβηθείς· τον Κύριο ευαρέστησες κι έχεις την εύνοιά Του.
»Μη με φοβάσαι, ότι εγώ είμαι υπηρέτης Του απλός· εκ μέρους Του εγώ ενεργώ και νά που έφερα εδώ, Τον Πλαστουργό τον ίδιο.
»Πρόκειται να γεννήσεις γιο! Σου φέρνω νέο σοβαρό· μην ασχολείσαι άλλο, μη σε ταράζει η μορφή η πύρινη που έχω.
»Τον Κύριο Εσύ πρόκειται σε λίγο να γεννήσεις! Εμένανε φοβάσαι; Στα ίδια είμαστε κι οι δυο, σύνδουλοι Του Κυρίου.
»Δειλιάζεις μπρος σε μένανε; Εγώ είμαι κανονικά που πρέπει να Σε τρέμω
»για όσα είν’ να Σου γενούν που μου αποκαλύφθηκαν κι από εκείνη τη στιγμή έχω αναθαρρήσει.
»Για όλα αυτά ήρθα εδώ, γι’ αυτό είναι που Σου λέω το:
»“Χαίρε νύμφη ανύμφευτε”».
ε’. Σαν άκουσε τα λόγια αυτά τότε η Παναγία, σκέφτηκε από μέσα της γεμάτη απορία:
«Εδώ τα πρώτα που άκουσα, αυτά που μου ’πε στην αρχή, δεν τα έχω καταλάβει, πώς τώρα τα επόμενα που λέει να εννοήσω;
»Αυτός που μου εμφανίστηκε χαιρετισμό μού απηύθυνε και δεν κατάλαβα ποσώς τι γίνεται εδώ πέρα.
»Και νά που κι άλλο φοβερό ακούσανε τ’ αυτιά μου!
»Γιατί είπε στη συνέχεια: “έγκυος είσαι κι έχεις γιο που είναι να Τον γεννήσεις”, μα εγώ άνδρα δεν γνώρισα, άνδρα εγώ δεν ξέρω.
»Τάχα λες να μην ξέρει αυτός πως είμαι εγώ ανέγγιχτη και αφιερωμένη;
»Την παρθενία μου αγνοεί άραγε, ποιος να ξέρει;
»Πραγματικά, δεν πείθομαι. Ήξερε και παράξερε!
»Αλλιώς, γιατί να ερχότανε για να μού πει ετούτο το:
»“Χαίρε νύμφη ανύμφευτε”;».
ϛ’. «Μα πώς θα γίνει αυτό που λες; Και πες μου αμέσως και αυτό: τι είσαι επιτέλους; Να πω πώς είσαι Άγγελος; Άνθρωπος είσαι μήπως;
»Ουράνιος είσαι, γιά απ’ τη γη; Εξήγησέ μου και τα δυο: και το τι είσαι πες μου, αλλά και τι ’ναι αυτά που λες.
»Γιατί, αν μάθω τελικά ποιος είναι αυτός που μου μιλά, νομίζω πως θ’ αντιληφθώ πλήρως κι αυτά που είπε.
»Γι’ αυτό σου λέω να μου πεις πρώτα από πού είσαι. Απ’ τα ψηλά κατέβηκες ή είσαι απ’ εδώ κάτω;
»Βρήκα το θάρρος, το λοιπόν· μεγάλη παρρησία, μου φαίνεται, απόκτησα και συζητώ μαζί σου στα ίσια, δίχως δισταγμό.
»Αυτό που μου ’πες, θα ’θελα να μάθω πού το άκουσες ‒ αυτό μη μου το κρύψεις!
»Αυτό, για μένα, λέω, στον ουρανό το άκουσες; Εκεί πρωτοειπώθηκε;
»Γιατί λοιπόν δεν μολογάς; Άγγελος κι όχι άνθρωπος
»δεν είσαι εσύ που μου το λες το:
“Χαίρε νύμφη ανύμφευτε”;».