Από το χωριό Σύλλη της περιφέρειας Κερασούντας καταγόταν ο οπλαρχηγός Σάββας Παπαδόπουλος, γνωστός με το ψευδώνυμο Χατζήκας (αλλού: Χατζίκας) Τάραλης.
Εργάστηκε στα ξυλοπριονιστήρια του Ζαρίφη, καταλαμβάνοντας πολύ σύντομα διευθυντική θέση. Από το πόστο αυτό απέκτησε σημαντική περιουσία, διευρύνοντας ταυτόχρονα τον κύκλο των γνωριμιών του ανάμεσα στους Οθωμανούς αξιωματικούς τους περιοχής, οι οποίοι συναίνεσαν στο διορισμό του ως αποθηκάριος του τουρκικού στρατού στην Κουλάκ-καγιά, την κρίσιμη περίοδο του Α’ Παγκοσμίου.
Από τη θέση αυτή βοήθησε τα μέγιστα τους συμπατριώτες του, ενώ ταυτόχρονα εξασφάλισε τον απαραίτητο εξοπλισμό στους φυγόστρατους Κερασούντιους για τη δημιουργία ένοπλων αντάρτικων ομάδων.
Για ένα διάστημα ήταν ο εν κρυπτώ αρχηγός τους, μέχρι να συλληφθεί. Κατά τη μεταγωγή του στην Κερασούντα, οι αντάρτες του τον απελευθέρωσαν και σύσσωμη η δύναμη του Κιρίκ διέσχισε τις τουρκικές γραμμές και έφτασε στη ρωσοκρατούμενη Τραπεζούντα. Από εκεί πέρασε στο Σοχούμι όπου είχαν καταφύγει αρκετοί συμπατριώτες του.
Το 1918 επέστρεψε στην Κερασούντα και κατόρθωσε να βοηθήσει 1.485 κατατρεγμένους από τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν συμπατριώτες του.
Το 1919 αποβιβάστηκε με 25 ένοπλους αντάρτες στην παραλία μεταξύ της Κασσιόπης και της Κερασούντας, για περαιτέρω εθνική δράση. Πέθανε προτού βάλει καν το μηχανισμό σε κίνηση, προδομένος.
Γράφει ο Σάββας Ασλανίδης έργο του Η ωραία Κερασούντα:
Δεν παραλείπω επιπλέον να περιγράψω και το παρακάτω επεισόδιο το οποίο στοίχισε τη ζωή του αρχηγού της ομάδος ανταρτών, του αείμνηστου οπλαρχηγού Χατζήκα Τάραλη με τους τέσσερις συναδέλφους του που κατάγονταν όλοι από την περιφέρεια Κερασούντας, και οι οποίοι ομολογουμένως συγκρότησαν αντάρτικες ομάδες στην περιφέρεια Κερασούντας.
Ίδρυσαν τις ομάδες για να καταπολεμήσουν τους τσέτες το Τοπάλ Οσμάν, να εκδικηθούν τα πολλαπλά και ποικίλα κακουργήματα που διέπρατταν αυτοί η καθημερινά στην περιφέρεια Κερασούντας, Σαμψούντας, Μπάφρας και Τοκάτης.
Εξηγούμαι: Με απόφαση ποντιακών σωματείων που βρίσκονται στη Ρωσία, και με αντικειμενικό σκοπό τη δημιουργία πυρήνων εθνικής αντίστασης, στον αλύτρωτο Πόντο στάλθηκε η ομάδα του οπλαρχηγού Χατζήκα Τάραλη (Παπαδόπουλου Σάββα του Ιωάννη), με 25 αντάρτες, οι οποίοι ξεκινώντας από την παραλιακή πόλη Σοχούμι κατευθύνθηκαν με βενζινόπλοιο προς την Κερασούντα και αποβιβάστηκαν σε σημεία της περιφέρειάς της.
Αντικειμενικό σκοπός τους ήταν να προχωρήσουν στο εσωτερικό για να αναγνωρίσουν το έδαφος και να βρουν τα κατάλληλα κρησφύγετα και λημέρια, με την ελπίδα ότι θα τους ενίσχυαν και οι Έλληνες της περιφέρειας, σύμφωνα με πρόγραμμα καλά καταρτισμένο.
Πριν όμως θέσουν σε εφαρμογή το σχέδιο τους προδόθηκαν, άγνωστο από ποιον, και το σπίτι ενός εξαίρετου πατριώτη στο οποίο είχαν κρυφτεί ο Χατζήκας με τέσσερα παλικάρια βρέθηκε πολιορκημένο από τσέτες και χωροφύλακες. Οι υπόλοιποι 20 ήταν κρυμμένοι σε άλλα σπίτια στη συνοικία Σάι-Τας και στην τοποθεσία Καπάκ-Κουρουσί.
Δεν δέχτηκε την πρόταση να παραδοθεί, γιατί γνώριζε ποια τύχη τον περίμενε και έφερε αντίσταση με πυροβολισμούς. Η μάχη κράτησε δύο ώρες με αποτέλεσμα να φονευτεί ο ίδιος, δύο αντάρτες και ένας από τους τσέτες. Οι άλλοι δύο αντάρτες συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν.
Ευτυχώς οι υπόλοιποι, αφού για κάποιο χρονικό διάστημα κρύφτηκαν, κατόρθωσαν και επέστρεψαν στη Ρωσία. Μεταξύ των μεταξύ των ανταρτών ήταν και το πρωτοπαλίκαρό του, Αθανάσιος Ραμφόπουλος. Αυτός όταν ήρθε στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε σε χωριό που βρισκόταν στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, το Περιθώρι. Ο δε αδερφός του Κυριάκος εγκαταστάθηκε στο χωριό Μπονάρ-Πάσι. Αυτοί απεβίωσαν τελευταία.
Αυτό το οικτρό τέλος έλαβε η απόπειρα της δημιουργίας αντάρτικων ομάδων κατά του Τοπάλ Οσμάν, λόγω της προδοσίας που έγινε ασφαλώς από Έλληνα.