Μπορεί ο κινηματογράφος να είναι μια τέχνη που χαρακτηρίζεται από τόλμη αλλά παρασκηνιακά έχουμε θεματάκια. Όπως η θέση της γυναίκας σαν δημιουργός. Αν σκεφτεί κανείς ότι στα Όσκαρ προτάθηκε πρώτη φορά γυναίκα για βραβείο σκηνοθεσίας, το 1977 (στην 49η απονομή) και τελικά γυναίκα κέρδισε το αντίστοιχο αγαλματίδιο το 2010, καταλαβαίνετε τι γίνεται.
Οπότε το ότι η πρώτη ταινία από γυναίκα σκηνοθέτιδα στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 1950 και δεδομένου ότι οι βασεις για το ελληνικό σινεμά μπήκαν μετά την κατοχή, μας λες ως και… πρωτοπόρους.
Η Μαρία Πλυτά έχει περάσει στην ιστορία ως η πρώτη γυναίκα σκηνοθέτις.
Αλλά ξέχωρα από τους τίτλους, κοιτώντας το έργο της στο σύνολο θα διαπιστώσει ότι η επανάσταση έμεινε στην πρωτιά και όχι στο έργο. Και χωρίς να είναι δική της ευθύνη .
Τα πρώτα βήματα μέχρι τα «αρραβωνιάσματα»
Γεννημένη στη Θεσσαλονίκη, στις 26 Νοεμβρίου 1915, η Μαρία Πλυτά, ασχολήθηκε αρχικά με τη συγγραφή μυθιστορημάτων, διηγημάτων, θεατρικών έργων και σεναρίων. Αρχικά έγραψε τα μυθιστορήματα Δεμένα φτερά (1944) και Αλυσίδες (1946). Το 1948 πέρασε και στη συγγραφή θεατρικών έργων, κερδίζοντας με το Κάστρο της Χερσώνας έπαινο στο διαγωνισμό του λογοτεχνικού περιοδικού Μορφές. Ο κινηματογράφος, όμως, γρήγορα την κέρδισε και την απορρόφησε.
Στην αρχή ασχολήθηκε με την παραγωγή και την καλλιτεχνική διεύθυνση στις ταινίες Μαρίνα του Αλέκου Σακελλάριου (1947) και Μαρίνος Κοντάρας του Γιώργου Τζαβέλλα (1948). Το 1950 γύρισε την πρώτη της ταινία, τα Αρραβωνιάσματα, διασκευή του ομώνυμου θεατρικού του Δημήτρη Μπόγρη, με πρωταγωνιστές τους Ντίνο Ηλιόπουλο, Αιμίλιο Βεάκη, Μαργαρίτα Γεράρδου και Νίκο Τζόγια, μια ταινία σταθμό στον ηθογραφικό ελληνικό κινηματογράφο.
Η ίδια σε μια από τις λιγοστές συνεντεύξεις που είχε δώσει θυμάται από εκείνα τα γυρίσματα: «Οι δυσκολίες που αντιμετώπισα στην αρχή ήταν άπειρες. Δεν θα ξεχάσω ότι όταν άρχισα το γύρισμα της ταινίας ή Γεράρδου ήταν έγκυος τριών μηνών και δεν μου το είχε πει. Έτσι αναγκαζόμουνα να τραβάω κοντινά πλάνα για να μην φαίνεται ή κοιλιά της. Ύστερα επιστρατεύτηκε ο Τζόγιας, ο πρωταγωνιστής. Τραβούσα τις σκηνές ανακατωμένες και μετά έπαθε περιτονίτιδα ο Ανδρέας Ζησιμάτος και έμεινε πέντε μήνες στην κλινική, έτσι αναγκάστηκα να πάρω πλάτη άλλου ηθοποιού για να τελειώσω την ταινία. Όλα αυτά ήταν σε βάρος της παραγωγής. Τότε μάθαινα ακόμα.»
Για την ιστορία τα γυρίσματα της ταινίας κράτησαν δύο χρόνια από το 1948 μέχρι το 1950.
«Γυναίκα σκηνοθέτις»
Ως το τέλος της δημιουργικής της πορείας, ωστόσο, ήρθε αρκετές φορές αντιμέτωπη με την προκατάληψη και την απόρριψη λόγω φύλου, ενώ ποτέ δεν γεύτηκε την αναγνώριση που ομολογουμένως της άξιζε.
«Ένιωθα απλά ότι είμαι ένας εργάτης που πρέπει να δουλεύει σκληρά για να ζήσει. όμως κοντά σ’ αυτό επειδή αγαπούσα αυτή τη δουλειά ήμουν κι ευτυχισμένη που τη βρήκα. Κι αν είχα άγχη σ’αυτό δεν μου έφταιγε κανείς, μπορούσα να είχα γίνει δακτυλογράφος. Για ένα πράγμα πάντως είμαι ευχαριστημένη ότι έστω και αργά κάνω την αυτοκριτική μου» είχε πει.
Παρόλα αυτά δεν δίστασε να αποκαλύψει πως: «Είχα γράψει ένα σενάριο με τον τίτλο Ανθρωπότητα Ώρα Μηδέν, ήθελα πολύ να το σκηνοθετήσω αλλά δυστυχώς δεν μπορούσα να βρω παραγωγό. Είχε ενδιαφερθεί ο Φίνος να το αγοράσει, αλλά δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στις γυναίκες. Έλεγε θυμάμαι: “H γυναίκα δεν πρέπει να ναι σκηνοθέτις”. Όταν πάλι γύριζα τα Ναυάγια της Ζωής με παραγωγό τον Σαρόγλου του είχε πει «όλο σου το επιτελείο είναι θαυμάσιο, ωραίο το σενάριο, το μόνο μελανό σημείο είναι η σκηνοθέτις. Αργότερα όμως όταν είδε τη δουλειά μου, μου έδωσε συγχαρητήρια».
Και βέβαια δεν είναι τυχαίο ότι την άφησαν να είναι παρούσα και να καθοδηγεί το μοντάζ στην 8η ταινία της, τη Δούκισσα της Πλακεντίας.
Η κυρία του λουστράκου
Ίσως η πιο γνωστή ταινία της είναι ο Λουστράκος. Από ένα σημείο και μετά ο ελληνικός κινηματογράφος στράφηκε στο μελό. Η ίδια πάντως δεν υποτίμησε ποτέ αυτές τις ταινίες, ίσα-ίσα πορωνόταν με αυτό το είδος. Ασχέτως ότι στις περισσότερες δεν υπήρχε αυτό που λέμε προσωπική πινελιά.
Κοιτώντας τη φιλμογραφία της θα δει κάποια ψήγματα τόλμης όπως στα Ναυάγια της ζωής όπου η πρωταγωνίστρια –Τζένη Καρέζη– παρασύρεται και εργάζεται σε οίκο ανοχής και παραλίγο να συνευρεθεί με τον αδελφό της.
Από την άλλη, στην έκρηξη της εγχώριας παραγωγής, στα 60s, η Πλυτά δεν πέρασε ποτέ το κατώφλι των μεγάλων εταιρειών και παρέμεινε στην β’ παραγωγή.
Η τελευταία της ταινία ήταν, το 1970, «Οι άγνωστοι της νύχτας» ενώ η προηγούμενή της, ο «Ανήφορος» ήταν η πιο άρτια παραγωγή της.
Υπήρξε μέλος της εταιρείας Ελλήνων σκηνοθετών και μέχρι το τέλος της ζωής της στήριζε τις προσπάθειες των ανθρώπων του νέου ελληνικού κινηματογράφου. Και σαν φανατική κινηματογραφίστρια δεν πολυχώνευε την τηλεόραση.
Σπύρος Δευτεραίος